0
Your Καλαθι
Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα
Απόδειξη και αλήθεια στην πολιτική δίκη. Διεύθυνση Σειράς: Κωνσταντίνος Φ. Καλαβρός, Νικόλαος Καν. Κλαμαρής, Νικόλαος Θ. Νίκας.
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας επιχειρείται μια εισαγωγική προσέγγιση στην έννοια των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης με παράλληλη οριοθέτηση της εν λόγω έννοιας έναντι αυτών της αλήθειαςκαι της ασφάλειας του δικαίου. Η αλήθεια δεν προσεγγίζεται ως μια προϋπάρχουσα αυτοτελής ιδέα στην σφαίρα της δικαστικής νόησης, αλλά ως το αποτέλεσμα των κρίσεων που προκύπτει από την σύγκριση της ιδέας που υπάρχει στην διάνοιά μας με τα αντικείμενα της πραγματικότητας.
Στο επόμενο μέρος της εργασίας καταβάλλεται προσπάθεια να αποτυπωθεί η νομοθετική εξέλιξη της ένταξης των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης στον Δικονομικό Νόμο ως επιλογή νομοθετικού συγκερασμού του αυστηρού με το ελαστικό κριτήριο. Αποτέλεσμα αυτής της ένταξης είναι η καθιέρωση ενός μεικτού αποδεικτικού συστήματος, το οποίο, ακόμα και μετά το ν. 4335/2015, επιχειρεί να αμβλύνει την ακαμψία των αυστηρών δικονομικών κανόνων, μέσω της εισαγωγής επιεικέστερων ρυθμίσεων. Προς διερεύνηση τίθεται κατά πόσον η κάμψη των δικονομικών κανόνων, που προσδιορίζουν με σαφήνεια τους όρους εφαρμογής του δικαίου, εγγυάται την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, πολλά από τα οποία διαθέτουν συνταγματική θεμελίωση (αποδείξεως, ακροάσεως, ανταποδείξεως), δοθέντος ότι η αυστηρή τήρηση της διαδικασίας παραγωγής και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων δεν στερείται σημασίας ως προς την επίτευξη του στόχου της αληθούς γνώσεως των πραγμάτων, όπως τέθηκε στο πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης.
Στο τελευταίο μέρος, τέλος, επιχειρείται η κατηγοριοποίηση των ελαττωματικών μορφών των επώνυμων αποδεικτικών μέσων (αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες, έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις), όπως διαχρονικά εμφανίστηκαν στην δικαστηριακή πρακτική και καταβάλλεται προσπάθεια, μέσω και της κριτικής της νομολογιακής αντιμετώπισης, να δοθεί έμφαση στην διάκριση των υποστατών από τις ανυπόστατες πηγές δικανικής γνώσης με κριτήριο την δυνατότητα που αυτές διαθέτουν ως προς την αξιόπιστη αποτύπωση της πραγματικότητας.
Στο επόμενο μέρος της εργασίας καταβάλλεται προσπάθεια να αποτυπωθεί η νομοθετική εξέλιξη της ένταξης των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης στον Δικονομικό Νόμο ως επιλογή νομοθετικού συγκερασμού του αυστηρού με το ελαστικό κριτήριο. Αποτέλεσμα αυτής της ένταξης είναι η καθιέρωση ενός μεικτού αποδεικτικού συστήματος, το οποίο, ακόμα και μετά το ν. 4335/2015, επιχειρεί να αμβλύνει την ακαμψία των αυστηρών δικονομικών κανόνων, μέσω της εισαγωγής επιεικέστερων ρυθμίσεων. Προς διερεύνηση τίθεται κατά πόσον η κάμψη των δικονομικών κανόνων, που προσδιορίζουν με σαφήνεια τους όρους εφαρμογής του δικαίου, εγγυάται την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, πολλά από τα οποία διαθέτουν συνταγματική θεμελίωση (αποδείξεως, ακροάσεως, ανταποδείξεως), δοθέντος ότι η αυστηρή τήρηση της διαδικασίας παραγωγής και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων δεν στερείται σημασίας ως προς την επίτευξη του στόχου της αληθούς γνώσεως των πραγμάτων, όπως τέθηκε στο πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης.
Στο τελευταίο μέρος, τέλος, επιχειρείται η κατηγοριοποίηση των ελαττωματικών μορφών των επώνυμων αποδεικτικών μέσων (αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες, έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις), όπως διαχρονικά εμφανίστηκαν στην δικαστηριακή πρακτική και καταβάλλεται προσπάθεια, μέσω και της κριτικής της νομολογιακής αντιμετώπισης, να δοθεί έμφαση στην διάκριση των υποστατών από τις ανυπόστατες πηγές δικανικής γνώσης με κριτήριο την δυνατότητα που αυτές διαθέτουν ως προς την αξιόπιστη αποτύπωση της πραγματικότητας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις