Λιμός
Περιγραφή
Η σελήνη και το φως της, το κοίταγμά της και το απείκασμά της, με χρυσή σκόνη σύμπαντος αυτά τα ποιήματα τα θεραπεύει. Ετσι, όπως μπαίνει από το παράθυρο λοξά μιας κάμαρης, άπαντα υπακούουν στη νωχέλεια της υποχωρητικότητας, όπου οι σκέψεις παύουν τη λειτουργία τους, δίνοντας χώρο στην ενατένιση του παρόντος χρόνου ως ακίνητου στοχασμού. «Θα έχουμε ένα ήσυχο βράδυ, τα άστρα θα σκονιστούν απ' την ανάσα μας / Θα πούμε με του παπουτσιού τη μύτη/ Ερωτόλογα στο χώμα της κάμαρας». Ιδού κι ο έρωτας, ο κρυφός διαπραγματευτής του ανείπωτου, όταν τα σώματα φθάνουν και περισσεύουν και η σιωπή ομιλούσα εστί λαλιστάτη.
ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΣ
Των φυσικών των χαρισμάτων μαρασμός,
Των επίκτητων αποθερισμός,
Της υστερίας οργιώδης βλάστηση:
Αυτά με συγκροτούν ως μητέρα.
Αλλά ως ουρανός διαφέρω.
Διαθέτω όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται:
Ασύνορη έκταση, βυθό αχανή, καρτερία,
Ως και το πάμφωτο φεγγάρι.
Κριτική:
Η επιτυχία της ωριμότητας
Λόγος που συνδυάζει την πραότητα με την υψηλή θέρμη
Στο «κιργκεκοριανό» ερώτημα, αν η απελπισία αποτελεί, εντέλει, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της πρώτης εκδοχής. Κι αυτό, όσο κι αν μυκτηρίζει εαυτήν και την ανθρώπινη μοίρα της, όσο κι αν αυτοσαρκάζεται -ως ένα βυθισμένο στη μοναξιά και ακαταπαύστως σκεπτόμενο θηλαστικό-, υποχρεωμένη καθώς είναι να υπακούει στην ανάγκη των δοντιών να αλέθουν τροφές, στις επιταγές του παιχνιδιού της επιβίωσης. Οσο κι αν επιμένει στην ενατένιση του «άλλου», μολονότι γνωρίζει ότι όλα διαρκούν ώς τη στιγμή που θα ακουστεί η τουφεκιά του αόρατου και πανταχού παρόντος κυνηγού ή ως τη στιγμή που ο «μονόφθαλμος παρατηρητής των πάντων/ να κλείσει πια το τερατώδες του βλέφαρο», αυτή παντοιοτρόπως αποδεικνύει ότι η απελπισία είναι πλεονέκτημα, αφού την οπλίζει με θάρρος, προσφέροντάς της την επίφοβη δυνατότητα να συνδιαλέγεται και να δημιουργεί σχεδόν απτική σχέση με επικίνδυνες για την πνευματική και την ψυχική της γαλήνη και ισορροπία ουσίες· την κάνει ριψοκίνδυνη. Μα, πάνω απ' όλα, την κινητοποιεί δημιουργικά, ωθώντας τη σε λυτρωτικές, παρά την οδυνηρότητά τους, καταβυθίσεις σε χώρους με βάθος ανεξερεύνητο, προκειμένου να ανασύρει πυρακτωμένα από την υπαρξιακή της αγωνία υλικά· ωθώντας τη, με άλλα λόγια, στη διαδικασία της γραφής.
Θα τολμούσα να πω ότι η απελπισία θωρακίζει την ποιήτρια στις διαρκείς, αδιάπτωτες και πανταχόθεν προσεγγίσεις που επιχειρεί προς τον θάνατο και προς ό,τι μπορεί να τον υποδηλώνει ή να τον προοιωνίζεται· προς όλες τις εκδοχές του. Τη συντηρεί σε μια κατάσταση πνευματικής ετοιμότητας, ενώ παράλληλα ακονίζει, εκλεπτύνοντας, την ποιητική της αισθαντικότητα· την καθιστά ευεπίφορη και «ανταποκριτική» στα υποδαυλιστικά της ποιητικής της ιδιοσυστασίας ερεθίσματα. Η απελπισία όχι από τον φόβο του θανάτου, αλλά από την επώδυνη συνείδηση ότι, με την έλευσή του, με την πλήρωση της αίρεσης υπό την οποία τελεί η ζωή, με την επιβολή του σκοτεινού καθεστώτος του, καταργούνται οι «παροχές» που απορρέουν από το ενδεχόμενό του. Γιατί η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, με συνέπεια και σταθερότητα, αντιπαραθέτει στην τελεσιδικία του θανάτου τα όσα συνάγει βιώνοντας, «ζώντας το θνήσκειν»· κι έτσι, στέκεται μπροστά στο ενδεχόμενό του χωρίς να φοβάται και δίχως να μεμψιμοιρεί, θεωρώντας την ατομική ζωή του καθενός -άρα και τη δική της- σαν μία μάσκα που το μόνο που κάνει είναι να υποστασιοποιεί το σκεπτόμενο τίποτα· ένα τίποτα στιγματισμένο με τη συνείδηση της «τιποτένιας» του ιδιότητας.
Συνδιαλέγεται, λοιπόν, με όλες τις παντοιοτρόπως υποπίπτουσες στην αντίληψη ή στη διαίσθησή της εκδοχές της φθοράς και του «ανεπανάληπτου» τέλους («Αυτό που ξέρουμε όλοι/ Αυτό που μόνο είναι σκοτεινό/ κι ανεπανάληπτο). Διανύοντας στιγμές βαθύτατης αυτογνωσίας και ωριμότητας, αφήνεται να παρασυρθεί από τα λικνίσματα μιας ιριδίζουσας συναισθηματικά σχετικότητας, καταλήγοντας σε σκέψεις και ιδέες καταπραϋντικές της οδύνης που κάποτε της προκάλεσε η αταλάντευτη αναζήτηση του απόλυτου. Τώρα γνωρίζει ότι τα ζεύγη των δραματικών αντιθέσεων ζωή - θάνατος, ομορφιά - ασκήμια, αναγκαίο - περιττό, αλήθεια - ψέμα και τόσα άλλα ακόμη, που άλλοτε την ταλάνισαν, συνιστούν όχι απλές διαζεύξεις αλλά οδυνηρές συζεύξεις, συμβάλλοντας, το καθένα χωριστά ή και όλα μαζί, στη δημιουργία μιας υπέρογκης αίσθησης ματαιότητας που, παραδόξως, δεν την απομακρύνει από τη ζωή, αλλά την κάνει κατανοητικότερη στις αδυναμίες των άλλων, των απλών καθημερινών ανθρώπων, αλλά και προς τον εαυτό της. Στον οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα της ιδιαιτερότητας· την πολυτέλεια της διαφοράς, που, όμως ομολογεί, την προφύλαξε και τη συγκράτησε από τη «μαζική βουτιά»· την ισοπέδωση.
Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου ήταν και εξακολουθεί να είναι ποίηση του βάθους· «έκθεση», θα μπορούσα να πω κοιτασμάτων που ανασύρει, κατερχόμενη τα απώτατα βάθη της ύπαρξής της, υποκινημένη, κάθε φορά, από κάποιες αιφνίδιες εκλάμψεις, από «όλο και κάποια έναστρη εξέγερση» που «πυροδοτεί την ανυπακοή της». Αλλά κοιτασμάτων κατεργασμένων, κατευνασμένων θα έλεγα από έναν λόγο νηφάλιο και πράο στην εκφορά του, αν και συχνά δεν μπορεί να «καλύψει» την κραυγή της απόγνωσης, στα σπλάχνα της οποίας επωάστηκε. Πρόκειται για έναν λόγο εντελώς ιδιαίτερο, έτσι καθώς διατυπώνεται - εκδιπλώνεται σαν προστατευτικός του δονούμενου σώματος και της ακατάπαυστα ταλανιζόμενης σκέψης του ποιητικού υποκειμένου. Χωρίς να είναι χαμηλόφωνος, ελάχιστα απέχει από τη σιωπή· σχεδόν την αγγίζει, ενστερνίζεται την επίφοβη αμφισημία της και είναι φορές που, θερμαινόμενος απ' αυτήν, αποκτά κάτι από την υφή του ονείρου. Είναι σταθερός, χωρίς, ωστόσο, η σταθερότητά του να τον εμποδίζει να διαχέεται μουσικά· μοιάζει αβέβαιος αλλά δεν είναι, δεν κλυδωνίζεται μέσα στην αβεβαιότητα· απλώς διατηρεί το λίκνισμα κάποιων λυγμικών συναισθημάτων, αβίαστα και διακριτικά υποταγμένων στη νόηση, ενώ στις κλειδώσεις των αρμών που τον συνέχουν διακρίνονται ζωηρές ανταύγειες ενός υπερκόσμιου φόβου, αλλά ενός φόβου αποφασισμένου να μην παραδοθεί ούτε να παρασυρθεί στα / από τα αίτια που τον προκάλεσαν.
Οτιδήποτε «συμβαίνει» στην «έκταση» που καταλαμβάνουν τα ποιήματα της Χριστοδούλου -μια έκταση με απροσδιόριστα τα όρια του χώρου και του χρόνου-, πραγματικό ή φανταστικό, αποκύημα της σκέψης ή της φαντασίας -συχνότατα και των δύο, καθώς βρίσκονται μονίμως σε αγαστή συνεργασία-, περιβάλλεται την αχλή του παράδοξου και του αιφνίδια ακινητοποιημένου. Κι έτσι, ακινητοποιημένο, σταματημένο, γίνεται φορέας και πομπός αμφίσημων μηνυμάτων, πρόσφορων σε πολλαπλές ερμηνείες, αφού η ποιήτρια ξέρει και μετέρχεται τρόπους εξαϋλωτικούς της ύλης των προσώπων και των πραγμάτων, φροντίζοντας παράλληλα να μη χάνουν την υλική τους υπόσταση. Απλώς να προστατεύονται από τους αδαείς, να γίνονται δυσπρόσιτα και ανερμήνευτα για όσους έχουν ακατέργαστες, αδοκίμαστες στο «άλλο» αισθήσεις και συνειδήσεις· «απαιτώντας» διακριτικά να προσεγγιστούν και να επαναπροσεγγιστούν όχι μόνο από τις θεατές, αλλά και από τις αθέατες πλευρές τους, τις κρυφές και σκοτεινές, ώστε να ακουστεί ο πραγματικά πολύσημος λόγος τους, που είναι άλλοτε απλός, άμεσος και αδιαμεσολάβητος, άλλοτε αλληγορικός ή παραβολικός, με μερικές φορές κάποιες, περισσότερο ή λιγότερο, μακρινές απηχήσεις απ' αυτόν του ευαγγελίου.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/07/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις