0
Your Καλαθι
Ποιήματα
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Κριτική
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847 σημάδεψε με την παρουσία του την εξέλιξη των νεοελληνικών γραμμάτων από τα τέλη του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Η συμβολή του αυτή αναγνωρίστηκε ποικιλότροπα τόσο από τους συγκαιριανούς του όσο και από τους μεταγενέστερους ομοτέχνους του, Έλληνες και ξένους. Τα λυρικά του (κυρίως) ποιήματα αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ, ενώ οι γλωσσικές του αντιλήψεις και το νομικό του έργο συζητήθηκαν για μεγάλο διάστημα.
Η φαναριώτικη παράδοση στην ποίηση, λόγια, ρηχή και φιλοπερίεργη, περνάει σε ευτυχέστερες στιγμές εξαιτίας συγκεκριμένων συγκυριών. Ποίηση του σαλονιού όπως ήταν, μιμήθηκε τους συρμούς της Ευρώπης και ιδιαίτερα την εύκολη ερωτοτροπία των γαλλικών στιχουργημάτων. Επηρεάστηκε από την προτίμηση του Καταρτζή και του κύκλου του στη λαϊκή ομιλούμενη γλώσσα της Πόλης. Ακολούθησε το ευρωπαϊκό κλασικιστικό κλίμα στην αναζήτηση αρχαίων μυθολογικών προσώπων, κατάλληλων για το ανάλαφρο ποιητικό κλίμα, και ασπάστηκε γρήγορα τον αρκαδικό μανιερισμό της ιταλικής ποίησης. Έτσι φθάνουμε στον Αθανάσιο Χριστόπουλο (1772-1847) και στα Λυρικά του που εκδόθηκαν το 1811. Ο Χριστόπουλος έζησε στην Πόλη και στο Βουκουρέστι και γεύτηκε τη χαρά να δει τα ποιήματά του να γίνονται αγαπητά στους φαναριώτικους κύκλους αλλά και στην Ιταλία, όπου τον επαίνεσε ο Tommaseo.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα λυρικά ποιημάτια και οι γλωσσικές απόψεις του Αθανάσιου Χριστόπουλου διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα. Το θεατρικό και ποιητικό του έργο δημοσιεύτηκε επανειλημμένως όσο αυτός ζούσε και οι γραμματικές του αντιλήψεις επηρέασαν αρκετούς λογίους της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα. Σε πολύ νεαρή ηλικία άφησε τη γενέτειρά του Καστοριά προκειμένου να καταφύγει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες όπου αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας διοίκησης και της πνευματικής ζωής εν γένει, εμφανίζοντας μάλιστα ιδιαίτερη κλίση και επιδόσεις στη νομική επιστήμη.
Στη φιλόξενη γη των παρίστριων πριγκιπάτων πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του. Πρώτα κοντά στον Αλέξανδρο Μουρούζη και κατόπιν δίπλα στον Ιωάννη Γεώργιο Καρατζά και σε άλλους ηγεμόνες κατέλαβε πολλά δικαστικά και διοικητικά αξιώματα, ενώ σε αυτόν κατά βάση οφείλεται η σύνταξη νομοθεσίας για τους κατοίκους της Βλαχίας (1817). Οι σπουδές του ήταν εκείνες που ταίριαζαν σε ένα πνεύμα ανήσυχο και τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν σε πολλές διαφορετικές περιοχές του επιστητού: από την ιατρική, τη χημεία και τη φυσική ως τη φιλολογία, τη νομική και την ποίηση. Την Ελλάδα επισκέφθηκε δύο φορές: μία λίγο πριν από την Επανάσταση του Εικοσιένα ως Φιλικός προκειμένου να προπαγανδίσει τις ιδέες της νεοσύστατης τότε Φιλικής Εταιρείας και μία ως διανοούμενος και καταξιωμένος ποιητής λίγο μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους στα 1836. Ο θάνατος τον βρήκε όμως στη γη της Βλαχίας, όπου, όπως ειπώθηκε, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, το 1847.
Η ποίηση του Χριστόπουλου κινείται σαφώς μέσα στο κλίμα των φαναριώτικων αυλών των ηγεμονιών και χαρακτηρίζεται από ανάλαφρη διάθεση και στιχουργική ευρηματικότητα. Οι κριτικοί γρήγορα απέδωσαν στον καστοριανό λόγιο τον τίτλο του νέου Ανακρέοντα, ενώ οι ερωτικοί και βακχικοί του στίχοι πολύ νωρίς μεταφράστηκαν στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο ίδιος πίστευε ότι η νέα ελληνική υπήρξε το αποτέλεσμα της εξέλιξης της αιολικής και της δωρικής διαλέκτου. Δίκαια θεωρείται, όπως άλλωστε και ο ομοϊδεάτης και φίλος του Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), μία από τις προδρομικές μορφές στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα ποιήματα του συγχρόνου του Βηλαρά δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Βηλαράς, γιατρός στην υπηρεσία του Αλή Πασά, έμεινε πιο μακριά από το φαναριώτικο κλίμα, πιο κοντά στον κόσμο της υπαίθρου, υπήρξε πιο γνήσιος και πιο βαθύς, ακόμη και στα σατιρικά του. Και ο Χριστόπουλος και ο Βηλαράς πίστευαν στη δημοτική που ο πρώτος ονόμαζε «κοινή συνήθεια» και ο δεύτερος «κοινή γλώσσα μας». Τα Ποιήματα του Ιωάννη Βηλαρά, με εκτενέστατη εισαγωγή αναφερόμενη στη ζωή του και στην ποίησή του, επανεκδόθηκαν σε έναν ογκώδη τόμο των 600 σελίδων από τον Γιώργο Ανδρειωμένο το 1995.
Το συνολικό ποιητικό έργο του Χριστόπουλου επανεκδόθηκε πρόσφατα από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, με διεξοδική εισαγωγή, φιλολογικό σχολιασμό, αναλυτική βιβλιογραφία και εκτενή πίνακα λέξεων και φράσεων, και πάλι από τον Γιώργο Ανδρειωμένο. Είναι σίγουρο ότι η τωρινή έκδοση ξεπερνά τις προηγούμενες τόσο σε όγκο (αφού περιλαμβάνει όλα τα ποιήματα του Χριστόπουλου που έχουν εντοπιστεί, χωρίς περικοπές) όσο και σε φιλολογική εγκυρότητα (αφού παρουσιάζονται η ζωή και το έργο του με τρόπο απόλυτα ενημερωμένο με τα πορίσματα των νεότερων ερευνητών). Η βιβλιογραφική καταγραφή προσθέτει σημαντικό αριθμό λημμάτων στις υπάρχουσες βιβλιογραφίες, εκτεινόμενη σε 540 λήμματα. Το δε λεξιλόγιο είναι πλήρες και με παραπομπές στους στίχους των ποιημάτων όπου απαντά κάθε σημασία. Ο Ανδρειωμένος εξηγεί με σαφήνεια την εκδοτική τακτική που ακολούθησε και συνοδεύει τη δημοσίευση κάθε ποιήματος με φιλολογικά σχόλια τα οποία μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εκδοτική του τύχη.
Βάση της έκδοσης αποτελούν τα Λυρικά του 1811 και του 1841. Και τούτο επειδή τα μεν πρώτα καθιέρωσαν τον Χριστόπουλο ως ποιητή ενώ η έκδοση των δευτέρων βασίστηκε σε αυτόγραφο του Χριστόπουλου. Μαζί με αυτά δημοσιεύονται όσα ποιήματα περιλαμβάνονται στις ενδιάμεσες εκδόσεις των Λυρικών, στα 1817-1818, στα 1831 και στα 1833, τα οποία δεν ευρίσκονται στις προμνημονευθείσες δύο εκδόσεις, το Δράμα ηρωικόν του 1805, οι Υμνοι του ποιητή προς τον ηγεμόνα Καρατζά και όσοι στίχοι περιέχονται στα Ελληνικά Αρχαιολογήματα, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή (1853). Αξίζει να σημειωθεί ότι στα σχόλια του επιμελητή σημειώνονται όλες οι διορθώσεις που επέφερε ο ποιητής στα ποιήματά του κατά την παρισινή τους έκδοση του 1833 σε σχέση με την έκδοση του 1811. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η τελικώς επιτυχημένη επανέκδοση των ποιημάτων του Χριστόπουλου κάθε άλλο παρά εύκολο εκδοτικό έργο υπήρξε. Το αντίθετο μάλιστα, χρειάστηκαν και πολύμοχθη βάσανος των γραφών και εκδοτική φροντίδα που μόνο μέσα από ιδιαίτερη εμπειρία, εννοώ του φιλολογικού επιμελητή, θα μπορούσε να ανευρεθεί και να εφαρμοστεί.
Ο Ανδρειωμένος κατόρθωσε να ενσωματώσει ένα πλουσιότατο υλικό σε μια περιεκτική και φιλολογικά προσεγμένη εισαγωγή ενώ δεν εφείσθη χώρου προκειμένου να βιβλιογραφήσει τον ποιητή και να σχολιάσει το δημοσιευόμενο υλικό. Έτσι, μετά τη Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου (1818-1988) από το ΕΛΙΑ (1993) και την έκδοση των ποιημάτων του Βηλαρά (1995) από τον ίδιο επιμελητή και το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, έχουμε την ευκαιρία να χαρούμε το ποιητικό έργο του Αθανάσιου Χριστόπουλου σε μια άρτια και προσεγμένη από πάσης απόψεως έκδοση.
Φώτης Δημητρακόπουλος, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 8-04-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά, το Μάιο του 1772, και πέθανε στο Βουκουρέστι, τον Ιανουάριο του 1847. Εμαθε λατινικά και διδάχτηκε φιλοσοφία και ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βούδας και συνέχισε με χημεία, φυσική, βοτανική και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Σπουδασμένος στην καρδιά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, πολύγλωσσος και με πολλαπλά πνευματικά ενδιαφέροντα, ο νεαρός λόγιος επιστρέφει στα τέλη του 18ου αιώνα στο Βουκουρέστι, στο οποίο είχε μετακινηθεί από τα παιδικά του χρόνια η οικογένειά του και αρχίζει το στάδιό του στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Μουρούζη, όπου και αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών του. Σύντομα ο Μουρούζης τον τοποθετεί δικαστή σ' ένα από τα δικαστήρια του Ιασίου -κι έτσι ξεκινάει η μακρά και πολύμοχθη νομική του καριέρα.
Το 1811 ο Μουρούζης γυρίζει στην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας μαζί του τον ευνοούμενό του, που απαλλαγμένος τώρα από οποιαδήποτε βιοτική και επαγγελματική μέριμνα επιδίδεται απερίσπαστος στη στιχουργική, για να δημοσιεύσει, εν έτει 1811, τα Λυρικά, μια συλλογή που όχι μόνο διαβάστηκε και αγαπήθηκε κατά κόρον στην εποχή της, αλλά και έμελλε να αποτελέσει την ιστορική αφετηρία της νεοελληνικής γραμματείας. Λίγο μετά τη δημοσίευση του πρώτου ποιητικού του βιβλίου, ο Χριστόπουλος ξαναβρίσκεται στη Βλαχία, αυτή τη φορά στην αυλή του Ιωάννη Γεωργίου Καρατζά. Διορίζεται εκ νέου δικαστής και σύντομα καταπιάνεται με τη σύνταξη συστηματικού νομοθετικού έργου. Το 1818 μετακινείται στην Τρανσυλβανία, όπου και μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Στην Τρανσιλβανία ασχολείται ξανά με τη φιλοσοφία, ενώ επιχειρεί να μεταφράσει την Ιλιάδα. Το 1828 εγκαθίσταται για άλλη μια φορά στο Βουκουρέστι και οκτώ χρόνια αργότερα ταξιδεύει στο Ελληνικό Βασίλειο, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τους ομοτέχνους του. Στο Βουκουρέστι συνεχίζει ώς το τέλος σχεδόν της ζωής του το νομικό του έργο, ξανατυπώνοντας παράλληλα εμπλουτισμένα τα Λυρικά, το 1841.
Το βάρος της ζωντανής γλώσσας
Μεγαλωμένος στο διανοητικό περιβάλλον των Παρίστριων Ηγεμονιών, όπου οι γλωσσικές διαμάχες είναι συχνές, σε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας τα πάντα γύρω από τη γλώσσα παραμένουν εξαιρετικά ρευστά, ο Χριστόπουλος προσανατολίζεται από πολύ νωρίς και υπό τη σαφή επιρροή του Δημητρίου Καταρτζή και του Γρηγορίου Κωνσταντά, στη ζωντανή, καθημερινή έκφραση, την οποία και σπεύδει να εφαρμόσει στα ερωτικά και βακχικά του ποιήματα. Και ο ολοζώντανος αυτός λόγος, θρεμμένος με τις καλύτερες διαφωτιστικές παραδόσεις, ένας λόγος που τροφοδότησε τα μάλα και το σολωμικό ιδεώδες είναι αναμφίβολα ό,τι πιο σημαντικό απομένει απο τον Χριστόπουλο στους αιώνες που τον ακολούθησαν. Τα ίδια τα ποιήματά του δεν μπορούμε, βεβαίως, σήμερα παρά μόνο με συμπάθεια να τα δούμε: γραμμένα στο κλίμα της κοσμοθεωρίας των φαναριώτικων μισμαγιών (χειρόγραφες ανθολογίες που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι) υμνούν τον έρωτα και το κρασί, με μια πεισιθάνατη κατά βάση ματιά. Τα νιάτα σαρώνονται εν ριπή οφθαλμού και το γήρας και ο θάνατος καραδοκούν στην έξοδο μιας ούτως ή άλλως σύντομης, περαστικής και μάταιης ζωής. Ο,τι μας έχει δοθεί, λοιπόν, παραγγέλνει ο ποιητής ας μετατραπεί σε αντικείμενο χαράς και ικανοποίησης εδώ και τώρα, όσο διασώζεται ετοιμοπόλεμο και ακμαίο - τα υπόλοιπα θα τα συντρίψει, σε κάθε περίπτωση και κόντρα σε οποιοδήποτε εμπόδιο, με το μέγα δρεπάνι του (δρολάπι σωστό) ο χρόνος.
Η καινούργια έκδοση
Τα Λυρικά του 1811 και του 1841 γνώρισαν πολλές εκδόσεις τόσο στο 19ο όσο και στον 20ό αιώνα. Ο Γιώργος Ανδρειωμένος έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στη δική του έκδοση, που διαδέχεται την έκδοση της Ελένης Τσαντσάνογλου του 1970 (ας σημειωθεί ότι την τελευταία πεντηκονταετία τα Λυρικά εξέδωσαν επίσης ο Λέανδρος Βρανούσης, το 1956, και ο Γιώργος Βαλέτας, το 1969). Το υλικό του Ανδρειωμένου περιλαμβάνει όχι μόνο τα λυρικά ποιήματα των εκδόσεων του 1811 και του 1841, αλλά και όσα στιχουργήματα παραδίδονται σε άλλες εκδόσεις (όπως εκείνες του 1817, του 1818, του 1831 και του 1833), ενώ συμπληρώνεται με το ηρωικό δράμα Αχιλλεύς (1805), καθώς και με τον Υμνο εις τον Υψηλότατον αυθέντην Ουγγροβλαχίας κύριον Ιωάννην Καρατζάν (1813) και τα Ελληνικά αρχαιολογήματα (1853). Ο επιμελητής προτάσσει μακροσκελή εισαγωγή, όπου τοποθετεί τον ποιητή στο παιδευτικό, το κοινωνικό και το πολιτικό του περιβάλλον, εξετάζοντας διεξοδικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική και η επιστημονική του προσωπικότητα.
Ρίχνοντας εύλογα το βάρος στις γλωσσικές θέσεις, αλλά και στη γλωσσική πράξη του Χριστόπουλου, ο Ανδρειωμένος πλάθει ανάγλυφο το λογοτεχνικό του μέγεθος και εφοδιάζει με όλα τα απαραίτητα εργαλεία τόσο τον απλό όσο και τον φιλέρευνο αναγνώστη. Στη διάθεση του αναγνώστη βρίσκονται ακόμη τα σχόλια (στίχο προς στίχο) των ποιημάτων, εκτενής βιβλιογραφία (μέσα από την παρακολούθηση της οποίας μπορεί κανείς να δει τη σταθερή, αδιάκοπη θα έλεγα, υποδοχή του Χριστόπουλου από τα χρόνια του ώς τις ημέρες μας), ευρετήριο της βιβλιογραφίας και πίνακας λέξεων και φράσεων. Μία καθ' όλα σοβαρή και υπεύθυνη, με άλλα λόγια, δουλειά, που αναδεικνύει όχι μόνο το πρόσωπο και το έργο του Χριστόπουλου, αλλά και μιαν ολόκληρη εποχή - εποχή που έβαλε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, τα θεμέλια για το σχηματισμό της ταυτότητας του νέου Ελληνισμού.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/03/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις