0
Your Καλαθι
Ανθολογία Μακεδόνων Ποιητών 1860-1913
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Χρειάστηκαν 33 χρόνια έρευνας πρωτογενούς υλικού για να συγκροτηθεί αυτό το βιβλίο. Οι ποιητές του βιβλίου χωρίς θεαματικές επιδόσεις, δημιούργησαν μια νέα ποιητική πραγματικότητα κυρίως στη Θεσσαλονίκη που μετά το 1930 άρχισε να αποδίδει ουσιαστικότερους καρπούς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Έρημη χώρα χαρακτηρίζει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος στις Σελίδες αυτοβιογραφίας του τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη πριν από το 1920. Μύθο που εδώ και καιρό ανασκευάζει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, ο Ντ. Χριστιανόπουλος, τον οποίον απασχολεί γενικότερα η πνευματική ζωή της πόλης του αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας. Με βιβλιογραφίες, μελέτες και ανθολογίες χαρτογραφεί συστηματικά την ευρύτερη περιοχή συγκεντρώνοντας τις ψηφίδες της ιστορικής διαδρομής που έφερε τη μετέπειτα άνθηση. Στο πρόσφατο πόνημά του αναζητεί τους παλαιούς μακεδόνες ποιητές στη διάρκεια των έξι τελευταίων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας. Τέσσερις γενιές μετρά από τη σημαδιακή χρονιά του 1850, όταν ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο τυπογραφείο του Μιλτιάδη Γκαρμπολά, μάλλον ορθότερα από την αμέσως επόμενη δεκαετία, οπότε και σημειώθηκαν τα πρώτα γηγενή ποιητικά σκιρτήματα, ως την επιφανέστερη λογοτεχνική γενιά της συμπρωτεύουσας, αυτήν που εμφανίστηκε τη δεκαετία του '30.
Στην ανθολογία του ο Ντ. Χριστιανόπουλος αναφέρεται κυρίως σε θεσσαλονικείς ποιητές, συμπεριλαμβάνει όμως και τους λοιπούς Μακεδόνες, τουλάχιστον όσους συνέθεσαν ποιήματα στην ελληνική. Όπως μια ανθολογία αρχαίων επιγραμματοποιών περιλαμβάνει τους Θεσσαλονικείς Αντίπατρο και Φίλιππο, ομού μετά των Μακεδόνων Αδαίου και Παρμενίωνα, με κοινό πρόγονό τους τον σημαντικότερο επιγραμματοποιό της αλεξανδρινής εποχής, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα της Μακεδονίας, παρομοίως ο Ντ. Χριστιανόπουλος, ασχολούμενος με τον καιρό της Τουρκοκρατίας, συγκρατεί τον μακεδονομάχο Αλέξανδρο Σάλτα δίπλα στον τελικά σλαβόφωνο Γρηγόριο Σταυρίδη από την Αχρίδα και ως πρωτεύσαντα στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό του 1860 ή τον Τουρκαλβανό Αμπεντίν πασά, ανθολογώντας την ποίησή τους στην ελληνική.
Δυσχερές το έργο του ερευνητή, καθώς σε ιστορίες και γραμματολογίες απουσιάζουν ολοσχερώς οι μακεδόνες ποιητές αυτής της περιόδου, όχι τόσο γιατί κρίνονται ήσσονες ή και τελείως ασήμαντοι, αλλά μάλλον γιατί η Μακεδονία των γραμμάτων, ιδίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εμφανίζεται ως terra incognita. Ενδεικτική η βιβλιογραφία που παραθέτει ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η οποία απαρτίζεται από μακεδονικά έντυπα ή ακόμη από παλαιότερες εκδόσεις της Θεσσαλονίκης, προ πολλού εκτός εμπορίου και ανέκαθεν δυσπρόσιτες στον κάτοικο της πρωτεύουσας.
Της ανθολογίας προτάσσεται εισαγωγή, όπου και σκιαγραφείται το υπό εξέτασιν τοπίο. Ακολουθούν τα λήμματα για τους ανθολογούμενους ποιητές, ταξινομημένα κατά αστικά κέντρα· όσοι γεννήθηκαν ή συνδέθηκαν με τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια οι ποιητές εννέα συνολικά μακεδονικών πόλεων, ορισμένων ελληνικών και κάποιων εκτός συνόρων. Σε χρονική τάξη παρατάσσονται οι συντοπίτες ποιητές. Για καθένα δίνονται, κατά το δυνατόν, πληρέστερα βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφία, αν εντοπίστηκε, ή και μόνο τα εξώφυλλα των ποιητικών τους συλλογών. Ο ανθολόγος εντάσσει τον ποιητή στα ρεύματα της εποχής του και επισημαίνει επιδράσεις, αξιολογεί τις επιδόσεις του και σχολιάζει το γλωσσικό ύφος. Μετά παραθέτει εκτενή αποσπάσματα περισσοτέρων ποιημάτων, ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώσει τη δική του γνώμη.
Παραδόξως, τον σπόρο της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής τον φέρνει στη Θεσσαλονίκη η λευκαδίτισσα δασκάλα Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου την περίοδο που διευθύνει το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της πόλης, 1863-1870 (με την ευκαιρία, ας επαναλάβουμε για ακόμη μία φορά τους θησαυρούς πληροφοριών που κρύβουν τα βιβλία γύρω από τη Θεσσαλονίκη του εκπαιδευτικού Κώστα Τομανά). Ίσως όμως, όπως παρατηρεί ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η επιρροή της Σαμαρτζίδου να εμπόδισε τους θεσσαλονικείς ποιητές να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο. Ας σημειώσουμε ακόμη ότι ο γιος της, Χριστόφορος Σαμαρτζίδης, είναι ο μοναδικός από τους ανθολογούμενους που αναφέρεται στην Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά, και πάλι όχι ως ποιητής αλλά ως μεταφραστής του Ομήρου.
Δεκατρείς ποιητές καταγράφονται στη Θεσσαλονίκη, με πρώτο τον δημοτικιστή και φίλο τού Σουρή, Χαρίτωνα Παπουλιά. Ακολουθούν ο σατιρικός ποιητής Αριστείδης Αυξεντιάδης, ο γιος τού Παπουλιά, Γεώργιος, ο Ζακύνθιος Μαρίνος Κουτούβαλης, ο πρώτος αφροδισιολόγος γιατρός της Θεσσαλονίκης, μάλλον θεατρικός συγγραφέας παρά ποιητής, ο χρονογράφος Γεώργιος Παπανικολάου, ο ιστοριοδίφης Χρήστος Γουγούσης, ο Μιχ. Γεωργιάδης, ο μακεδονομάχος Αλέξανδρος Σάλτας, ο μποέμ Κωστής Σταματόπουλος, ο Γεώργιος Χαλκιάς με τα πατριωτικά ποιήματά του και ο Αιμίλιος Ελευθεριάδης, κατόπιν Ριάδης, γνωστός ως μουσικός. Εν μέσω αυτών και δύο κυρίες: η Μαρία Οθωναίου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, της οποίας το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα που εντοπίστηκε μάλλον δεν συνιστά ικανό στοιχείο για ανθολόγηση, και η γοητευτική δασκάλα Αγλαΐα Σχινά, συνάδελφος για ένα διάστημα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου.
Εκτός Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι δύο ποιητές του Μοναστηρίου: ο δάσκαλος Πέτρος Κυριαζής, που έγραψε ποιήματα «με έντονο πατριωτισμό και εθνική διάθεση», και ο λόγιος Γεώργιος Σαγιαξής, με τα «μεγάλα ελευθερόστιχα πατριωτικά ποιήματα», ο πρώτος μακεδόνας ποιητής στον οποίον άνοιξαν τις στήλες τους τα αθηναϊκά έντυπα, ο οποίος και αναμένει τον μελετητή του. Πιθανώς αυτοί οι δύο να είναι και οι επιφανέστεροι των μακεδόνων ποιητών αυτής της πρώιμης περιόδου.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-10-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι αλήθεια ότι από τη στιγμή (1983) που ο Ντίνος Χριστοανόπουλος ανέστειλε την έκδοση της Διαγωνίου, του περιοδικού με το οποίο ταυτίστηκε για μια μεγάλη περίοδο ως λογοτεχνική οντότητα -ποιητής, δοκιμιογράφος και πεζογράφος- διοχέτευσε τη δραστηριότητά του προς τον εντοπισμό και τη διάσωση των ιστορικών εκείνων στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη σύσταση του πολιτισμικού χάρτη της Θεσσαλονίκης κατ' αρχάς και του ευρύτερου μακεδονικού χώρου έπειτα. Αν διατρέξουμε τις σχετικές βιβλιογραφικές και ιστοριογραφικές έρευνές του, οι οποίες αποτελούν στην κυριολεξία πρωτογενείς πηγές για τη σπουδή της βορειοελλαδικής ταυτότητας μετά το 1850, μπορούμε νομίζω να διακρίνουμε την ιστοριοδιφική του προτίμηση για τον κύκλο που αφορά τα εκδοτικά. Από την καταγραφή των ελληνικών τυπογραφείων και ελληνόγλωσσων εφημερίδων στην ύστερη περίοδο της τουρκοκρατίας, ώς τον εντοπισμό των λογοτεχνικών περιοδικών και των εν γένει βιβλίων λογοτεχνίας στην ίδια χρονική περίοδο, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στις άλλες πόλεις της ενδοχώρας. Καταγραφές που, σημειωτέον, δεν παύει να τις αναθεωρεί και να τις πλουτίζει με νέα στοιχεία.
Η φιλέρευνη ενασχόλησή του Χριστιανόπουλου με την πολιτισμική παραγωγή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου μπορεί να εντάθηκε μετά το 1983, όχι όμως ότι δεν προϋπήρξε. Οπως και ο ίδιος αναφέρει, για τη σύνταξη της «Ανθολογίας Μακεδόνων Ποιητών, 1860-1913» χρειάστηκε τριάντα τρία χρόνια αναζήτησης και ελέγχου ενός πρωτογενούς υλικού το οποίο είχε εγγενείς δυσκολίες ως προς την κριτική του αποτίμηση, αλλά και ανυπέρβλητα σχεδόν εμπόδια, λόγω της σχετικής ανυπαρξίας διαθέσιμων πληροφοριών, εργοβιογραφικών στοιχείων και βιβλιογραφικών αναφορών. Αποτέλεσμα, η συγκέντρωση είκοσι τριών ποιητών και ποιητριών από τη Θεσσαλονίκη, την Αχρίδα, τον Ολυμπο, την Καβάλα, τη Βέροια, τα Σκόπια, το Μοναστήρι, την Καστοριά, τον Βελβενδό και την Κοζάνη. Πράγμα που δείχνει ότι για τον ανθολόγο το κριτήριο της γραφής στην ελληνική γλώσσα ήταν πρωταρχικό και για τούτο η «επέκτασή» του σε πόλεις που σήμερα είναι εκτός της επικράτειας, αλλά που τότε το ελληνικό στοιχείο είχε δεσπόζουσα παρουσία σ' αυτές, συνυπάρχοντας με άλλες εθνοτικές ομάδες. Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι μια ιστορική περίοδος υψίστης σημασίας για τη Βαλκανική, αφού η ενεργοποίηση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της συντελέστηκε τη στιγμή που η παρακμάζουσα «οθωμανική αυτοκρατορία αναγκάστηκε να [τους] παραχωρήσει ορισμένα προνόμια, υποκύπτοντας σε πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων (σελ. 9).
Ασφαλώς στην επιλογή του 1850, ως σημείου καμπής για τη δημιουργία μιας εθνοκεντρικής παιδείας και, κατά προέκταση, την εξάπλωση της αλυτρωτικής συνείδησης, συνέβαλε σημαντικά και η εμφάνιση των πρώτων ελληνικών τυπογραφείων, με άμεση συνέπεια την αλματώδη αύξηση των εκδόσεων εφημερίδων και βιβλίων. Πράγματι, αν ώς τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η κίνηση των ιδεών στη Μακεδονία πραγματοποιείται κυρίως μέσω την εμπόρων/λογίων της διασποράς, η εγκατάσταση των τυπογραφείων μεταμόρφωσε κυριολεκτικά τις διαπλαστικές δυνατότητες της ελληνόγλωσσης παιδείας, περνώντας τα γνωστικά της αντικείμενα -επιστημονικά, παιδαγωγικά και φιλολογικά- σ' ένα καταφανώς ευρύτερο κοινό. Αυτό είναι εμφανές και στην Ανθολογία Μακεδόνων Ποιητών, όπου ο Χριστιανόπουλος δεν επέλεξε -και σωστά- μόνο «πεπαιδευμένους» ποιητές, οι οποίοι είχαν ως γλωσσικό και αισθητικό τους πρότυπο τη ρητορική του αθηναϊκού ψευδορομαντισμού, μα και ποιητές που βγαίνουν περισσότερο από τη δημώδη παράδοση και που έχουν μια αμεσότερη σχέση με την καθομιλουμένη, όπως ο Χαρίτων Παπουλιάς, ο Αλέξανδρος Σάλτας και ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης.
Οπως κάθε ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων διατρέχεται από το γούστο και τα κριτήρια του ανθολόγου της, έτσι και αυτή η συγκέντρωση των παλαιότερων Μακεδόνων ποιητών προβάλλει ορισμένα κοινά σημεία, γύρω από τα οποία ο Χριστιανόπουλος κατά τα φαινόμενα έχει οργανώσει τις επιλογές του. Πρώτα, ευνόησε τα γραμμένα στη δημοτική ή στην τότε απλοελληνική ποιήματα και όχι εκείνα της καθαρεύουσας. Επειτα, έκλινε προς τη λιτή και νοηματικά εύληπτη και όχι προς τη σκοτεινή έκφραση. Και, τέλος, ανέδειξε τα στιχουργήματα που έχουν ως θέμα τους τα ερωτικά συναισθήματα και τη διακωμώδηση των κοινωνικών ηθών. Βέβαια, ως προς τη διακωμώδηση πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι έτσι κι αλλιώς το στοιχείο της σάτιρας πλεονάζει στην ποίηση αυτής της περιόδου. Προπάντων, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής σάτιρας μετά το 1870, την ανάλογη καταλυτική συμβολή του Γεωργίου Σουρή, καθώς και την πληθώρα των διαφόρων εντύπων του είδους, τα οποία και εξέφραζαν στις περισσότερες περιπτώσεις αντιαυταρχικές πολιτικές θέσεις.
Από την άλλη μεριά, τόσο τα ερωτικά ποιήματα όσο και τα σατιρικά δείχνουν να παίρνουν πολλά στοιχεία, ως προς το γλωσσικό τους ρυθμό και τη μετρική τους, από το δημοτικό τραγούδι. Και μάλιστα σε μια ιστορική στιγμή, που ο ανερχόμενος εθνισμός δημιουργεί στη μακεδονική ενδοχώρα καινούργιους ήρωες και θρυλικές μορφές, ενισχύοντας έτσι την ιδεολογία του αλυτρωτισμού απέναντι στην τουρκική κυριαρχία. Κάτι που μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά όχι μόνο στους «ελάσσονες» αλλά και στους «μείζονες» των ποιητών αυτής της ανθολογίας: λόγου χάριν, στον Μαρίνο Κουτούβαλη, στον Ιωάννη Κωνσταντινίδη και στον Γρηγόριο Σταυρίδη.
Οπωσδήποτε το κρίσιμο ερώτημα που συνδέεται άμεσα με το εγχείρημα της ανθολογίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου βρίσκεται στο αν οι ποιητές αυτοί συνιστούν με το έργο τους ένα μεταβατικό στάδιο, που συνέβαλε στη μετά το 1920 ανάπτυξη, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, ενός ποιητικού λόγου συγχρονισμένου με τα αισθητικά δεδομένα των αρχών του εικοστού αιώνα. Νομίζω ότι εδώ μπορούμε να απαντήσουμε με δύο τρόπους. Πρώτα, τονίζοντας ότι πράγματι κάποιοι,ελάχιστοι, από τους ποιητές που αναφέραμε προηγουμένως -ας πούμε, ο Γεώργιος Σαγιαξής- έχουν ήδη αποκτήσει μια θέση στο γραμματολογικό χάρτη του ευρύτερου ελληνικού 19ου αιώνα, αν και όχι ευδιάκριτη. Επειτα, και αυτό άλλωστε είναι το βασικότερο, η μετά το '20 άνθηση των γραμμάτων, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως η Κοζάνη και η Καβάλα, θα ήταν αδύνατη αν δεν ρίζωνε σε έδαφος που είχε από πριν προετοιμαστεί από περιοδικά όπως ο Αριστοτέλης (1889-1890), από πεζογράφους όπως ο Γεώργιος Μόδης, από ερευνητές, όπως ο Πέτρος Παπαγεωργίου και από λόγιους δημοσιογράφους, όπως ο Χρ. Γ. Γουγούσης. Και με την έννοια αυτή είναι σωστή η επισήμανση του Χριστιανόπουλου, ότι «οι ποιητές του βιβλίου, χωρίς θεαματικές επιδόσεις, δημιούργησαν μια νέα ποιητική πραγματικότητα [...] που μετά το 1930 άρχισε να αποδίδει ουσιαστικότερους καρπούς».
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις