Τα Σεπτεμβριανά
Περιγραφή
Περιεχόμενα:
Χρονικόν της καταστροφής
Απορίαι και συμπεράσματα
Έκτασις των ζημιών και αποζημιώσεις
Παράρτημα
Χάρτης των Ελληνικών κοινοτήτων της Κωνσταντινουπόλεως
Κριτική:
Μια πρόδρομη ιστοριογραφική έρευνα
Το έτος 2000, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών εξέδωσε το βιβλίο Τα Σεπτεμβριανά (Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη 1955): Συμβολή στην πρόσφατη ιστορία των ελληνικών κοινοτήτων. Πρόκειται για τη δεύτερη εκδοτική συμβολή του Κέντρου στην ευρύτερη θεματική, μετά το ιδιαίτερα σημαντικό έργο του Αλέξη Αλεξανδρή, The Greek Minority of Istanbul and Greek - Turkish Relations 1918-1974, που εκδόθηκε το 1983. Οπως εξηγώ στο εισαγωγικό σημείωμα που υπογράφω, το κείμενο, που αποτελεί τον κορμό των Σεπτεμβριανών, μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια στον Χριστόφορο Χρηστίδη. Το όνομά του πιθανότατα είναι σήμερα άγνωστο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Αξίζει, λοιπόν, να φωτιστούν κάπως η προσωπικότητα και το έργο του.
Ο Χριστόφορος Χρηστίδης (1899-1982), δικηγόρος το επάγγελμα, υπήρξε σπάνια περίπτωση ενεργού πολίτη, ο οποίος επί μισό αιώνα δημοσίευσε με παρρησία και μαχητικότητα τις απόψεις του για σοβαρά ζητήματα της νεοελληνικής πραγματικότητας. Μια πρώτη ματιά στο πολύπλευρο συγγραφικό, μεταφραστικό και εκδοτικό έργο του φανερώνει τα τρία μεγάλα θέματα που τον απασχόλησαν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του: το γλωσσικό ζήτημα, ιδίως από τη σκοπιά της εισαγωγής της δημοτικής στα νομικά, η πρόσφατη ελληνική Ιστορία και το αδιάλυτο πλέγμα του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με τα ελληνοτουρκικά ο Χρηστίδης άρχισε να απασχολείται συστηματικά από το φθινόπωρο του 1953, οπότε τοποθετήθηκε σύμβουλος στη Γενική Διεύθυνση Τύπου του υπουργείου Προεδρίας. Από τη θέση αυτή υπέβαλε σειρά από υπομνήματα προς την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου, η οποία ήδη προσανατολιζόταν προς τη διεθνοποίηση του Κυπριακού Ζητήματος με την κατάθεση της πρώτης ελληνικής προσφυγής στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Διατηρώντας στενή επαφή με τη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, ο Χρηστίδης απηύθυνε επανειλημμένες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που θα διέτρεχαν η ρωμιοσύνη της Πόλης και η γενικότερη πορεία των στενών, τότε, ελληνοτουρκικών σχέσεων από άστοχους χειρισμούς σε δύο σοβαρά θέματα, στη μεταχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη και στο Κυπριακό. Οι εισηγήσεις του Χρηστίδη σχετικά με τη βελτίωση των όρων διαβίωσης της μουσουλμανικής μειονότητας βρήκαν κάποια απήχηση. Η πρότασή του, όμως, για έγκαιρη συνεννόηση Αθήνας - Αγκυρας, προτού το Κυπριακό τεθεί στα Ηνωμένα Εθνη, αποκρούστηκε από τους υπεύθυνους για το χειρισμό του ζητήματος, οι οποίοι επέμεναν να το αντιμετωπίζουν ως καθαρώς ελληνοβρετανική διαφορά και να εθελοτυφλούν απέναντι στο ενδεχόμενο τουρκικής ανάμειξης.
Τακτικός επισκέπτης της Κωνσταντινούπολης, ο Χρηστίδης είχε την ευκαιρία να αφουγκραστεί τους φόβους και τις ελπίδες της ρωμαίικης μειονότητας. Οπως αναγνώριζαν οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της, η θέση της είχε βελτιωθεί αισθητά μετά τον πόλεμο, ιδίως μετά την άνοδο στην εξουσία του Δημοκρατικού Κόμματος, τον Μάιο του 1950. Περίπου δέκα χρόνια μετά την επιβολή του εξοντωτικού έκτακτου φόρου περιουσίας (varlik), η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα είχε αναθερμανθεί και η κοινότητα, παρά τη δημογραφική της κάμψη, γνώριζε περίοδο σημαντικής οικονομικής και κοινωνικής ανόδου. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε διάχυτη ανησυχία μήπως τα διαφαινόμενα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οδηγήσουν σε μεταστροφή των τουρκικών διαθέσεων και νέο οικονομικό διωγμό. Ηδη από το 1953, με αφορμή τον θόρυβο για την κατάσταση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, διατυπώνονταν ανοιχτά απειλές για αντίποινα σε βάρος της ελληνικής ομογένειας. Οι προειδοποιήσεις και οι απειλές, ακόμα και προς το Πατριαρχείο, έμελλε να πυκνώσουν κατά τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς το Κυπριακό ήλθε στο προσκήνιο, με μοιραία επακόλουθα για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Τον Ιούλιο του 1955, ο Χρηστίδης βρέθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, για να επιμεληθεί την υπόθεση σημαίνοντος Τούρκου πελάτη του. Με την ευκαιρία, συναντήθηκε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον γενικό πρόξενο της Ελλάδας, εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας και απλούς Ρωμιούς. Παρά τις καθησυχαστικές εκτιμήσεις των «επίσημων» κύκλων, ο Χρηστίδης δεν άργησε να συλλάβει τα προμηνύματα της επερχόμενης καταστροφής.
Λίγο μετά την επιστροφή του, συνόψισε τις σκέψεις του σε άρθρο στην Καθημερινή, με τίτλο «Εκκλησις προς Ελληνας και Τούρκους αρμοδίους». Στο κείμενο αυτό, ο Χρηστίδης προειδοποιούσε με εκπληκτική οξυδέρκεια τους αναγνώστες του: «Δεν απέχομεν πλέον πολύ από την γενίκευσιν εκδηλώσεων απροκαλύπτου εχθρότητος...
Ο κίνδυνος βιαίων εξελίξεων καθίσταται άμεσος», για να διαπιστώσει πικρά λίγες γραμμές παρακάτω: «Κανείς βεβαίως σοβαρός Ελλην ή Τούρκος δεν επιθυμεί να φθάσουν τα πράγματα μέχρι του ανεπανορθώτου. Και κανείς όμως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι ευρισκόμεθα ήδη πολύ πλησίον κάποιου ανεπανορθώτου».
Σε διάστημα μικρότερο των τριών εβδομάδων η ρωμιοσύνη της Πόλης υπέστη τον διωγμό της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Εχοντας προβλέψει την καταστροφή, ο Χρηστίδης επιχείρησε με σειρά άρθρων να αποσαφηνίσει τα ουσιώδη στοιχεία της νέας κατάστασης: α) την ανατροπή της ελληνοτουρκικής συνεννόησης· β) την αποκάλυψη του ρόλου της τουρκικής κυβέρνησης στον σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του ανθελληνικού διωγμού· γ) την ανάγκη να διαμορφωθεί η συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων «πάνω σε στερεότερες βάσεις»· και δ) την αποκάλυψη της βρετανικής συνενοχής στα γεγονότα της Πόλης. Στο πρώτο από τα άρθρα αυτά, που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 28 Σεπτεμβρίου 1955, ο Χρηστίδης τόνιζε: «Το ουσιώδες δεν είναι να πληροφορήσωμεν απλώς τους τρίτους περί του μεγέθους των υλικών καταστροφών των Ελλήνων της Πόλης, περί της αντιχριστιανικής μανίας, ήτις κατέστρεψε τας εκκλησίας, περί της θηριωδίας ήτις εσύλησε τους τάφους και εσκόρπισε τα κόκκαλα εις τους δρόμους.
»Βεβαίως, αυτά όλα θα πρέπει να καταγράφουν με απόλυτον λεπτολογίαν, αλλά και με απόλυτον ακρίβειαν, και δέον να συγκεντρωθούν όλα τα σχετικά πειστήρια με αυστηρότητα καθαρώς δικαστικήν. Αλλά το προέχον είναι άλλο: Είναι να καταστή εξόφθαλμον, κατά τρόπον ανεπίδεκτον συγκαλύψεως, ότι όλα αυτά τα ηθέλησε πρωταρχικώς η τουρκική κυβέρνησις. Το ότι τα εκτελεστικά της όργανα υπερέβησαν τα όρια και προέβησαν και εις ασχημίας, αίτινες προκαλούν την αηδίαν παντός ανθρώπου, δεν μεταβάλλει εις τίποτε την ουσίαν: Αύτη συνίσταται εις το ότι η τουρκική κυβέρνησις συνέλαβεν, ωργάνωσε και έφερεν εις πέρας το έγκλημα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
»Να καταρτίσωμεν τον φάκελλον της υποθέσεως, συντριπτικόν εις αποδείξεις της κυβερνητικής ενοχής! Αυτό είναι και εύκολον και εξαιρετικώς δύσκολον.
Αναλόγως των ανθρώπων και των μέσων, που θα χρησιμοποιήσωμεν».
Αυτό ακριβώς το έργο ανέλαβε ο ίδιος ο Χρηστίδης κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του καθυστέρησε να δει το φως της δημοσιότητας για παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες. Εντοπίστηκε το 1995 στο τμήμα του Αρχείου Χριστόφορου Χρηστίδη που απόκειται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Η «έκθεση» για τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 αριθμεί 211 δακτυλόγραφες σελίδες και χωρίζεται σε πρόλογο, εισαγωγή και τρία μέρη. Η συγγραφή της πρέπει να είχε ολοκληρωθεί ώς τα τέλη του 1957 ή τις αρχές του 1958.
Αν και δεν φέρει το όνομα του συντάκτη της, πολλά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι έργο του Χρηστίδη, ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιων συνεργατών.
Παρά τον χαρακτηρισμό του κειμένου ως «εκθέσεως», ο συντάκτης της δεν περιορίζεται, σύμφωνα άλλωστε και με τους στόχους που είχε θέσει ο Χρηστίδης στο άρθρο που προαναφέρθηκε, σε καταγραφή του μεγέθους της καταστροφής και παράθεση μαρτυριών. Επιχειρεί με πειστικούς συλλογισμούς να δώσει απάντηση στο βασικό ερώτημα για τον ρόλο της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και σε άλλα καίρια ζητήματα ερμηνείας των γεγονότων.
Στην εισαγωγή σκιαγραφείται η ιστορική διαδρομή της πολιτικής ρωμιοσύνης με έμφαση στην περίοδο μετά τη συνθήκη της Λωζάννης και γίνεται εκτενής αναφορά στην τουρκική πολιτική απέναντι στις μειονότητες που ρητά προστατεύει η εν λόγω Συνθήκη. Στο πρώτο μέρος εξιστορούνται τα γεγονότα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 με βάση γραπτές μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, Ρωμιών, Τούρκων και ξένων. Στο δεύτερο μέρος ο συντάκτης επιχειρεί να δώσει απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα «εάν τα γεγονότα ήσαν αυθόρμητα ή υπήρξαν προϊόν προμελετημένου σχεδίου». Πέρα από τις ασφαλείς ενδείξεις για την προσωπική συμμετοχή Τούρκων ηγετών, πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεκμηρίωση του ρόλου που έπαιξαν τουρκικά εθνικιστικά σωματεία και μερίδα του Τύπου, που είχαν διεξαγάγει προηγουμένως έντονη εκστρατεία για την προάσπιση του τουρκικού στοιχείου στη Δυτική Θράκη και την Κύπρο. Στο τρίτο μέρος παρατίθενται και αναλύονται στοιχεία για την έκταση και το ύψος των ζημιών.
Στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, το κείμενο του Χρηστίδη συνοδεύεται από δύο κρίσιμα, λόγω της προέλευσής τους, έγγραφα που συντάχθηκαν αμέσως μετά τα Σεπτεμβριανά. Πρόκειται για εκτενείς εκθέσεις, η μία του Βρετανού επιτετραμμένου στην Τουρκία και η δεύτερη της πρόξενου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η έκδοση συμπληρώνεται από εκτενές εισαγωγικό σημείωμα, περίληψη στα αγγλικά, φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και χάρτη.
Παρά την παρέλευση περίπου πέντε δεκαετιών από τη σύνταξη της «έκθεσης» και τη δημοσίευση έργων που αναφέρονται στο ίδιο θέμα, η εργασία του Χρηστίδη και των αφανών συνεργατών του διατηρεί αμείωτη την αξία της. Χάρη στην επιμελή συγκέντρωση, παράθεση και ερμηνεία εντυπωσιακού όγκου μαρτυριών και στοιχείων παραμένει, ίσως, η πληρέστερη πηγή για τα γεγονότα που σήμαναν την αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Το κείμενο πρέπει να εκτιμηθεί ακόμα όχι μόνον ως ασφαλής πηγή, αλλά και ως υπόδειγμα συστηματικής και ψύχραιμης, κατά το δυνατόν, προσέγγισης της «ζώσης» σχεδόν επικαιρότητας. Πολλές από τις ερμηνείες που επιχειρούνται διατηρούν την εγκυρότητά τους. Πρόκειται, λοιπόν, για απαραίτητο τεκμήριο και σχόλιο συνάμα για την πρόσφατη ιστορία της πολίτικης ρωμιοσύνης στην πιο τραγική, ίσως, ώρα της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Βιβλιοθήκη, 8/6/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις