Νερό στο πρόσωπο

Έκπτωση
35%
Τιμή Εκδότη: 17.70
11.51
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €7.90
+
275287
Συγγραφέας: Χουλιαράς, Νίκος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:170
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2005
ISBN:9789602117750
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Και ξαφνικά -κανείς δεν ξέρει αν αυτό που έγινε, έγινε πριν, τώρα ή μετά- σαν τη γυναίκα που 'χει ξεχειλώσει απ' τις πολλές τις γέννες ή σαν τη μπαταρία που 'χει χάσει όλα τα υγρά και τα 'χει φτύσει πια, όπως λένε, η Ευρυδίκη Βαλασκατζή σταματάει στη μέση του δρόμου. Δεν έχει άλλ, αυτό ήταν! Γι' αυτό και το απόγευμα της πρώτης Κυριακής του Ιουνίου, ενώ περπατάει στο βορεινό πεζοδρόμιο του Ναυτικού Νοσοκομείου, σταματάει ξαφνικά σαν να τη χτύπησε κεραυνός και δεν μπορεί να κάνει βήμα. Δεν μπορεί να προχωρήσει και δεν θέλει πια να πάει πουθενά! Θα 'θελε πολύ να μην έχει κάνει παιδιά και να 'ναι υποχρεωμένη να γυρίσει σπίτι. Για την ακρίβεια, θα 'θελε να 'χει ξεχάσει πώς γυρίζουν σπίτι! Μένει ακίνητη, λοιπόν, σαν χαρτονάκι πάνω στο πεζούλι, ενώ ο χρόνος ύπουλα -φυσώντας απαλά στο ενδιάμεσο κενό- έχει ήδη προσθέσει δυο χρόνια παραπάνω στη ζωή της. [...]

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)







ΚΡΙΤΙΚΗ



Θυμάμαι όταν είχε κυκλοφορήσει ο «Λούσιας», το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Χουλιαρά, είχαν γίνει πολλές συζητήσεις και είχαν γραφτεί πολλά. Στους κριτικούς είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση το ύφος και η γλώσσα τού νιόφερτου στην πεζογραφία συγγραφέα, γνωστού μέχρι τότε για τη ζωγραφική και τα τραγούδια του. Εκείνο το μικρό παιδί, ο Λούσιας, έλεγαν, έβλεπε τα πράγματα γύρω του, καθώς τριγύριζε, μ' ένα διαφορετικό βλέμμα και τα αφηγούνταν με μια δική του γλώσσα, φαινομενικά αθώα αλλά παρά πολύ ουσιαστική. Φυσικά αν δεν υπήρχε ο Νίκος Χουλιαράς, δεν θα είχε υπάρξει ποτέ κι αυτός ο περίεργος μικρός Λούσιας. Είκοσι έξι χρόνια μετά, ο Χουλιαράς, κλέβοντας κάτι από το βλέμμα του μικρού, του ήρωα, εξακολουθεί να πορεύεται μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του, όταν δεν τις ζωγραφίζει επιπλέον. Οπως το τελευταίο του βιβλίο, με τα δεκαεφτά πεζογραφήματα και τις ισάριθμες ζωγραφιές.

Χρησιμοποιώ τον όρο πεζογραφήματα και όχι διηγήματα, σύμφωνα με τον ορισμό -ας τον πούμε έτσι- που έδωσε σ' αυτόν τον τρόπο συγγραφής λογοτεχνημάτων μικρής επιφάνειας ο Γιώργος Ιωάννου, ως πρώτος διδάξας. Ετσι λοιπόν τα πεζογραφήματα του Νίκου Χουλιαρά δεν διηγούνται μια ιστοριούλα με αρχή, μέση, τέλος, δεν ακολουθούν τη γραμμική αφήγηση, ούτε παρακολουθούν το χρόνο κατά πόδας. Βασίζονται πολύ στο χωνεμένο και αφομοιωμένο μέχρι το μεδούλι, βιωματικό υλικό, θέτουν σε λειτουργία τη διαδικασία της μνήμης, αναποδογυρίζουν διαρκώς το χρόνο, μπερδεύουν τα πρόσωπα και τους χώρους, συνομιλούν με το αφηγηματικό εγώ, αποδιαρθρώνουν τους αφηγηματικούς αρμούς. Ακόμη και η σύνταξη των προτάσεων είναι γνώριμη σε όσους έχουν διαβάσει τα έργα του Χουλιαρά. Μια σύνταξη προσωπική, με το ρήμα στο τέλος, και τις προτάσεις να επαναλαμβάνονται. Αποτέλεσμα: ένας εσωτερικός ρυθμός, μια πεζογραφική «μελωδία».

Εκτός όμως από την εσωτερική αυτή «μελωδία», υπάρχει και κάτι άλλο που καθορίζει τα πεζογραφήματα, αλλά και ολόκληρο, θεωρώ, το έργο του Νίκου Χουλιαρά: το βλέμμα του ζωγράφου. Ο κόσμος για τον Χουλιαρά αποτελείται από εικόνες που αυτός σαν ένας καλός θεατής τις περιγράφει, όταν δεν τις ζωγραφίζει, βάζοντας όμως σ' αυτές και τις πινελιές των προσωπικών του βιωμάτων. Οι ήρωές του μοιάζουν με καλοσχεδιασμένες φιγούρες μέσα σ' ένα ρευστό και υπαινικτικό σκηνικό. Ακόμα κι όταν το σκηνικό έχει και ρεαλιστικά στοιχεία, κάτι απρόβλεπτο θα γίνει που θα το υπονομεύσει. Αυτό συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα πεζογραφήματα του καινούριου του βιβλίου, στα οποία, επιπλέον, ο ήρωας και αφηγητής είναι ο ίδιος. Στο πρώτο πεζογράφημα ο αφηγητής μάς εισάγει στον προσωπικό χώρο του ήρωά του, ενός μεσήλικα δημιουργού, στο «Δωμάτιο με σκοτάδι», γεμάτο με τα σύνεργα της τέχνης του. Εκεί μας κάνει κοινωνούς και του τρόπου που αποφασίζει να γράψει τα πεζογραφήματα που πρόκειται να ακολουθήσουν αλλά και του θέματος που διαλέγει γι' αυτά. «Το θέμα τούτου του γραπτού; Ας πούμε ελεύθερο. Κάτι σαν το θέμα στις εκθέσεις της πρώτης Γυμνασίου» μας λέει. Η απόφαση για τη συγγραφή βγάζει τον ήρωα από το σκοτεινό του δωμάτιο, τον οδηγεί στον έξω κόσμο, τον μετατρέπει και πάλι σε θεατή των όσων συμβαίνουν εκεί. Τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί, αφού το θέμα είναι ελεύθερο, έτσι και ο αφηγητής μπορεί να περιγράφει ό,τι θέλει, όπως το θέλει, όποτε το θέλει, και μ' αυτόν τον τρόπο να κανοναρχεί και τον ήρωά που προσπαθεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα γύρω του. Αυτό το «γύρω» του εκτείνεται από το Ναυτικό Νοσοκομείο της οδού Δεινοκράτους, στην Αθήνα, έως τις απέναντι πολυκατοικίες, όπου και το ιδιότυπο «ταχυφαγάδικο», το ...SFALMA, το πολύ να κατηφορίσει προς τη Σπυρομήλιου, και λίγο παρακάτω. Βέβαια η γνωστή αυτή αθηναϊκή περιοχή μπορεί άρδην να ανατραπεί, κι εκεί, λόγου χάριν, που παρακολουθούμε το «παιδί της πιάτσας» Γιώργο Μπακατσούλα να βάφει το ταχυφαγάδικό του -την προβλήτα του χειμώνα δηλαδή, κατά τον αφηγητή-, μπαίνει σε λειτουργία ο μηχανισμός της μνήμης και μεταφερόμαστε, χρόνια πριν, στο 485 Τάγμα Διαβιβάσεων, στη Λάρισα. Το ταχυφαγάδικο βέβαια δίνει ευκαιρία στον αφηγητή να δημιουργήσει τα σκίτσα των θαμώνων, θησαυρίζοντας ταυτόχρονα κάποια επεισόδια της καθημερινότητάς τους, που δεν είναι παρά όψεις της καθημερινότητας της Αθήνας. Πάντα όμως αποσπασματικά, με το βλέμμα να πετάει πότε από δω και πότε από κει. Οπως γίνεται με την περίπτωση της Ευγενίας Βαλασκατζή στο πεζογράφημα «Το φίδι που ρωτάει». Εδώ ο συγγραφέας μοιάζει σαν να χρησιμοποιεί κινηματογραφικά τρικ. Αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι τον χρόνο και τον χώρο της Ευγενίας Βαλασκατζή. Αυτές οι αλλεπάλληλες αλλαγές δεν είναι τυχαίες. Φαίνεται να είναι η συνέπεια των ψυχολογικών διακυμάνσεων και ανησυχιών της ηρωίδας του πεζογραφήματος. Στο πεζογράφημα «Βρέχει στους δρόμους της Καραβατιάς» τα πρόσωπα βγαίνουν από μια παλιά φωτογραφία που βλέπει -βλέπουμε- ο αφηγητής, ο οποίος και μας τα παρουσιάζει. Στο πεζογράφημα «Το προσωρινό δένδρο» η τηλεοπτική εικόνα παίρνει τη θέση της αληθινής ζωής. Ο αφηγητής -και μαζί του κι εμείς- σαν έχουμε την κάμερα στα χέρια μας, παρακολουθούμε την ψευδεπίγραφη, τη στημένη ζωή, νύχτα Χριστουγέννων, στο Σύνταγμα, με το προσωρινό δένδρο στο κέντρο της πλατείας και τους ανθρώπους να συνωστίζονται για να γίνουν έστω και για δύο λεπτά τηλεοπτικοί «ήρωες», μέχρι που κάτι στραβώνει... Οσο για το πεζογράφημα «Οι ηθοποιοί της οδού Ξενίας», εδώ τα μοτίβα και τα σκηνικά αλλάζουν διαρκώς. Ταυτόχρονα ο αφηγητής - συγγραφέας μάς προσκαλεί να συμμεριστούμε τις αγωνίες της συγγραφής του πεζογραφήματος και γενικότερα της δημιουργίας. Από τα ωραιότερα του βιβλίου. Ορισμένα από τα πεζογραφήματα, με αφορμή ένα εύρημα ή μια ποιητική μεταφορά, δίνουν στον αφηγητή την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στο χρόνο και το θάνατο, όπως, λόγου χάριν, στο «Αληθινό μου σπίτι» ή στο «Πράγμα που θα το 'λεγαν Χειμώνα» και άλλα. Εκείνο πάντως που μένει όταν ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο, είναι η αίσθηση ότι ταξίδεψε σε κάποιους κόσμους που ενώ φαίνονται πραγματικοί άλλο τόσο μοιάζουν σαν να πετούν, όπως ένα παιδί πετάει τον χαρταετό του και ταυτόχρονα αγωνιά μήπως ο αέρας του τον ρίξει κάτω στη γη και τον καταστρέψει.



ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/04/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!