0
Your Καλαθι
Το εργαστήριο του ύπνου
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Το εργαστήριο του ύπνου είναι ένα μυθιστόρημα απολαυστικό που διαβάζεται από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία.
Είναι ένα κείμενο ευρηματικό, μια περιπέτεια που κινείται στα σύνορα του πραγματικού με το φανταστικό. Τις σελίδες του βιβλίου τις διατρέχει η αίσθηση ενός χιούμορ υπόκοφου και υπονομευτικού που κάνει το μυθιστόρημα να μοιάζει με ναρκοπέδιο.
Μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας κινείται αδιάκοπα η αφήγηση στο βιβλίο του Χουλιαρά, όπου ένας εξηντάχρονος συγγραφέας επιστρέφει στο γενέθλιο τόπο του, τα Γιάννενα, για να πιάσει από την αρχή παρτίδες με αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία έχουν φύγει εδώ και χρόνια από τη ζωή. Το Εργαστήριο του ύπνου είναι προφανώς η προσωπική Νέκυϊα του Χουλιαρά: μια κάθοδος στον Αδη των ανθρώπων που πίστεψε και λάτρεψε, μια περιπλάνηση ανάμεσα σε όλους εκείνους που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναδεί και να ξανασυναντήσει. Το κουβάρι αυτής της περιπέτειας ξετυλίγεται ενίοτε υπερβολικά αργά και η αφήγηση κάνει συχνά μεγάλες κοιλιές, επαναλαμβάνοντας με αμηχανία ευρήματα, τα οποία αν περιορίζονταν σε άπαξ χρήση, θα είχαν ασφαλώς καλύτερη τύχη. Η παντελής έλλειψη οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού, που είναι το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ατύχημα, αλλά ενσυνείδητη επιλογή, εφόσον έτσι εξυπηρετούνται λειτουργικά οι ανάγκες της ονειρικής δομής του κειμένου. Λειτουργικός επίσης είναι ο αυτοσαρκασμός του αφηγητή, που εφοδιάζει με βαθιές ανάσες την ανέλιξη της πλοκής και βοηθάει τα μάλα το ρυθμό της. Κι ένας τέτοιος ρυθμός οδηγεί με αρκετό νεύρο το ταξίδι του Χουλιαρά στον Κάτω Κόσμο, ακόμη κι όταν μπορούμε πολύ εύκολα να προβλέψουμε ποια θα είναι η τελική του μοίρα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το εργαστήριο του ύπνου αναπαριστά μια διαδικασία επιστροφής στον πρωταρχικό εαυτό. Ευθύς εξαρχής η αφήγηση τοποθετείται στον χώρο του ύπνου και του ονείρου. Το άχθος και η οδύνη του θανάτου είναι πασίδηλα σε όλη την περιδιάβαση και κατατρύχουν τον ήρωα-αφηγητή. Η επιστροφή αποσκοπεί στην καίρια συνάντηση και στο ξεκαθάρισμα των ανοιχτών λογαριασμών με τη μνήμη και το παρελθόν. Ενα παρελθόν το οποίο παρεισφρέει απροσδόκητα στον παρόντα χρόνο, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να τον ρημάξει. Ο ήρωας επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο για να κατανοήσει οριακά αμαρτήματα, να φωτίσει αναπάντητα ερωτήματα και προπαντός για να πάρει πίσω τα (χαμένα) χρόνια του. Επιθυμεί δηλαδή να αναβιώσει και να νοηματοδοτήσει την πρότερη ζωή του.
Τον ήρωα-αφηγητή παρακολουθεί πάντα κάποιος αθέατος από μακριά. Τον κατασκοπεύει ανελλιπώς. Είναι ο άλλος εαυτός ο αδικημένος; Η επίβουλη μοίρα; Το γεγονός μένει μέχρι τέλους αδιευκρίνιστο. Πάντως ο αφηγητής πασχίζει να βγει από την κατάσταση της ύπνωσης, τα επάλληλα υποστρώματα του ονείρου και να «κόψει τον καιρό μονοκόμματα στα δύο». Προς τούτο αποζητεί την αρωγή του τόπου, των αγαπημένων ή κάποιου παλιού έρωτα. Οταν αναδύεται όμως η πρώτη εκείνη αγάπη της εφηβείας, η Αλεξάνδρα, σαν τον Αινεία μπροστά στη Διδώ, ο πρωταγωνιστής στέκεται ανήμπορος να επαναλάβει «Agnosco veteris vestigia Flamae», «αναγνωρίζω τα ίχνη της παλιάς φλόγας», αφού όλα τα έχει σκεπάσει η τέφρα ενός χρόνου χαιρέκακου. Οι ήρωες του Χουλιαρά παραπέμπουν στα άλλα βιβλία του, κρατούν ακόμη και τα ίδια ονόματα. Εμφανίζονται ως ονειροφαντασίες, αχνές ζωγραφιές και σκιές. Φιγούρες ίδιες πάντα και απαράλλαχτες.
«Κατεβαίνω... χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια, μήτε ο καπνός μου που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού» επικαλούμαι τον Σεφέρη καθώς ο πρωταγωνιστής, σαν τον Οδυσσέα, κατέρχεται και αυτός στον άλλο κόσμο για να ανασκευάσει αλήθειες και πραγματικότητες και να διασωθεί. Μια αντίληψη παράστασης διέπει και χαρακτηρίζει τον αφηγηματικό κόσμο του Χουλιαρά. Τα πρόσωπα του βιβλίου λειτουργούν ως όργανα λοιδορίας και εμπαιγμού του ήρωα-αφηγητή. Ολα ξύνουν πληγές, κινούμενα απελεύθερα πλέον στα μυθικά Γιάννενα και παίζουν τα παιχνίδια τους πάντα στο ημίφως. Οι φωτοσκιάσεις αναδεικνύουν τα μεγέθη τους επίφοβα, άνισα και αλλοπρόσαλλα. Το μόνο όπλο, εφόδιο του αφηγητή για την αντιμετώπισή τους, το μπλοκ. Ακόμη και μέσα στο όνειρο επιτακτική προβάλλει η ανάγκη να καταγραφούν «τα πράγματα» για να μη δραπετεύσουν και απολεσθούν.
Η ποιητική ανασύσταση των μορφών και του τόπου με τη μουσικότητα μιας γλώσσας απαλής και βαθιάς υποδεικνύει το χαρακτηριστικό ύφος και τον μοναδικό συγγραφικό τρόπο του Ν. Χουλιαρά. Ο συγγραφέας δεν παύει να διακηρύσσει και εδώ Ζωή την άλλη φορά (σελ. 223), τον τίτλο του πρώτου του βιβλίου, ως πικρό παράπονο για τη διαπιστωμένη-αναβιωμένη πλέον απώλεια. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αφήγηση λειτουργεί θα έλεγα ως μια απόπειρα αναστολής της τελεσίδικης διεκπεραίωσης. Σε όλη τη διαπραγμάτευση του μυθιστορήματος ο χρόνος καταλύεται-εξαρθρώνεται και ανασυσταίνεται αδιάλειπτα, η δε πραγματικότητα λουφάζει κλεισμένη στο παιδικό δωμάτιο, αποσυρμένη σε μια μήτρα αρχέγονη, όπως ο πρωταγωνιστής-παιδί στον επίλογο του βιβλίου. Το εργαστήριο του ύπνου κατορθώνει να μας διασκεδάσει τον φόβο ότι «δεν έχει πλέον πλοίο για σε δεν έχει οδό». Συμπλεύσαμε μαζί του με νοσταλγία και συγκίνηση, έστω και αν συχνά μας οδηγούσε εκεί «όπου πάντα ο Αχιλλεύς στην τάφρο εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει».
Ανδρέας Μήτσου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 04-05-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ήδη, από το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Λούσιας» («Κέδρος» 1979), ο Νίκος Χουλιαράς έδειξε την προσήλωσή του σε ό,τι θεωρείται γενέθλιος τόπος και παιδική ηλικία. Εδειξε ακόμη τον ιδιαίτερο, σχεδόν ποιητικό τρόπο του να χειρίζεται τη γλώσσα καθώς και να οικοδομεί το υλικό του. Το κυρίαρχο όμως χαρακτηριστικό του πιστεύουμε ότι είναι ο εξωτερικός τρόπος της οπτικής του. Ενας τρόπος έντονα εικονογραφικός, που παραπέμπει στην άλλη του τέχνη, τη ζωγραφική. Γι' αυτό και δεν τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει ήρωες με χαρακτήρες, κατά τα κλασικά πρότυπα, αλλά περισσότερο να τους τοποθετήσει σαν καλοσχεδιασμένες φιγούρες μέσα σ' ένα υποβλητικό και υπαινικτικό σκηνικό, όπου τα επεισόδια δημιουργούν ένα χαλαρό είδος πλοκής, έτσι ώστε να επεμβαίνει όποτε χρειάζεται ο εξωτερικός αφηγητής, δηλαδή ο συγγραφέας, και να σχολιάζει τα συμβαίνοντα ή να δίνει το έναυσμα για να προχωρήσει ή και να ανατραπεί η πλοκή. Αυτός ο αφηγητής, που τον συναντάμε σε όλο, σχεδόν, το συγγραφικό έργο του Νίκου Χουλιαρά, είναι μοναχικός και προσπαθεί να «διαβάσει» τις εσωτερικές πλευρές του κόσμου, καθώς περιπλανάται μέσα στο χωρόχρόνο του. Μέσα απ' αυτήν την περιπλάνησή του αναδύονται, συνήθως, ψηφίδες ενός άλλου κόσμου, ο οποίος έχει πια χαθεί, και η γραφή καλείται να τον επανασυνθέσει και να του δώσει και πάλι ζωή.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά του «Το εργαστήριο του ύπνου» (εκδ. «Νεφέλη») ο Νίκος Χουλιαράς «μεταφέρει» το εργαστήριο του συγγραφέα σ' εκείνο του ύπνου, χρησιμοποιώντας δηλαδή τις δομές του ονείρου στον τρόπο που στήνει την αφήγηση του μυθιστορήματος. Δηλαδή, έλλειψη χρονικής αλληλουχίας, έλλειψη συνοχής στην υποτιθέμενη πλοκή, έλλειψη ηρώων, επεισόδια που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά και να πηγαίνουν στο πουθενά. Και βέβαια, ο γνωστός μας μοναχικός αφηγητής -αυτή τη φορά η ταυτότητά του είναι συγγραφέας-, ο οποίος περιπίπτει αίφνης σε μια ανεξήγητη κατάσταση ύπνου και αρχίζει την εν ύπνω πλέον περιπλάνησή του στο χρόνο και το χώρο, την οποία παρακολουθεί και ο αναγνώστης. Να σημειωθεί πως ο εν ύπνω πλάνητας συγγραφέας προσπαθεί να κρατήσει σημειώσεις για ό,τι περίεργο και ακατανόητο του συμβαίνει, προσπαθώντας να δώσει μια λογική εξήγηση, για να γράψει, πιθανόν, μια αληθοφανή ιστορία, χωρίς όμως να το κατορθώνει τελικά.
Το εύρημα των αφηγηματικών δομών του ονείρου δεν απελευθερώνει μόνον το μυθιστόρημα από τη δέσμευση των χρονικών αλληλουχιών, αλλά είναι κι ένα πρόσχημα για να παρέμβει ο αφηγητής και να μιλήσει για το Χρόνο, ως μια έννοια που προσλαμβάνεται διττά από τον άνθρωπο, δηλαδή ως συμβατικός, ημερολογιακός χρόνος και ως προσωπική εσωτερική βίωση και προσμετράται μόνο διά μέσου της μνήμης και των δικών της φορτίσεων και μεροληψιών. Διαβάζουμε συγκεκριμένα στη σελίδα 121: «Πέρασαν από τότε χρόνια πολλά, μα είναι σαν να μην πέρασε ούτε μία ώρα. Γιατί ο χρόνος είναι χυμένος σ' άγνωστο υλικό (προσοχή, εδώ άνω τελεία) άρχοντας είναι του τίποτα αλλά και του παντός». Από ένα σημείο και μετά, και συγκεκριμένα από τη μέση ηλικία, στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής, η μνήμη αποκτά τέτοιο χρονικό βάθος, ώστε η προηγούμενη ζωή του ανθρώπου να μοιάζει με όνειρο, υπερβαίνοντας, κάποιες φορές, τις ορατές διαστάσεις και αγγίζοντας μίαν άλλη, την οποία «βλέπει» ή «ακούει» μόνον ο συγκεκριμένος άνθρωπος, σαν να βρίσκεται σε ενύπνια κατάσταση.
Ετσι και ο αφηγητής του μυθιστορήματος του Νίκου Χουλιαρά «συναντιέται» με αγαπητά πρόσωπα που έχουν φύγει, κάνει μαζί τους συνομιλίες, μέσω των οποίων ανασυντίθεται η εποχή κατά την οποία ζούσαν, ή περιγράφονται γεγονότα, τα οποία είχαν συμβεί στην παιδική ή εφηβική ηλικία του αφηγητή, «επισκέπτεται» το γενέθλιο τόπο, όπου βέβαια έζησαν και τα φευγάτα αγαπημένα πρόσωπα, και αρχίζει να περιπλανάται σ' αυτόν, ο οποίος αλλάζει ανάλογα με τις μετατοπίσεις του χρόνου. Από το παρόν στο παρελθόν και τούμπαλιν, ώστε τελικά να θυμίζει σκηνή θεάτρου εποχής. Διαβάζουμε στη σελίδα 92: «Παρ' όλο που ήταν ακόμη σούρουπο, τα φώτα εκεί γύρω ήταν όλα αναμμένα, γι' αυτό και το μέρος έμοιαζε με σκηνή θεάτρου μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που δεν μπορούσες ακριβώς να καθορίσεις αν ήταν προς τα μπρος ή προς τα πίσω». Ωστόσο, όπως τα εν ύπνω όνειρα ορισμένες φορές είναι παράλογα, εξωφρενικά, έως και κωμικά, έτσι και η μεγάλη χρονική απόσταση που μεσολαβεί από τη βίωση των γεγονότων της ζωής μας έως την ανακύκλησή τους μέσω της μνήμης, μπορεί να τα αλλοιώσει και να τους δώσει άλλη χροιά. Ο συγγραφέας παίρνει υπόψη του αυτήν τη λειτουργία και χρωματίζει αρκετά από τα «ενύπνια» επεισόδιά του με κωμικές έως εξωφρενικές πινελιές. Φυσικά, από την περιπλάνηση του αφηγητή μέσα στο χρόνο και το χώρο δεν λείπουν τα απρόβλεπτα, τα οποία εντείνουν τη μόνιμη απορία του για όσα του συμβαίνουν.
Εν κατακλείδι ο Νίκος Χουλιαράς καταφέρνει να αναπαραστήσει με επιτυχία την ονειρική κατάσταση και τις χρονικές ασυνέχειες που αυτή προκαλεί, με στόχο, πίσω απ' όλες αυτές τις αγωνιώδεις κάποτε διαδρομές, να μιλήσει για το Χρόνο, για το ταχύτατο και ακατανόητο πέρασμά του, για τις απώλειες που προκαλεί και βέβαια, για το θάνατο, αφού η συνομιλία ζωής και θανάτου είναι πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα. Ωστόσο, το μυθιστόρημα θα ήταν πιο σφιχτοδεμένο και ορισμένα εξαιρετικά επεισόδια, όπως οι συναντήσεις με τον πεθαμένο πατέρα ή η συνάντηση με τη Θάλεια ή οι προσπάθειες αναζήτησης του καινούργιου, μεταθανάτιου, πατρικού σπιτιού, θα είχαν μεγαλύτερη δραστικότητα, αν έλειπαν ή αν περιορίζονταν κάποια άλλα, σαφώς πιο αδύναμα και ολίγον φλύαρα, όπως αυτό του νοσοκομείου ή της ανάθεσης συγγραφής βιβλίου για το νησί. Παρ' όλα αυτά, η γενικότερη υποβλητική και ποιητική αίσθηση του μυθιστορήματος δεν μειώνεται.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις