0
Your Καλαθι
Πιο πέρα από το πέρα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Το 1941, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην πόλη, ήμουν σχεδόν εξήντα χρονώ. «Μάνα» μου είπε η νύφη μου, η Κατίνα, «έλα να μείνεις μαζί μας. Θα έρθουν δύσκολες μέρες». Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να ζεις χωρίς ελπίδα, με μιαν ανάμνηση ξεθωριασμένη. Αυτό ήταν που με πονούσε περισσότερο. Ότι σιγά σιγά χανόταν η μορφή του Δημητρού μου. Έμενε μόνο η αίσθηση της παρουσίας του, της κοινής μας ζωής. Μας έβλεπα από το παρόν που βίωνα, σαν να ήμασταν δυο άλλοι. Πρόσωπα πολύ οικεία και αγαπημένα, που έζησαν ελάχιστα μαζί και που χώρισαν βίαια, μέσα στη λαίλαπα του πολέμου και του ξεριζωμού, χάνοντας την ταυτότητά τους κάπου εκεί στα μέρη που γεννήθηκαν. Τη μέρα εκείνη το πήρα απόφαση. Έβγαλα από το μπαούλο τη θρακιώτικη φορεσιά μου, τη φόρεσα με προσοχή, έπλεξα τα μαλλιά μου γύρω από το κεφάλι μου, μαραμένο πυρόξανθο στεφάνι, και κατηφόρισα την Αγίας Σοφίας. Η πόλη μόλις που ξυπνούσε κι εγώ, με τον ήλιο της ανατολής κατακόκκινο στην πλάτη μου, βούτηξα στα παγωμένα νερά του Θερμαϊκού. «Είσαι η ανατολή και η δύση μαζί. Η θάλασσα και η στεριά».
Ξύπνησε αργά η πανώρια πόλη και κοίταξε τη θάλασσα. Βαρκούλες χάρτινες χόρευαν στα νερά της. Πάνω στο καΐκι του ένας ψαράς ζύγιζε με το μάτι του τη βραδινή ψαριά του. Στην πλώρη, ακρόπρωρο αρχαίας μνήμης, δυο ασημοπτέρονγα γλαρόνια έστεκαν κι αναμετρούσαν τα χρόνια που εχάθηκαν κι αυτά που περιμένουν. Κι ύστερα πέταξαν μακριά πιο πέρα από το πέρα.
Ξύπνησε αργά η πανώρια πόλη και κοίταξε τη θάλασσα. Βαρκούλες χάρτινες χόρευαν στα νερά της. Πάνω στο καΐκι του ένας ψαράς ζύγιζε με το μάτι του τη βραδινή ψαριά του. Στην πλώρη, ακρόπρωρο αρχαίας μνήμης, δυο ασημοπτέρονγα γλαρόνια έστεκαν κι αναμετρούσαν τα χρόνια που εχάθηκαν κι αυτά που περιμένουν. Κι ύστερα πέταξαν μακριά πιο πέρα από το πέρα.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις