0
Your Καλαθι
Η φωνή
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
O Παλάσκας, δημοφιλής Έλληνας τραγουδιστής, χάνει τη φωνή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Tη στιγμή που η πολλά υποσχόμενη καριέρα του μοιάζει να ανακόπτεται συναντά το Δώρο, έναν αλλόκοτο εικοσάχρονο Έλληνα που μόλις έχει επιστρέψει από τη γενέτειρά του, την Tασκένδη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην πατρίδα των προγόνων του. H Φωνή είναι το ευτυχέστερο έργο παρωδιακής πεζογραφίας των τελευταίων χρόνων. Oι τριακόσιες πενήντα σελίδες του διαβάζονται σε ρυθμό μπεστ σέλλερ παρασύροντας στο διάβα τους επιχειρηματίες, γυναίκες πονεμένες, πολιτικούς, διανοούμενους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε πείσμα της επικαιρότητας, αθηναϊκής, γενικότερα ελληνικής αλλά και παγκόσμιας, που όλο και περισσότερο προσφέρεται προς διακωμώδηση, ούτε στη δημοσιογραφία ανθεί το ευθυμογράφημα ούτε στην παραλογοτεχνία το χιουμοριστικό και φαιδρό ανάγνωσμα ούτε στη λογοτεχνία η σάτιρα. Το ευθυμογράφημα ξέπεσε εκτός συρμού όταν εξέλιπαν οι τελευταίοι βιρτουόζοι του είδους, το εύθυμο ανάγνωσμα επισκιάστηκε από αναγνώσματα βίας και όσο για τη σάτιρα στη λογοτεχνία απουσιάζουν οι τεχνίτες άλλωστε οι σατιρογράφοι υπήρξαν ανέκαθεν είδος εκλεκτό και σπανίζον.
Κατ' εξαίρεση ο Χ. Α. Χωμενίδης εξασφαλίζει την αναγνωρισιμότητα των βιβλίων του με μια δηκτικά σατιρίζουσα αφήγηση. Ετσι κι αλλιώς το φάσμα της σάτιρας είναι ευρύτατο, από τη γελοιοποίηση και τον σαρκασμό ως τον υπαινικτικό και χαμηλόφωνο χαρακτήρα της ειρωνείας. Ακραίος στις επιλογές του, ο Χ. Α. Χωμενίδης δεν φροντίζει την εκλέπτυνση και κομψότητα του ύφους ενώ καταφανώς αδιαφορεί για τις ειρωνικές δυνατότητες της γλώσσας. Αντ' αυτών, επιδίδεται με δεξιότητα σε μυθιστορήματα κοινωνικής παρωδίας, στα οποία κινητήριος μοχλός αναδεικνύεται ο κυνισμός. Βεβαίως, ο κυνικός τρόπος έκφρασης είναι αρκετά προσφιλής στους συγγραφείς που παρουσιάζονται μετά το 1980, ως συνοδευτικό στοιχείο μιας τάσης ολικής κατεδάφισης. Σε κανέναν όμως αυτός ο κυνισμός δεν γίνεται τόσο προκλητικός όσο στα μυθιστορήματα του Χ. Α. Χωμενίδη, προβάλλοντας ως κυρίαρχη αρετή τους.
Ο Χ. Α. Χωμενίδης είναι ένας νεότερος συγγραφέας χωρίς μέτρο στην αφήγηση αλλά με γνήσιο πάθος στη γελοιοποίηση των πάντων. Στα μυθιστορήματά του περιγελά αξίες και θεσμούς και μόνο στο τέλος αφήνει μια νότα ευαισθησίας δηλώνοντας πίστη στην πατρίδα ή στον έρωτα. Τις εντυπώσεις όμως κερδίζει ο πανόπτης αφηγητής που κυρίως διαχειρίζεται τις ιστορίες. Αυτός προβάλλει ευκρινώς στη φαντασία του αναγνώστη με σαρδόνιο χαμόγελο και έναν παραμορφωτικό καθρέφτη ανά χείρας, μέσα στον οποίο και αντικατοπτρίζονται συγκαιρινοί και συντοπίτες ως αποκρουστικές καρικατούρες.
Ούτε λόγος για ενάρετους και αξιαγάπητους ήρωες στον συγγραφικό κόσμο του Χ.Α. Χωμενίδη. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ηθικό έρμα επιδεικνύει μόνο «ένα εναλλακτικό ρέιβ σχήμα», αν και η αφιλοκερδής συμπεριφορά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, αποδίδεται μάλλον σε επίδειξη μαγκιάς. Όσο για συμπαθείς ήρωες, ο αναγνώστης θα πρέπει να αρκεστεί σε έναν εκκεντρικό πλάνητα, χωρίς ιερά και όσια, που τα έχει όλα δοκιμάσει και ζητά στην παρανομία αντίδοτο της πλήξης.
Το εύρημα που πυροδοτεί το πρόσφατο μυθιστόρημα μας έφερε στον νου μια ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ένας λαϊκός βάρδος χάνει σε αυτοκινητικό ατύχημα τη φωνή του. Όπως αναφέρει και ο αφηγητής του Χ. Α. Χωμενίδη, η βλάβη των φωνητικών χορδών από το τράνταγμα της σύγκρουσης δεν έχει πάνω από μία πιθανότητα στο εκατομμύριο. Και όμως, ιδού ένα εξαιρετικό συμβάν που επανέρχεται και εμπνέει, ανεξάρτητα αν η ταινία του Βοσκόπουλου εξελίσσεται σε δακρύβρεκτο κοινωνικό δράμα ενώ το μυθιστόρημα του Χ. Α. Χωμενίδη σε παρωδία δράματος, χάρη στην ολωσδιόλου ανήθικη πλεκτάνη που σοφίζεται η σύζυγος του τραυματισθέντος. Αντί να ριχθεί στη βιοπάλη για να διασώσει την οικογενειακή εστία, όπως γίνεται στην κινηματογραφική εκδοχή της δεκαετίας του '60, η ηρωίδα του Χ. Α. Χωμενίδη εκπροσωπεί επαξίως όλα όσα η γυναίκα κατέκτησε στην ενδιάμεση τριακονταετία, εννοείται σε γελοιογραφική απόδοση. Η πλήρης ανεξαρτησία και η ολοκληρωτική αυτάρκεια της σημερινής Αθηναίας εμπνέουν στον συγγραφέα ένα θηλυκό επιβήτορα, ρυθμιστή της τύχης των ανδρών με τους οποίους σχετίζεται.
Θύμα της πλεκτάνης και κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι «ένα βλαμμένο από τη Ρωσία, με αρνίσια μάτια». Αμέσως μετά την ελληνική καθημερινότητα, τον Χ. Α. Χωμενίδη εμπνέουν οι Έλληνες που κατέφυγαν «στην κοιτίδα του υπαρκτού σοσιαλισμού», αφού πολέμησαν στον Γράμμο και στο Βίτσι στα τέλη του '40. Κάποτε ιδεαλιστές, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ελευθερώθηκαν οι δυνάμεις του κακού πάντα σύμφωνα με το μυθοπλαστικό δαιμόνιο του συγγραφέα , κατέληξαν καπιταλίστες και μαφιόζοι. Τα νήματα, λοιπόν, της μυθιστορίας κινεί ένας άβουλος και τρομαγμένος γόνος πολιτικών προσφύγων από την Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ωστόσο, ο νεαρός ομογενής, όπως συμβαίνει συχνά με τους ομογενείς από τις σοσιαλιστικές χώρες, αποδεικνύεται μεγάλο ταλέντο, όχι στον αθλητισμό αλλά στον χώρο του λαϊκού άσματος.
Γύρω από αυτούς τους ήρωες συνωθείται ένα πλήθος αντιπαθητικών ως χυδαίων προσώπων προς διακωμώδηση της ελληνικής επαρχίας και του κλεινού άστεως. Η αφήγηση καθ' υπερβολήν σωρεύει επεισόδια, λες και αποδελτιώνει την επικαιρότητα. Από τους τρόπους διασκέδασης και πλουτισμού των Νεοελλήνων ως τον εξευτελισμό των λέξεων στον δημόσιο λόγο, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η παρωδία των πολιτιστικών δρωμένων. Ένας καλλιτέχνης γίνεται πολιτιστικός θεσμός όταν επώνυμοι και φλύαροι διανοούμενοι δίνουν τόνο στα πράγματα καθοδηγώντας τη συλλογική υστερία στις πάσης φύσεως επιλογές της. Όλα αυτά συμβαίνουν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '90, με κορυφαίο σημείο μια κυβέρνηση που καταποντίζεται και εφευρίσκει για να ξελασπώσει ένα συνέδριο οικουμενικού Ελληνισμού. Πρόσφορη επινόηση που όμως σπαταλιέται στο επίπεδο του κραυγαλέου και χρονογραφικού, μια και η σάτιρα για να λειτουργήσει απαιτεί τη δολιότητα της μεταμφίεσης.
Από το πρώτο μυθιστόρημα, «Το σοφό παιδί», το 1993, στο πρόσφατο, τρίτο μέσα στην πενταετία, ο Χ. Α. Χωμενίδης οικονομεί καλύτερα το υλικό του και οργανώνει την πλοκή χωρίς τόσες επαναλήψεις και πλατειάζουσες περιγραφές. Όσο για τη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε κατ' εξαίρεση, πέρυσι την άνοιξη, με τίτλο «Δεν θα σου κάνω το χατήρι», μοιάζει μάλλον με πάρεργο. Τα περισσότερα διηγήματα δεν είναι παρά σχεδιάσματα που δοκιμάζουν ιδέες και θέματα πριν από τη μυθοπλαστική ανάπτυξή τους.
Στις παρωδίες του Χ. Α. Χωμενίδη καθοριστική είναι η γλώσσα, πιστό αντικαθρέφτισμα της καθομιλουμένης· ιδιαίτερα στο πρόσφατο μυθιστόρημα, όπου αφήγηση και στιχομυθίες αναπαράγουν το ιδιόλεκτο της εποχής μας με έμφαση στην αναίδεια και στην ασύστολη ελευθεριότητα που έτσι κι αλλιώς το χαρακτηρίζουν. Πομπώδεις διατυπώσεις και κυνικές εκφράσεις συμβάλλουν στο κυρίως θέλγητρο του Χ. Α. Χωμενίδη, την ένταση της αφήγησης. Ωστόσο, αυτή η εντύπωση μιας συνεχώς τεταμένης κατάστασης αμβλύνεται όταν ο συγγραφέας προς διευκόλυνση καταφεύγει σε τυποποιημένες λύσεις, όπως λ.χ. οι γέφυρες μεταξύ των κεφαλαίων ή οι ένθετες, σε πρώτο πρόσωπο, αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και τα προηγούμενα, καταλήγει με ανατροπή των προσδοκιών του αναγνώστη αλλά και του κεντρικού χαρακτήρα. Στην εποχή μας, όπου οι κάθε είδους απάτες ευοδώνονται, είναι λογικό οι δολοπλόκοι στο τέλος του μυθιστορήματος να ευτυχούν ενώ το θύμα τους, ο μικρόνους και ταλαντούχος από την Τασκένδη, φανερώνεται σαν ένας φιλοσοφημένος αισθηματίας υπεράνω του καπιταλιστικού συστήματος. Μόνο που αυτή η ανατροπή γίνεται με ενδοσκόπηση φροϋδικού τύπου, ξένη προς το υπόλοιπο μυθιστορηματικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε ένα ακόμη μυθιστόρημα προς εκτόνωση συγγραφέα και αναγνωστών. Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον αν σε κάποιο προσεχές βιβλίο ο Χ.Α. Χωμενίδης απέδιδε με τον τρόπο του το λογοτεχνικό σινάφι στο οποίο ευδοκίμως πρωταγωνιστεί.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε πείσμα της επικαιρότητας, αθηναϊκής, γενικότερα ελληνικής αλλά και παγκόσμιας, που όλο και περισσότερο προσφέρεται προς διακωμώδηση, ούτε στη δημοσιογραφία ανθεί το ευθυμογράφημα ούτε στην παραλογοτεχνία το χιουμοριστικό και φαιδρό ανάγνωσμα ούτε στη λογοτεχνία η σάτιρα. Το ευθυμογράφημα ξέπεσε εκτός συρμού όταν εξέλιπαν οι τελευταίοι βιρτουόζοι του είδους, το εύθυμο ανάγνωσμα επισκιάστηκε από αναγνώσματα βίας και όσο για τη σάτιρα στη λογοτεχνία απουσιάζουν οι τεχνίτες άλλωστε οι σατιρογράφοι υπήρξαν ανέκαθεν είδος εκλεκτό και σπανίζον.
Κατ' εξαίρεση ο Χ. Α. Χωμενίδης εξασφαλίζει την αναγνωρισιμότητα των βιβλίων του με μια δηκτικά σατιρίζουσα αφήγηση. Ετσι κι αλλιώς το φάσμα της σάτιρας είναι ευρύτατο, από τη γελοιοποίηση και τον σαρκασμό ως τον υπαινικτικό και χαμηλόφωνο χαρακτήρα της ειρωνείας. Ακραίος στις επιλογές του, ο Χ. Α. Χωμενίδης δεν φροντίζει την εκλέπτυνση και κομψότητα του ύφους ενώ καταφανώς αδιαφορεί για τις ειρωνικές δυνατότητες της γλώσσας. Αντ' αυτών, επιδίδεται με δεξιότητα σε μυθιστορήματα κοινωνικής παρωδίας, στα οποία κινητήριος μοχλός αναδεικνύεται ο κυνισμός. Βεβαίως, ο κυνικός τρόπος έκφρασης είναι αρκετά προσφιλής στους συγγραφείς που παρουσιάζονται μετά το 1980, ως συνοδευτικό στοιχείο μιας τάσης ολικής κατεδάφισης. Σε κανέναν όμως αυτός ο κυνισμός δεν γίνεται τόσο προκλητικός όσο στα μυθιστορήματα του Χ. Α. Χωμενίδη, προβάλλοντας ως κυρίαρχη αρετή τους.
Ο Χ. Α. Χωμενίδης είναι ένας νεότερος συγγραφέας χωρίς μέτρο στην αφήγηση αλλά με γνήσιο πάθος στη γελοιοποίηση των πάντων. Στα μυθιστορήματά του περιγελά αξίες και θεσμούς και μόνο στο τέλος αφήνει μια νότα ευαισθησίας δηλώνοντας πίστη στην πατρίδα ή στον έρωτα. Τις εντυπώσεις όμως κερδίζει ο πανόπτης αφηγητής που κυρίως διαχειρίζεται τις ιστορίες. Αυτός προβάλλει ευκρινώς στη φαντασία του αναγνώστη με σαρδόνιο χαμόγελο και έναν παραμορφωτικό καθρέφτη ανά χείρας, μέσα στον οποίο και αντικατοπτρίζονται συγκαιρινοί και συντοπίτες ως αποκρουστικές καρικατούρες.
Ούτε λόγος για ενάρετους και αξιαγάπητους ήρωες στον συγγραφικό κόσμο του Χ.Α. Χωμενίδη. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ηθικό έρμα επιδεικνύει μόνο «ένα εναλλακτικό ρέιβ σχήμα», αν και η αφιλοκερδής συμπεριφορά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, αποδίδεται μάλλον σε επίδειξη μαγκιάς. Όσο για συμπαθείς ήρωες, ο αναγνώστης θα πρέπει να αρκεστεί σε έναν εκκεντρικό πλάνητα, χωρίς ιερά και όσια, που τα έχει όλα δοκιμάσει και ζητά στην παρανομία αντίδοτο της πλήξης.
Το εύρημα που πυροδοτεί το πρόσφατο μυθιστόρημα μας έφερε στον νου μια ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ένας λαϊκός βάρδος χάνει σε αυτοκινητικό ατύχημα τη φωνή του. Όπως αναφέρει και ο αφηγητής του Χ. Α. Χωμενίδη, η βλάβη των φωνητικών χορδών από το τράνταγμα της σύγκρουσης δεν έχει πάνω από μία πιθανότητα στο εκατομμύριο. Και όμως, ιδού ένα εξαιρετικό συμβάν που επανέρχεται και εμπνέει, ανεξάρτητα αν η ταινία του Βοσκόπουλου εξελίσσεται σε δακρύβρεκτο κοινωνικό δράμα ενώ το μυθιστόρημα του Χ. Α. Χωμενίδη σε παρωδία δράματος, χάρη στην ολωσδιόλου ανήθικη πλεκτάνη που σοφίζεται η σύζυγος του τραυματισθέντος. Αντί να ριχθεί στη βιοπάλη για να διασώσει την οικογενειακή εστία, όπως γίνεται στην κινηματογραφική εκδοχή της δεκαετίας του '60, η ηρωίδα του Χ. Α. Χωμενίδη εκπροσωπεί επαξίως όλα όσα η γυναίκα κατέκτησε στην ενδιάμεση τριακονταετία, εννοείται σε γελοιογραφική απόδοση. Η πλήρης ανεξαρτησία και η ολοκληρωτική αυτάρκεια της σημερινής Αθηναίας εμπνέουν στον συγγραφέα ένα θηλυκό επιβήτορα, ρυθμιστή της τύχης των ανδρών με τους οποίους σχετίζεται.
Θύμα της πλεκτάνης και κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι «ένα βλαμμένο από τη Ρωσία, με αρνίσια μάτια». Αμέσως μετά την ελληνική καθημερινότητα, τον Χ. Α. Χωμενίδη εμπνέουν οι Έλληνες που κατέφυγαν «στην κοιτίδα του υπαρκτού σοσιαλισμού», αφού πολέμησαν στον Γράμμο και στο Βίτσι στα τέλη του '40. Κάποτε ιδεαλιστές, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ελευθερώθηκαν οι δυνάμεις του κακού πάντα σύμφωνα με το μυθοπλαστικό δαιμόνιο του συγγραφέα , κατέληξαν καπιταλίστες και μαφιόζοι. Τα νήματα, λοιπόν, της μυθιστορίας κινεί ένας άβουλος και τρομαγμένος γόνος πολιτικών προσφύγων από την Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ωστόσο, ο νεαρός ομογενής, όπως συμβαίνει συχνά με τους ομογενείς από τις σοσιαλιστικές χώρες, αποδεικνύεται μεγάλο ταλέντο, όχι στον αθλητισμό αλλά στον χώρο του λαϊκού άσματος.
Γύρω από αυτούς τους ήρωες συνωθείται ένα πλήθος αντιπαθητικών ως χυδαίων προσώπων προς διακωμώδηση της ελληνικής επαρχίας και του κλεινού άστεως. Η αφήγηση καθ' υπερβολήν σωρεύει επεισόδια, λες και αποδελτιώνει την επικαιρότητα. Από τους τρόπους διασκέδασης και πλουτισμού των Νεοελλήνων ως τον εξευτελισμό των λέξεων στον δημόσιο λόγο, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η παρωδία των πολιτιστικών δρωμένων. Ένας καλλιτέχνης γίνεται πολιτιστικός θεσμός όταν επώνυμοι και φλύαροι διανοούμενοι δίνουν τόνο στα πράγματα καθοδηγώντας τη συλλογική υστερία στις πάσης φύσεως επιλογές της. Όλα αυτά συμβαίνουν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '90, με κορυφαίο σημείο μια κυβέρνηση που καταποντίζεται και εφευρίσκει για να ξελασπώσει ένα συνέδριο οικουμενικού Ελληνισμού. Πρόσφορη επινόηση που όμως σπαταλιέται στο επίπεδο του κραυγαλέου και χρονογραφικού, μια και η σάτιρα για να λειτουργήσει απαιτεί τη δολιότητα της μεταμφίεσης.
Από το πρώτο μυθιστόρημα, «Το σοφό παιδί», το 1993, στο πρόσφατο, τρίτο μέσα στην πενταετία, ο Χ. Α. Χωμενίδης οικονομεί καλύτερα το υλικό του και οργανώνει την πλοκή χωρίς τόσες επαναλήψεις και πλατειάζουσες περιγραφές. Όσο για τη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε κατ' εξαίρεση, πέρυσι την άνοιξη, με τίτλο «Δεν θα σου κάνω το χατήρι», μοιάζει μάλλον με πάρεργο. Τα περισσότερα διηγήματα δεν είναι παρά σχεδιάσματα που δοκιμάζουν ιδέες και θέματα πριν από τη μυθοπλαστική ανάπτυξή τους.
Στις παρωδίες του Χ. Α. Χωμενίδη καθοριστική είναι η γλώσσα, πιστό αντικαθρέφτισμα της καθομιλουμένης· ιδιαίτερα στο πρόσφατο μυθιστόρημα, όπου αφήγηση και στιχομυθίες αναπαράγουν το ιδιόλεκτο της εποχής μας με έμφαση στην αναίδεια και στην ασύστολη ελευθεριότητα που έτσι κι αλλιώς το χαρακτηρίζουν. Πομπώδεις διατυπώσεις και κυνικές εκφράσεις συμβάλλουν στο κυρίως θέλγητρο του Χ. Α. Χωμενίδη, την ένταση της αφήγησης. Ωστόσο, αυτή η εντύπωση μιας συνεχώς τεταμένης κατάστασης αμβλύνεται όταν ο συγγραφέας προς διευκόλυνση καταφεύγει σε τυποποιημένες λύσεις, όπως λ.χ. οι γέφυρες μεταξύ των κεφαλαίων ή οι ένθετες, σε πρώτο πρόσωπο, αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και τα προηγούμενα, καταλήγει με ανατροπή των προσδοκιών του αναγνώστη αλλά και του κεντρικού χαρακτήρα. Στην εποχή μας, όπου οι κάθε είδους απάτες ευοδώνονται, είναι λογικό οι δολοπλόκοι στο τέλος του μυθιστορήματος να ευτυχούν ενώ το θύμα τους, ο μικρόνους και ταλαντούχος από την Τασκένδη, φανερώνεται σαν ένας φιλοσοφημένος αισθηματίας υπεράνω του καπιταλιστικού συστήματος. Μόνο που αυτή η ανατροπή γίνεται με ενδοσκόπηση φροϋδικού τύπου, ξένη προς το υπόλοιπο μυθιστορηματικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε ένα ακόμη μυθιστόρημα προς εκτόνωση συγγραφέα και αναγνωστών. Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον αν σε κάποιο προσεχές βιβλίο ο Χ.Α. Χωμενίδης απέδιδε με τον τρόπο του το λογοτεχνικό σινάφι στο οποίο ευδοκίμως πρωταγωνιστεί.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις