Το νέο τοπίο της ανάπτυξης

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 12.72
8.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
46963
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:235
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789600323122
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το βιβλίο περιγράφει μία σειρά από "δημόσιες πολιτικές", για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, την απασχόληση, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις υποδομές, την παιδεία, την διοίκηση, την τεχνολογία. Οι πολιτικές αυτές προάγουν την ανάπτυξη και την ευημερία στην χώρα μας και της επιτρέπουν να έχει μία ισχυρή παρουσία στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται από την παγκοσμιοποίηση, την αναδυόμενη δυναμική των Βαλκανίων και την νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Είναι ομολογουμένως ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις αρχές Δεκεμβρίου, τις ημέρες που κυκλοφόρησε το βιβλίο του υφυπουργού Οικονομικών κ. Ν. Χριστοδουλάκη, οι κεντρικές τράπεζες των 11 ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες εισέρχονται στη μεγάλη περιπέτεια της ΟΝΕ από 1ης Ιανουαρίου 1999, μείωσαν τα επιτόκια δανεισμού στο 3% (και στην περίπτωση της Ιταλίας στο 3,5%). Το νομισματικό tour de force της Γηραιάς Ηπείρου εγγράφεται στο νέο οικονομικό τοπίο το οποίο σχηματίζεται ήδη ενώπιόν μας. Είναι άραγε σύμπτωση ότι το μελέτημα του υφυπουργού Οικονομικών τιτλοφορείται «Το νέο τοπίο της ανάπτυξης» ή μήπως η επιλογή του τίτλου αποκρυσταλλώνει την τρέχουσα μακροοικονομική συγκυρία; Ο κ. Χριστοδουλάκης, ακαδημαϊκός διδάσκαλος με λαμπρές περγαμηνές, είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ αλλά η λέξη που έρχεται στον νου διατρέχοντας το επίκαιρο βιβλίο του έχει γερμανική προέλευση: zeitgeist. Το μελέτημα ανταποκρίνεται στο «πνεύμα της εποχής» μας ­ ακόμη και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Αντλώντας από την αρθρογραφία του σε εφημερίδες και σε περιοδικά αλλά και από τις ακαδημαϊκές εργασίες του ιδίου και των πανεπιστημιακών συναδέλφων του, ο συγγραφέας προσφέρει ωφέλιμη υπηρεσία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Σε γλώσσα απλή αλλά όχι απλουστευμένη, με ύφος γλαφυρό που θέλγει εξίσου αδαείς και μυημένους στα οικονομικά, παρέχει μια σύνοψη της οικονομικής ιστορίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Το βιβλίο δεν εξηγεί μόνο τι έγινε (και κυρίως τι δεν έγινε) από το 1974 ώς σήμερα στη χώρα μας αλλά κοιτάζει επίσης προς το μέλλον ενώ εξετάζει τα οικονομικώς διαδραματιζόμενα εν Ελλάδι και σε σχέση με τη διεθνή συγκυρία: παγκοσμιοποίηση, ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, εξελίξεις στα Βαλκάνια. Ο κ. Χριστοδουλάκης εστιάζει σε κρίσιμα ζητήματα: ανάπτυξη, κοινωνική πολιτική, ανεργία και απασχόληση, όρια κράτους και οικονομίας, ιδιωτικοποιήσεις, παιδεία, επιστημονική έρευνα. Αποτελεί οπωσδήποτε επίτευγμα το γεγονός ότι ο περίπλους στα «δημόσια και τα ιδιωτικά» ­για να μνημονεύσουμε τον ποιητή­ της σύγχρονης οικονομίας πραγματοποιείται σε μόλις 235 σελίδες ενός καλαίσθητα επιμελημένου βιβλίου (του οποίου, πάντως, το εξώφυλλο απεικονίζει τον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ ενώ αφορά πρωτίστως την Ελλάδα!).

Ευλόγως η αναδρομή στον «μακροοικονομικό λαϊκισμό» και στις δημοσιονομικές παλινωδίες της περιόδου 1980-94, με τη «διαρκή διαδοχή φάσεων επέκτασης και σταθεροποίησης (go-stop-go-stop)», δεν προκαλεί ευχάριστα αισθήματα στον αναγνώστη. Παρακάμπτοντας την οικονομική στατιστική, μπορεί κανείς να παραπέμψει στην εναλλαγή των προσώπων: «Την περίοδο αυτή επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν πέντε σταθεροποιητικά προγράμματα και υπηρέτησαν πάνω από δέκα υπουργοί Εθνικής Οικονομίας (συνήθως αντιστοιχούσε ένας υπουργός για την εφαρμογή του κάθε νέου προγράμματος και ένας για την εν συνεχεία ανατροπή του)». Η ματιά του συγγραφέα είναι νηφάλια αλλά η κριτική διάθεση ανάγλυφη: ευλόγως, η οπτική του νυν υφυπουργού Οικονομικών είναι, με όρους τρέχουσας πολιτικής, «εκσυγχρονιστική». Ο σχολιασμός αφορά τόσο την οικονομική πολιτεία του ΠαΣοΚ κατά τη δεκαετία του '80 όσο και τα αλυσιτελή «σταθεροποιητικά πειράματα» της κυβέρνησης του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατά το 1990-93 ενώ στις οικουμενικές κυβερνήσεις του 1989-90 χρεώνεται «παταγώδης αποτυχία (από δημοσιονομική άποψη)» με πειστικά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα.

Εν τούτοις η αφήγηση εκφεύγει γρήγορα από την τροχιά του πρόσφατου παρελθόντος επιστρέφοντας στο παρόν. Ο κ. Χριστοδουλάκης σκιαγραφεί με σαφήνεια το οικονομικό credo της κυβέρνησης του κ. Κώστα Σημίτη. Μετοχοποιήσεις, προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών και ιδιωτικοποιήσεις μη στρατηγικών δημοσίων επιχειρήσεων. Κοινωνική πολιτική στερημένη από την «ισοπεδωτική λογική» του παρελθόντος. Καταπολέμηση της ανεργίας με επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργία κινήτρων για την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Υιοθέτηση της φιλοσοφίας του λεγόμενου «σοσιαλισμού της αγοράς» και προώθηση ενός «νέου συμμετοχικού μοντέλου» ­ όπως φαίνεται να αποδίδει ο συγγραφέας στη γλώσσα μας την πολυσυζητημένη «stakeholding society» του κ. Τόνι Μπλερ και των Νέων Εργατικών. Ομολογουμένως η σκέψη του συγγραφέα σε ό,τι αφορά την αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας και την τόνωση της απασχόλησης είναι παράλληλη με τους προβληματισμούς της ευρωπαϊκής κεντροαριστερής οικογενείας στην οποία εντάσσονται μάλλον φυσικά οι «εκσυγχρονιστές».

Παρά την έμφαση στην οικονομική προσέγγιση, ο αναγνώστης του «Νέου τοπίου της ανάπτυξης» παρακινείται συχνά να αναλογιστεί το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο των εξελίξεων. Σε ποιο βαθμό, π.χ., επηρέασε την οικονομική πολιτική του ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου το αίτημα για εκδημοκρατισμό αλλά και η αδημονία για διεύρυνση της ευημερίας που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά στην ελληνική κοινωνία (μετά την «κτηνώδη καταπίεση των συνδικάτων» και τους «χαμηλούς μισθούς» των δεκαετιών '50 και '60); Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «η ανισότητα στην Ελλάδα μειώθηκε μεταξύ 1974 και 1982» και ότι «το μεγαλύτερο μέρος (περίπου τα 2/3) της μείωσης αυτής συνέβη το 1982 και συνέπεσε με τις υψηλές κοινωνικές παροχές και τις μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν αμέσως μετά την πρώτη άνοδο του ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση». Η εν λόγω διεύρυνση της ευημερίας ψαλιδίστηκε γρήγορα από την αμείλικτη πραγματικότητα. Σε οικονομικό επίπεδο, το δημοσιονομικό ξεχείλωμα έφερε το 1988 τους «μέσους πραγματικούς μισθούς στα ίδια μέσα επίπεδα του 1980». Σε επίπεδο συνθημάτων, ο δυναμισμός τού «εδώ και τώρα» εκφυλίστηκε στον άγονο λαϊκισμό τού «δώσ' τα όλα».

Σήμερα, όπως θυμόσοφα καταλήγει ο συγγραφέας, «όλοι αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είχε ακολουθηθεί μια βαθμιαία ικανοποίηση αυτών των στόχων, υπό τον όρο της παράλληλης αύξησης της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας».

Αντιστοίχως, μια ανάγνωση με πολιτικό πρίσμα δίνει ευρύτερη προοπτική στην έκθεση των «εκσυγχρονιστικών» αντιλήψεων για το τι δέον γενέσθαι στην ελληνική οικονομία. Η τεχνοκρατική ανάλυση των «στρεβλώσεων» και των μέτρων που κρίνονται απαραίτητα για την ανάπτυξη οφείλει να είναι (και είναι πράγματι στο βιβλίο) διαυγής. Αλλά μια αντίληψη διαχείρισης «εκ των άνω» που βλέπει μόνο οικονομοτεχνικά προβλήματα και αντίστοιχες κυβερνητικές δράσεις δεν είναι επαρκής. Ο «εκσυγχρονισμός», ως μείζων τρέχουσα πρόκληση για την ελληνική κοινωνία, δεν είναι οικονομική αλλά πρωτίστως πολιτική υπόθεση. Το κρίσιμο δεν είναι να επιβληθούν από μια φωτισμένη ηγεσία οι δέουσες μεταβολές αλλά να δρομολογηθούν όροι μαζικής υποστήριξης της ιδεολογίας του «εκσυγχρονισμού» που θα επιτρέψουν την απαξίωση των πελατειακών αντιλήψεων και νοοτροπιών που καταδυναστεύουν διοικούντες και διοικουμένους. Η αποτελεσματική πολιτική οφείλει να είναι «συμμετοχική», προϋποθέτει δε τον εντοπισμό και την ενεργοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που να υποστηρίξουν τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Κοντολογίς, οι «εκσυγχρονιστές» ίσως θα έπρεπε να «ρίξουν το μπαλάκι» πίσω στην κοινωνία, αντί «να πάρουν όλο το παιχνίδι επάνω τους» ­ για να χρησιμοποιήσει κανείς προς στιγμήν απλουστευτική (και ξένη προς το βιβλίο) ορολογία. Ενας τέτοιος δυναμικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας στην κατεύθυνση του «εκσυγχρονισμού» θα μπορούσε ενδεχομένως να διαρρήξει τα παλαιοκομματικά στεγανά εντός των οποίων απειλούνται ενίοτε με εγκλωβισμό οι «εκσυγχρονιστές» του ΠαΣοΚ καθώς και να μειώσει τον κίνδυνο να μετατραπεί η κυβέρνηση σε αλεξικέραυνο κατά τη συχνά μοναχική αντιπαράθεσή της με τις απανταχού συντεχνίες.

Το βιβλίο του κ. Χριστοδουλάκη αποτελεί «τροφή για σκέψη». Κοιτάζοντας προς το μέλλον, ο συγγραφέας αναλύει με σαφήνεια τα δύο σενάρια για την επιρροή που θα έχει το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης στην ελληνική οικονομία μετά την εκπνοή του. Θα αποδειχθεί (φευ) το ΚΠΣ «πρόσκαιρος μηχανισμός ευμάρειας, ο οποίος χρησιμοποιείται για να κατευνάσει την κοινωνική δυσαρέσκεια που θα προκαλούσε η ύφεση και να επιτρέψει την αναβολή του εκσυγχρονισμού» ή θα υποστηρίξει μια ελπιδοφόρο «συστηματική ανάπτυξη»; Τέλος, καίρια, ισορροπημένη και καινοτόμος είναι η ανάλυση των προβλημάτων της ανωτάτης παιδείας με αφορμή την «αποτυχία δημιουργίας του ανθρώπινου κεφαλαίου που χρειάζεται η ανθρώπινη οικονομία». Ο κ. Χριστοδουλάκης επισημαίνει την άλωση των δημόσιων ΑΕΙ από τα μεσαία και ανώτερα ταξικά στρώματα (εις βάρος των κατωτέρων στρωμάτων) και την ισοπεδωτική λογική που τείνει να κυριαρχήσει στα αμφιθέατρα. Ο συγγραφέας εξετάζει το ενδεχόμενο της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων και της συνύπαρξής τους με τα δημόσια, με έμφαση στην ποιότητα, στην ισότητα των ευκαιριών και στα κίνητρα που προκαλεί ο ανταγωνισμός, μακράν των λαϊκιζουσών προσεγγίσεων που κυριάρχησαν κατά την πρόσφατη συζήτηση της Αναθεώρησης του Συντάγματος στην ελληνική Βουλή.



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 20-12-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!