0
Your Καλαθι
Στο ηφαίστειο των Βαλκανίων
Προσωπική μαρτυρία. Βουλγαρία 1987-1991
Περιγραφή
Κριτική
Ο συγγραφέας παραθέτει τα βιώματα και τις αναμνήσεις του από τη θητεία του στην πρεσβεία μας της Σόφιας σε χρόνο που όλα άλλαζαν στην Βαλκανική. Τα έτη 1987-1992 ήταν κρίσιμα γιατί είναι ακριβώς η περίοδος κατά την οποία κατέρευσαν τα τελευταία καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και άρχισαν να διαμορφώνονται νέες συνθήκες στην περιοχή μας. [...]
Χ. Δημακοπούλου «ΕΣΤΙΑ»
Η δεκαετής κρίση που συνόδευσε την κατάρρευση της ΟΣΔ Γιουγκοσλαβίας είχε ως πρόσθετο αποτέλεσμα την άμβλυνση της προσοχής και του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινής γνώμης από τα τεκταινόμενα στην άλλη προς Βορράν γείτονα, τη Βουλγαρία. Η απουσία βίαιων συγκρούσεων στα Ανατολικά Βαλκάνια εξηγεί ως ένα σημείο το φαινόμενο αυτό, σε διεθνές επίπεδο. Για την Ελλάδα όμως η Βουλγαρία υπήρξε και παραμένει ο κυριότερος, μετά την Τουρκία, γείτονάς μας, καθώς η Γιουγκοσλαβία / Σερβία έχει πλέον απομακρυνθεί από την άμεση γειτνίασή μας.
Με την έννοια αυτή είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο το γεγονός ότι ένας έλληνας διπλωμάτης, ο Γιώργος Χριστογιάννης, που υπηρέτησε ως πρέσβης μας στη Σόφια κατά την κρίσιμη τετραετία 1987-1991, αποφάσισε να καταθέσει τη μαρτυρία και τους προβληματισμούς του για όσα έζησε στη δύση της ζιβκωφικής Βουλγαρίας και στην αυγή μιας νέας εποχής. Ισως ο τίτλος του βιβλίου του, Στο Ηφαίστειο των Βαλκανίων, να δημιουργεί εκ πρώτης όψεως συνειρμούς που δεν ανταποκρίνονται, γεωγραφικά ή εννοιολογικά, στις προθέσεις του συγγραφέα, καθώς η «μαρτυρία» του εστιάζεται αποκλειστικά στη Βουλγαρία. Στη σκέψη του παρατηρητικού διπλωμάτη, το ηφαιστειογενές ιστορικό της χώρας φαίνεται ότι προοιωνιζόταν τεκτονικές αναταράξεις. Ευτυχώς αυτές δεν προέκυψαν, τουλάχιστον με τη μορφή που συγκλόνισαν τα Δυτικά Βαλκάνια.
Στη χώρα μας υπάρχει μια σχετικά περιορισμένη παράδοση διπλωματών που καταγράφουν με μορφή δοκιμίων ή απομνημονευμάτων τις εμπειρίες της καριέρας τους (βλ. κριτική παρουσίαση του συγγραφικού έργου ελλήνων διπλωματών στο Β. Κωνσταντίνος [Κωνσταντίνος Βάσης, πρέσβης ε.τ.], «Ιστορία και Διπλωματία», Επετηρίς Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, Χ, 1995-6, σ. 67-90). Ο Γιώργος Χριστογιάννης περιορίστηκε μόνο στη θητεία του στη Σόφια προκειμένου να μας δώσει μια καλειδοσκοπική εικόνα της πιο κρίσιμης τετραετίας της μεταπολεμικής βουλγαρικής ιστορίας.
Ο αναγνώστης γεύεται τα βιώματα του διπλωμάτη με την πένα του δόκιμου λογοτέχνη (τρεις ποιητικές συλλογές, τρεις συλλογές διηγημάτων, ταξιδιωτικά και δοκίμια). Στην ξύλινη γλώσσα των υπηρεσιακών εγγράφων αντιπαρατίθεται η γλαφυρή περιγραφή καταστάσεων, προσώπων και τοπίων, όχι λίγες φορές με χιούμορ και σαρκασμό. Η ώσμωση αυτή οδηγεί σε απρόβλεπτες καταστάσεις, καθώς η διπλωματική ορθοφροσύνη εκτοπίζεται ενίοτε από την ελευθεριότητα του αδέσμευτου πλέον λόγου ενός τέως διπλωμάτη.
Ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο περιγράφει ο συγγραφέας κατά την επίσκεψη στο Αγιον Όρος, το 1991, του μεταβατικού πρωθυπουργού Ποπώφ. «Στον ναό του Προτάτου, έβλεπα με την άκρη του ματιού μου τον Ποπώφ να κάνει το σημείο του σταυρού... Αντιθέτως, ο (Αντιπρόεδρος) Τόμωφ, μεγαλωμένος σε αθεϊστικό καθεστώς, δεν δοκίμαζε να κάμει το σημείο της χριστιανικής πίστεως. Σε κάποια στιγμή ο υπουργός Τζιτζικώστας, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, του έσπρωξε το κεφάλι στον πρώτο... υποχρεωτικό ασπασμό! Σκεφτόμουν πώς ένας έλληνας υπουργός επαναφέρει διά της... βίας στην ορθοδοξία βούλγαρο συνάδελφό του και πώς άλλαξαν οι καιροί!» (σ. 129).
Τρεις «Βουλγαρίες» και, αντίστοιχα, τρεις μορφές του βουλγαρικού λαού αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Η κομμουνιστική του Ζίβκωφ, η ανατρεπτική της νέας εποχής και η παραδοσιακά στερεότυπη, για πολλούς έλληνες πολιτικούς και διπλωμάτες, των μεταπολεμικών δεκαετιών. «Κουβαλούσα» γράφει ο Χριστογιάννης (σ. 15-16) «και τις μοιραίες ιστορικές προκαταλήψεις για τους Βουλγάρους (από τον Κρούμμο ως τη διπλή κατοχή της Θράκης και της Μακεδονίας), τους κομιτατζήδες και τους κομμουνιστές... Πήγαινα στη χώρα αυτή με βαλίτσα γεμάτη προκαταλήψεις και έπρεπε να την κρατήσω μεγάλο διάστημα επτασφράγιστη για να μη δηλητηριάζονται η ψυχή μου και η αποστολή μου». Στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του στη βουλγαρική πρωτεύουσα οι προκαταλήψεις ατόνησαν, χάρη κυρίως στο θερμό κλίμα που είχαν καλλιεργήσει επί μία 15ετία οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών. Αναβίωσαν όμως μετά το 1990, καθώς οι νέες πολιτικές δυνάμεις στη γείτονα, με τον ζήλο του νεοφωτίστου, επανέφεραν στο προσκήνιο εικόνες και λεξιλόγιο παρωχημένων εποχών.
Η εξιστόρηση των ελληνοβουλγαρικών πολιτικών σχέσεων στο λυκαυγές της ζιβκωφικής περιόδου προσφέρει μοναδικό παράδειγμα όχι απλώς ειρηνικής αλλά και φιλικής συνύπαρξης δύο κρατών και δύο λαών από τις δύο πλευρές του πάλαι ποτέ σιδηρού παραπετάσματος. Η κατάθεση του έλληνα πρεσβευτή, διανθισμένη με πλήθος ανεκδοτολογικών καρυκευμάτων, αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για τον πολιτικό αναλυτή και τον ιστορικό της περιόδου, αλλά και του βαλκανικού χώρου.
Εντυπωσιακή είναι και η περιγραφή των λαϊκών κινητοποιήσεων που οδήγησαν στην πτώση του παλαιού καθεστώτος. Ο αναγνώστης ίσως διακρίνει εδώ μια ιδιότυπη θλίψη. Ο συγγραφέας, παρ' όλο που ιδεολογικά βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, αποφεύγει την κλασική λαϊκίστικη θριαμβολογία για την πτώση ενός κομμουνιστή ηγέτη, ανατρέπει το ρητό «δρυός πεσούσης...», για να αποτιμήσει θετικά πολλές όψεις της πολιτικής του, ιδιαίτερα στο επίπεδο των διμερών σχέσεων με την Ελλάδα.
Ο πρώτος χρόνος μετά την πτώση του Ζίβκωφ χαρακτηρίζεται από την επιθυμία των νέων πολιτικών ελίτ να συνεχίσουν την ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα. Ο συγγραφέας δικαίως στέκεται στην εντυπωσιακή εκδήλωση, στις αρχές του 1991, όταν ο τότε πρωθυπουργός Μητσοτάκης, πρώτος δυτικός ηγέτης απευθύνεται με εμπνευσμένο λόγο στην ολομέλεια της Σομπράνιε, η οποία σύσσωμη, όρθια και επί αρκετή ώρα τον χειροκροτεί. Ο συγγραφέας το παραλείπει, αλλά είναι αδύνατο για τον συντάκτη των γραμμών αυτών, παρόντα στην κορυφαία εκείνη στιγμή για τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, να μη διακρίνει την ταυτότητα του πρωθυπουργικού «ghost writer».
Ο Γιώργος Χριστογιάννης αυτοπροσδιορίζεται και σε αυτό διαφοροποιείται από αρκετούς συναδέλφους του της εποχής του: «Οχι, δεν είμαι ο διπλωμάτης των σαλονιών και των μεγάλων πρωτευουσών» σημειώνει στο ημερολόγιό του (σ. 320). «Νιώθω μαχητής της πρώτης γραμμής». Γι' αυτό, όταν ξεφεύγει πλέον από τα σαλόνια, αισθάνεται άνετα να εκφράσει, χωρίς «διπλωματικές αναστολές», τη γνώμη του για τους βούλγαρους πολιτικούς, και τον βουλγαρικό λαό, ως σύνολο. Γνώμη αμφιλεγόμενη ίσως για ορισμένους, καθώς κυμαίνεται από κολακευτικά επαινετική ως απαξιωτική, ωστόσο γνώμη ειλικρινής.
Ο έμπειρος διπλωμάτης δεν επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό με την παράθεση απορρήτων εγγράφων ή πληροφοριών. Αρνείται να παρακολουθήσει την τακτική του συρμού, καθώς πολιτικοί, ιστοριογραφούντες δημοσιογράφοι αλλά και υπηρεσιακοί παράγοντες αμιλλώνται αλλήλους «αντιδράσεως μη ούσης» για τη σκύλευση κρατικών απορρήτων εθνικής σημασίας. Ωστόσο μας παρέχει μια σε βάθος και εύρος ανάλυση των στρατηγικών επιλογών που διαχρονικά επηρεάζουν τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Τώρα ο Ελληνας, ο Βούλγαρος και όποιος τρίτος ενδιαφέρεται σοβαρά για να εμβαθύνει στο δαιδαλώδες υπόστρωμα των ενδοβαλκανικών σχέσεων έχει την ευκαιρία να εμπλουτίσει τις γνώσεις και τους προβληματισμούς του, από πρώτο χέρι.
Ευάγγελος Κωφός, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 11-02-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις