Γιώργος Ιωάννου
Περιγραφή
Γιώργος Ιωάννου της διδασκαλίας. Ο Γιώργος Ιωάννου της περιπλάνησης και της μοναξιάς. Ο Γιώργος Ιωάννου της στιχουργικής. Ο
Γιώργος Ιωάννου θύμα ενός αδόκητου θανάτου. Η εξιστόρηση μιας ζωής πλήρους από ήρεμη μεγαλοσύνη.
Φέτος, ένα βιβλίο. Eίκοσι χρόνια από τον θάνατό του.
Από τη γέννηση (20 Νοεμβρίου 1927), μέχρι τον θάνατο (16 Φεβρουαρίου 1985), η περιπέτεια μιας ολόκληρης ζωής που έχει
διανύσει την απόσταση από τη λύπη μέχρι την αναγνώριση. Από την εναγώνια προσπάθεια αναζήτησης της αυτοπροσωπίας μέχρι την
καταξίωση. Από την επίμονη και επίπονη καταβύθιση μέχρι την ακεραίωση του προσωπικού και λογοτεχνικού Είναι. Κι από κοντά,
γνώμες και απόψεις ομοτέχνων και ειδικών της λογοτεχνίας. Το κοινωνικό και λογοτεχνικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Μιας
ορισμένης εποχής της Θεσσαλονίκης και μιας ορισμένης εποχής της Ελλάδας, ταλαίπωρης και ταλαιπωρούσας. Ο σφυγμός του καιρού,
που τον κατανόησε ο συγγραφέας και μας τον έδωσε ως πολύτιμο κοινό κτήμα.
Μια γοητευτική αφήγηση της προσωπικότητας του Γιώργου Ιωάννου είναι αυτό το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη. Ένα
παρακολούθημα της ηδύτητας, δοσμένο με την χάρη εκείνου που γνώρισε και αγάπησε τον δημιουργό και το έργο του. Δεν είναι
απόδοση οφειλόμενης -έτσι κι αλλιώς- τιμής σ’ έναν άνθρωπο που λείπει από τις μέρες μας. Είναι λογοτεχνία για μια ζωή
λογοτεχνημένη. Που τεχνήθηκε, δηλαδή, από την αγάπη για τον λόγο. Τον γραπτό λόγο. Βιβλίο προς βιβλίο και όχι χρόνο με τον
χρόνο. Η Έλενα Χουζούρη γράφει για τον Γιώργο Ιωάννου συνομιλώντας με την παρουσία του μέσα στον καιρό και μέσα από τον
καιρό. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να μην ξεχνάς. Γιατί αξίζει στον Γιώργο Ιωάννου -φέτος 20 χρόνια από τον θάνατό του-
να τον γνωρίζεις διαρκώς. Θεραπεύοντας τα «πολλαπλά κατάγματα» της μνήμης.
Η Έλενα Χουζούρη για το βιβλίο της:
«Με τον Γιώργο Ιωάννου έχω μια «σχέση» που αρχίζει γύρω στα 1980. Τον γνώρισα ως νεαρή δημοσιογράφος, ήδη κατακτημένη
από τα γράμματα και το βιβλίο. Ένα είδος πνευματικού πατέρα μαζί με τον άλλον, μεγάλο της πεζογραφίας μας, χαμένος άδικα κι
αυτός, τον Αλέξανδρο Κοτζιά. Με τον Ιωάννου μας ένωνε και η κοινή γενέτειρα. Γεμάτος βιώματα αυτός, ελάχιστα εγώ,
μεγαλωμένη στην Αθήνα. Η γενέτειρα για μένα πήρε μορφή, σχήμα, φωνή μέσα από τα βιβλία και τα λεγόμενά του. Όταν έφυγε, με
τον μοιραίο εκείνο τρόπο, ρίχτηκα με πάθος να αποκαλύψω την βαθιά σχέση των γραπτών του μ’ αυτήν. Κάτι σαν χρέος. Αποτέλεσμα
η πρώτη μου σχετική μελέτη, μια δεκαετία από την φυγή του στο άγνωστο. Καθώς πλησίαζαν τα είκοσι χρόνια, η επιθυμία να τον
ξανατιμήσω γύριζε στο μυαλό μου. Η πρόταση των εκδόσεων «Ηλέκτρα» ήρθε μαγικά να δώσει σχήμα στις σκέψεις μου. Άνοιξα πάλι
τα βιβλία του, άκουσα τη φωνή του, ταξίδεψα στους τόπους της πρώτης και της δεύτερης πατρίδας μου, κι ο Ιωάννου ήταν και
πάλι ολοζώντανος. Αυτήν τη φορά πήρα το νήμα από την αρχή της ζωής του και το έφτασα μέχρι την χιονισμένη 16η Φεβρουαρίου
που επέστρεψε στη μητέρα πατρίδα. Ένα οδοιπορικό ζωής ανάμεσα στην επιθυμία και τη γραφή, αυτό υπήρξε και αυτό θα
εξακολουθήσει να υπάρχει. Πάντα παρών για όσους τον γνώρισαν και όσους θα τον γνωρίσουν μέσα από τα γραπτά του. Για να
ξεδιψάνε και να αντέχουν τη συνέχεια της δικής τους ζωής.»
Απόσπασμα από το βιβλίο
Από το κεφάλαιο Επιστροφή στη Γενέτειρα
Στις 18 Φεβρουαρίου 1985 ο Γιώργος Ιωάννου επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη. Χιονίζει. Λευκές νιφάδες σκεπάζουν απαλά το
Σέιχ Σου, το ξανθωπό βουνό των ξανθομάλλικων παιδικών του χρόνων, από τη μεριά της γκρίζας θάλασσας φαίνεται να έρχεται η
τρελή Ρωσίδα με το κάτασπρο μακρύ της φόρεμα και το λευκό πέπλο, κρατώντας στο προτεταμένο χέρι το άσπρο λουλούδι του
Ευαγγελισμού, στο μεταξύ κι ενώ το χιόνι πυκνώνει και ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί προς την καινούρια του κατοικία, κόσμος
αρχίζει να συρρέει προς την Πλατεία Αγίας Σοφίας. Σαρώνοντας τις γειτονιές, κατεβαίνουν τα παιδιά, κι όχι μόνον, του Κουλέ
Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου, από τον Βαρδάρη πάλι έρχεται ξυπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα,
σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Εφτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ, αντίθετα, από
ανατολικά καταφθάνουν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η
Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, και η μακρινή Καλαμαριά. Κι ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί, η ομίχλη και το χιόνι πυκνώνουν, αλλά
εκείνος χαίρεται και αγαλλιάται γιατί επιτέλους το σώμα του γίνεται σώμα της αγαπημένης πόλης, η μύτη του είναι πια το
Μεγάλο Καράμπουρνου, το πιγούνι του το Μικρό Καραμπουρνάκι, το Εφταπύργιο είναι το κεφάλι του, τα σπαστά καστανά του μαλλιά
τα σκουριασμένα βορινά της τείχη με τους κουλέδες, το ένα του μάτι η Μονή Βλατάδων με τα ονειρευτά παγώνια, το άλλο η Άσπρη
Πέτρα, τα τείχη οι γραμμές του σώματός του. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που επέρχεται η πολυπόθητη ένωση των δύο σωμάτων,
μέσα από τις λευκές νιφάδες του χιονιού, ακούγεται μέγας καλπασμός και εμφανίζεται ο Άγιος Δημήτριος καβαλάρης. Με χέρι
προτεταμένο κάνει το σχήμα του σταυρού και από ψηλά ευλογεί την αιώνια ένωση του Νυμφίου με τη Νύμφη του Θερμαϊκού.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις