0
Your Καλαθι
Ο ανθρωπάκος - Η καλή καρδιά της Ελεωνόρας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Προλογίζουν ο Σταμάτης Φασουλής και η Έφη Βαφειάδη
Έκπτωση
26%
26%
Περιγραφή
Το δραματουργικό έργο του Δημήτρη Χόρν αποτελείται από ένα φαινομενικά ανόμοιο δίπτυχο, τον Ανθρωπάκο (1962) και την Καλή καρδιά της Ελεονόρας (1969). Ο Χόρν δεν είχε την παραμικρή φιλοδοξία να δρέψει δάφνες δραματουργού, γι αυτό και ο ίδιος δεν ομολόγησε ποτέ την πατρότητα των έργων αυτών. Οι χαρακτήρες του, έχουν την καταγωγή τους στη θεατρική τέχνη. Είναι δηλαδή ρόλοι. Ρόλοι που με το κατάλληλο τάιμινγκ και με τη μαεστρία της σκηνής μπορούν να αναδειχθούν σε σκηνικά διαμαντάκια.
Διαβάστε τον πρόλογο του Σταμάτη Φασουλή
Είναι ηθοποιοί που δανείζονται τον ήχο της ζωής να φέρουν στη σκηνή. Μιλάνε, κι ακούς τη μητέρα σου, τον αδερφό σου, την πρώτη σου αγάπη, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό σου, σε τόσο μυστικές, κρυφές στιγμές, που λες πότε και πού με κρυφάκουγε ο θεατρίνος; Λες, με τι τάλαντο, τι γνώση της ανθρώπινης πνοής, τι ακρίβεια και τι χάρη πήρε τον τόνο, τη μελωδία της ζωής και την τραγούδησε απάνω στο σανίδι;
Είναι πάλι κι άλλοι που τη ζωή δεν την καταδέχονται. Αυτοί έχουν για έμπνευση την τέχνη και το ακριβό, το χρυσοποίκιλτό της ψεύδος. Απ' αυτό αντλούν κι αυτό αναπαράγουν στο επί της σκηνής τους έργο.
Είναι κι αυτό μια στάσις, νιώθετε. Αν και, για να 'μαι ειλικρινής (πράγμα που απεχθάνομαι, τις περισσότερες φορές η ειλικρίνεια σκοτώνει, όπως σκοτώνει τα πάντα στην Αγριόπαπια η αλήθεια του Γκρέγκερς), για να είμαι ειλικρινής λοιπόν, είναι φορές που και ηθοποιοί ενός τέτοιου θεάτρου έχουν φτάσει την τέχνη τους σε ύψιστα σημεία.
Τέλος, πολύ σπάνια βγαίνουν στη σκηνή κάτι πλάσματα που ούτε απ' τη ζωή δανείζονται (γιατί να δανειστούν, αυτοί έχουν να δανείσουν όλους μας) ούτε απ' την τέχνη καταδέχονται να πάρουν. Αυτοί αντλούν φωνή, ματιά, ρίγος, ανάσα και δροσιά από τους αειθαλείς λειμώνες της ποίησης. Στην Ελλάδα είναι ζήτημα να είχαμε ποτέ πάνω από δύο, άντε τρεις, τέτοιους ηθοποιούς. Ένας, ίσως κι ο πλέον γνήσιος, ο Δημήτρης Χορν. Ναι, είναι αλήθεια, και δε θα 'πρεπε να το κρύβουμε άλλο, ο Χορν δεν ομιλούσε την ελληνικήν. Μιλούσε την ποιητικήν απταίστως.
Ο Χορν μίλησε επί σκηνής, κι ακούστηκε πρώτη φορά στη σάλα ο ήχος των εσπερινών κυμάτων του έρωτος. Εμφανίστηκε, κι εκτινάχθηκε στο προσκήνιο έγχρωμο και φωταγωγημένο το αρτεσιανόν φρέαρ των ονείρων. Πρώτη φορά στο θέατρο ένα σύννεφο φόρεσε παντελόνια. Δεν περπάτησε ποτέ σαν Έλληνας ψαράς, ούτε σαν Γάλλος ευγενής, ούτε σαν πένης, σαν ληστής, ούτε σαν Αγγλος λόρδος. Πέταγε, λες, στριφογυρνούσε σαν πουλί, γλιστρούσε στο σανίδι σαν μελωδία ουράνια, σαν δεκαπεντασύλλαβος βαθέων αισθημάτων. Έφερνε στην παράσταση το ιλαρόν το φως των παιδικών μας χρόνων. Ένα παιδί ορμούσε στο πάλκο μ' όλη την αθωότητα και το δαιμόνιον του κόσμου, κι αυτό το άγουρο, αεικίνητο δαιμόνιον ήτανε που έβαφε ανεξίτηλα τον κάθε του το ρόλο. Στη σκηνή ο Χορν δεν είχε πατρίδα, δεν είχε ηλικία, ανήκε στα αερικά της ποίησης και ήταν όλος δικός τους. Και τι ακραίος στις επιλογές του! Χωρίς καμίαν αιδώ για τη μορφή του είδους, πέρναγε με ταχύτητα φωτός από την κωμωδία στο δράμα, από τον Σαίξπηρ στο μπουλβάρ κι απ' το μπουλβάρ στον Τσέχοφ.
Στο περιθώριο αυτών των έργων, αυτών των παραστάσεων, έγραψε δύο θεατρικά κείμενα· τον Ανθρωπάκο, με το ψευδώνυμο Ελευθέριος Αγνωστος, και την Καλή καρδιά της Ελεωνόρας ως Τζων Κρόμσταϊλ. Ποιες ώρες; Σε τι στιγμές γράφτηκαν αυτά τα έργα; Αγνοώ. Μου είναι αδύνατον να φανταστώ τον Χορν να σκύβει μόνος του σ' ένα γραφείο κάτω απ' το φως της λάμπας και να γράφει, αυτός που έτρεμε τη μοναξιά. Ίσως να είχε παρέα κάποιο φίλο, κάποιο συνεργάτη, που δεν θέλησε κι αυτός να φανερώσει το όνομά του; Ίσως. Βέβαια, εκτός απ' αυτές τις δύο «πρόζες», έγραψε και μία «επιθεώρηση» μ' έναν τίτλο αρκετά ειδυλλιακό και άγριο μαζί, που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να φιλοξενηθεί σ' αυτό εδώ το σημείωμα. Όχι για λόγους ηθικής, αλλά φοβάμαι τη σελίδα. Αν γράψω απάνω της τον τίτλο, μπορεί και να την κάψει. Αλλωστε, αυτή την επιθεώρηση κι ο ίδιος δεν την έγραψε ποτέ στο χαρτί. Ισως απ' τον ίδιο φόβο. Την είχε γραμμένη στο σκληρό δίσκο της μνήμης και κάθε τόσο, αν ήταν το περιβάλλον φιλικό (και πότε δεν ήταν; όχι φιλικό, για τον Τάκη ήταν πάντα λατρευτικό), άρχιζε την παράσταση. Έπαιζε τα πάντα μόνος του. Έπαιζε όλους τους ρόλους, όλα τα σκηνικά και ολόκληρη την ορχήστρα. Το όλον μουσικό θέαμα, αυτή η χορνική φωτοχυσία, άρχιζε μ' ένα τραγούδι-εισαγωγή για μία μάνα...
...που την ελέγαν Αλτάνα κι είχε στο σπίτι δυο πιάνα
Τζουμ!
Και αφού πέρναγε από νούμερα, τραγούδια, ζογκλέρ, ταχυδακτυλουργούς, χορευτικά, έφτανε στη «ρομάντζα», την οποία και με μελίρρυτη φωνή τραγουδούσε, αργά και παθητικά:
...φορούσε στον κώλο της άσπρα φτερά, στα χέρια κρατούσε βεντάλια και όλοι τής φώναζαν με μια χαρά πως έχει τα μαύρα της χάλια.
Τέλος, όλος ο θίασος επί σκηνής, ερμηνευμένος πάντα απ' τον Χορν και μόνο απ' τον Χορν, με μικρά βηματάκια και τα χεράκια μια δεξιά μια αριστερά, τραγουδοχόρευε την «Αποθέωση», η οποία συνίστατο στο εξής απλούν και επαναλαμβανόμενον:
Σας ευχόμαστε χρόνια πολλά
Σας ευχόμαστε χρόνια πολλά (πολλάκις). (Φινάλε.)
Στη ζωή των καμαρινιών έφερνε τέτοιο ένα άλλο φως, που ανοίγαν τα ανύπαρκτα παράθυρα διάπλατα σε ιπτάμενα περιβόλια. Και πώς μοσχοβολούσε θέατρο ό,τι κι αν έλεγε. Η ίδια του η παρουσία ανάβλυζε μια μυρωδιά απ' τη ζωή των θεατρίνων. Δεν υπήρχε αφήγηση, κουβέντα, εξομολόγηση που να μην είχε μια αναφορά σε ένα θεατρικό αστείο, σε μια θεατρική ατάκα, σε μια στιγμή ακριβή απ' το ημερολόγιο του ελληνικού θεάτρου. Πώς έμπαινε στην κουβέντα του η αυλαία του «Ρεξ», πώς σκάλωνε η γλώσσα του στον τρόπο που έλεγε η Λαμπέτη τα ρήματα, πώς μπερδευότανε στα πόδια του ένα μπουλούκι στα χιόνια του Μεσοπολέμου, πώς έσκαγε σαν βεγγαλικό ένα αστείο για την κομπάρσα της Κοτοπούλη, πώς βούρκωνε η καρδιά σε μια παράσταση που φώτιζε στο καφενείο ένα λουξ τη Γενοβέφα. Μίλαγε, και το θέατρο παρήλαυνε εμπρός του, ένστολο και σημαιοφόρο, εν χορδαίς και οργάνοις.
Πώς άρχισε να φεύγει σιγά σιγά το φως; Πώς λιγοστέψαν οι φωνές; Πάνε τα γέλια. Πάνε τα δάκρυα. Άφησαν μόνο τα σημάδια τους στο πρόσωπο, κάτι μεγάλες χαρακιές. Ρυτίδες. Το γήρας, όχι, δεν το μπορούσε. Έλεγε και ξανάλεγε το στίχο του Αλεξανδρινού από τη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, Ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.»
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι...
Ή, άλλοτε, θυμότανε ένα ποίημα που έγραψε μικρός, κι ο Θεοδόσης, ο άνθρωπος που του στάθηκε όσο ποτέ κανείς, το 'χει φυλάξει ολόκληρο. Άρχιζε έτσι:
Εμένα πατρίδα μου είναι η νιότη κι ό,τι και να μου πείτε, ό,τι...
Κι έτσι τέλειωσε.
Τέλειωσε; Όχι. Υπάρχει ακόμα κάτι. Το άστρο του από ψηλά θα στείλει λίγη απ' τη χρυσή του σκόνη να γράψει το όνομά του στη μαρκίζα του δικού του θεάτρου και κάθε βράδυ στο σκοτεινό ουρανό των Αθηνών θ' ανάβει σαν παρηγοριά επίγειο ένα αστέρι. Ένα: «Δημήτρης Χορν».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις