0
Your Καλαθι
Σουνυάτα
Περιγραφή
20 Mαρτίου 1951. Γουίλιαμσταουν, μια αμερικανική πολίχνη ξεχασμένη από το χρόνο. Ένα ανεξήγητο κύμα αυτοκτονιών αφήνει πίσω του δεκατέσσερις νεκρούς εφήβους. Δεκατέσσερα απροσδόκητα, τραγικά χτυπήματα. Aνάμεσα σε αυτούς που χάνονται είναι και η μικρή φίλη του εφημέριου, η αινιγματική Mπέτυ Kάρτερ. Tότε εμφανίζεται στην πόλη ο Aντώνιος Περλ, ένας αμφιλεγόμενος γητευτής ψυχών. Oι αλλόκοτες δοξασίες του ίσως να κρύβονται στη σκιά των θανάτων της Γουίλιαμσταουν. H Σουνυάτα είναι μυστηριώδης, όπως ο τίτλος της. Aναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση ενός ρηξικέλευθου μυθιστορήματος.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στον «Βομβιστή του Παρθενώνα» (1996) εξέθεσε αδρομερώς τη μέθοδο γραφής του, την οποία στα μετέπειτα έργα του δούλεψε επιμελέστερα για να απολήξει σ' ένα απολύτως ξεχωριστό συγγραφικό ύφος. Με το λιπόσαρκο αυτό βιβλίο ο Χρήστος Χρυσόπουλος συστήθηκε στην πεζογραφία. Σκοτεινό, παράξενο, υπογείως σαρκαστικό, κερματισμένο στη δομή, συντεθειμένο από πολλαπλές οπτικές γωνίες, το διήγημα περιέχει σε υβριδική μορφή στοιχεία που θα συναντήσουμε ευκρινέστερα σε αρτιότερες δουλειές του. Η θεματική επικεντρώνεται σε εμμονή του πρωταγωνιστή, τροφοδοτούμενη από ένα σχηματικό θεωρητικο-φιλοσοφικό πλαίσιο, η οποία προοδευτικά αποκτά διαστάσεις νοσηρές για να εκτονωθεί τελικά με την προβλεπόμενη αυτοκαταστροφή. Εναν χρόνο αργότερα ο Χρυσόπουλος δημοσιεύει τις «Συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου». Ως προς την ειδολογική κατάταξη (συνήθης αφορμή προβληματισμού στα βιβλία του), πρόκειται για συλλογή διηγημάτων μοιρασμένων σε πέντε θεματικές ενότητες. Στις ιστορίες κυριαρχούν τα παράδοξα περιστατικά, πρόσωπα εκκεντρικά ή ιδιόμορφα, η πολυμορφία και οι επιτήδειες μεταμφιέσεις της γραφής, τα εγκεφαλικά παίγνια, οι φιλοσοφικές διερωτήσεις. Εκείνο που πρωτίστως διαφοροποιεί το βιβλίο τόσο από το «Βομβιστή» όσο και από τα τρία επόμενα («Σουνυάτα», «Ο μανικιουρίστας», «Περίκλειστος κόσμος») είναι το απροκάλυπτα σκωπτικό και εξωστρεφές ύφος, σπάνιο στη γραφή του Χρυσόπουλου. Η τελευταία ενότητα των «Συνταγών» περιλαμβάνει «τρεις ιστορίες περί θανάτου», διανοίγοντας γέφυρα με τη «Σουνυάτα» (1999), με την οποία ο συγγραφέας αποδεικνύει τόσο την ευρωστία της γραφής του και το εύρος των ιδεών του όσο και την αυστηρή, πειθαρχημένη οργάνωση του υλικού του. Η πρόσφατη επανέκδοσή της μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε την εξέλιξη των συγγραφικών του πρακτικών και να (ξανα)διαβάσουμε ένα, από κάθε άποψη, αξιοπρόσεκτο βιβλίο.
Θανάσιμα ερωτήματα
«Αν ο Θεός μάς έπλασε καθ' ομοίωσίν του, του έχουμε σίγουρα επιστρέψει τη φιλοφρόνηση». Το μότο του Βολτέρου -εκτεταμένη η χρήση του σε όλα σχεδόν τα κείμενα του συγγραφέα- προλογίζει μία από τις ιστορίες των «Συνταγών» και, υπό μία έννοια, μας εισάγει στο πνεύμα του τρίτου κατά σειρά βιβλίου του. Η «Σουνυάτα» αποτελεί το πιο ερεβώδες, γριφώδες και κρυπτογραφικό έργο του Χρυσόπουλου. Η παρούσα αναθεωρημένη έκδοση σφραγίζεται με την πλέον ενδεδειγμένη λέξη, «θάνατος». Ενδεδειγμένη καθώς σηματοδοτεί το τέλος μιας διεξοδικής, προκλητικής, ευφάνταστης, ανευλαβούς προσέγγισης, σε σημεία καυστικότατης, του απρόσιτου και ανεπίλυτου του θανάτου. Το λαβυρινθώδες σκεπτικό πάνω στο θάνατο σε συνάρτηση με την αναπόδεικτη ύπαρξη του Θεού αναπτύσσεται σε μία μακροσκελή επιστολή, κεντρικό άξονα του διασπασμένου αφηγήματος. Ο επιστολογράφος Αντώνιος Περλ, παρά τη δυσεξιχνίαστη ιδιοσυστασία του και τις αντιφάσεις του λόγου του, αντιστοιχεί στην πρώτη συγκροτημένη φιγούρα που σκιαγραφεί ο συγγραφέας. Ο ανώνυμος ήρωας του «Βομβιστή», οι ετερόκλιτες παρουσίες των «Συνταγών» αλλά και οι σπαρακτικοί θαμώνες του «Περίκλειστου κόσμου» δεν μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένα πορτρέτα χαρακτήρων, στο μέτρο που άλλοτε υποσκελίζονται από την ψυχική ανισορροπία τους κι άλλοτε χωνεύονται από τη γοητεία της επινόησης στην οποία κατοικούν. Ας επισημάνω εδώ πως η πεζογραφία του Χρυσόπουλου, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής, κάθε άλλο από προσωποκεντρική είναι. Από το πρώτο κιόλας βιβλίο κατέδειξε την προτεραιότητα στην κατασκευή και οροθέτηση του περιβάλλοντος, στην υποβλητικότητα της ατμόσφαιρας, στην αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητα των λέξεων, στην ευρηματικότητα των συλλήψεων και την ερεθιστικότητα της σκέψης έναντι του χτισίματος μυθοπλαστικών ηρώων. Αν ο Αντώνιος Περλ προβάλλει επιβλητικός, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην επιλογή του συγγραφέα να τον ντύσει με ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό πλέγμα, μία εξεζητημένη κοσμοθεωρία, τόσο δυσερμήνευτη όσο και περιχαρακωμένη. Στην ουσία δεν αντικρίζουμε ποτέ το νεφελώδες, εωσφορικό αυτό πρόσωπο. Τα μόνα κλειδιά (πέραν της αδιάτρητης επιστολής) που διαθέτουμε για την αποκρυπτογράφησή του εξαντλούνται σ' ένα χρονολόγιο που μάλλον συσκοτίζει παρά αποσαφηνίζει, κι ένα φωτογραφικό άλμπουμ πιο εύγλωττο από τις σποραδικές βιογραφικές καταγραφές, αλλά αρκετά ερμητικό. Σε συντονισμό με τις ομιχλώδεις θέσεις του, ο Αντώνιος Περλ είναι αδιαπέραστος. Οι περίτεχνες ακροβασίες του πεισιθάνατου στοχασμού του θολώνουν τα ιδιοσυγκρασιακά του γνωρίσματα. Εν ολίγοις, οι λέξεις βαρύνουν περισσότερο από το φορέα τους. Τι λέει όμως ο Περλ; Ο μονόλογός του στοιχειοθετείται από έναν εξαιρετικά περιπεπλεγμένο στροβιλισμό νοημάτων, από αλληλοσυμπληρούμενες ή αλληλοαναιρούμενες σκέψεις που ελίσσονται γύρω από το βασικό θεώρημα ότι «η απουσία θανάτου κάνει αδύνατη την ύπαρξη».
Υπαινικτική ελεγεία
Οι ισχυρισμοί του θα μπορούσαν, απλουστευτικά οπωσδήποτε, να εκληφθούν σαν υπαινικτική αλλά θερμή ελεγεία προς το θάνατο, ως πράξη αναπότρεπτη, αδιάλειπτη, ατιθάσευτη από τη νόηση. Θα μπορούσαν επίσης να προξενήσουν κόπωση και σύγχυση καθώς η προσπέλασή τους προϋποθέτει την αμέριστη υπομονή του αναγνώστη. Ωστόσο, σ' αυτό το δοκιμιακό μέρος εμφωλεύει το σασπένς, σ' αυτό εστιάζεται η ενδεχόμενη διαλεύκανση του μυστηρίου, του μυστηρίου που συνδέει τον Περλ με τις συγχρονισμένες, δυσεξήγητες αυτοκτονίες δεκατεσσάρων εφήβων. Συνεπώς τα θεωρητικά σχήματα της επιστολής που ο Περλ απευθύνει στη θανατόφιλη Μπέτι Κάρτερ, την πιο φιλοπερίεργη από τους αυτόχειρες, φωτίζονται από έναν υποδόριο σαρκασμό, από τα κυριότερα γνωρίσματα της γραφής του Χρυσόπουλου.
Η συγγραφή έχει παραλληλιστεί με απόπειρα απάντησης σε ένα ερώτημα που δεν έχει τεθεί. Η επιχειρηματολογία του Περλ αποσκοπεί στην ανακούφιση υποθετικών, άρρητων υπαρκτικών ανησυχιών της Μπέτι Κάρτερ. «Σε όλες τις ερωτήσεις απαντήσεις δίνει ο θάνατος. Μερικές φορές η σκέψη αυτή είναι καθαρή σαν διαμάντι. Τις περισσότερες όμως φωλιάζει αραχνιασμένη στο μυαλό μου. Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, είναι μια πίστη αχάριστη. Οταν χρειάζομαι τη βοήθειά της, αδυνατεί να προσφέρει διέξοδο. Μου απαντά, μα δεν με κατευθύνει». Η παραπάνω συλλογιστική σε συνδυασμό με το μακάβριο αποτέλεσμά της αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας χειρίζεται δεξιοτεχνικά την ειρωνεία, την αντιστικτική, υπονομευτική παράθεση της σκέψης με την αναίρεσή της. Η σημαντικότερη άλλωστε αρετή της γραφής του έγκειται στην αβίαστη παλινδρόμησή της από το ναρκισσισμό στον αυτοσαρκασμό.
«Σκέφτομαι πως είμαι δέσμιος της πίστης μου και ελεύθερος μόνον εντός της» ομολογεί ο Περλ θυμίζοντας τον εγκλωβισμένο σε μία διαφορετικής υφής αλλά εξίσου ολέθρια ιδεοληψία Βομβιστή. Το ζήτημα της πίστης ως ενσυνείδητης εξαπάτησης του εαυτού απασχολεί επίμονα και τα δύο βιβλία. Οπως επίμονο εμφανίζεται το μοτίβο του εγκλήματος και των ανύποπτων κινήτρων του τόσο στα προαναφερθέντα έργα όσο και στο επόμενο. Ο μανικιουρίστας Φίλιππος Ντόσταλ, ένας αριστοτεχνικά σμιλεμένος, συνεπέστατος λογοτεχνικός χαρακτήρας, χαρίζει ευλόγως στον Χρυσόπουλο το χαρακτηρισμό τού στιλίστα. Παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον οι συγκλίσεις μεταξύ των τριών προσώπων, του Βομβιστή, του Περλ και του Φίλιππου. Και οι τρεις έχουν υιοθετήσει ένα επισφαλές, άκαμπτο σύστημα θεώρησης και εκτίμησης του κόσμου και της ζωής τους το οποίο οχυρώνουν με στέρεα, λογικά επιχειρήματα, αλλά η ακλόνητη, έμμονη πίστη τους σ' αυτό τους παρασύρει σε παρανοϊκά συμπεράσματα και συνεκδοχικά σε πράξεις αλλόκοτες, εγκληματικές.
Ιδιαίτερη μέριμνα (αισθητή από το πρώτο βιβλίο) συνιστά η αληθοφάνεια, το μασκάρεμα της μυθοπλασίας σαν αδιάψευστο ντοκουμέντο. Η παραπλάνηση αυτή που στη «Σουνυάτα» εντοπίζεται πιο εκτεταμένη από οπουδήποτε αλλού (η επίμαχη επιστολή σκηνοθετείται σαν μεταφρασμένο κείμενο), επιχειρείται με λεπτομερείς περιγραφές φωτογραφικών αρχείων, με ακριβείς χρονολογικές ενδείξεις, με παράθεση βιογραφικών και τοπογραφικών στοιχείων, με ένθετα σχόλια ή υποσημειώσεις, με επιδέξια απομίμηση πραγματολογικών τεκμηρίων. Η τακτική της επίπλαστης, τεχνητής αλήθειας εφαρμόζεται και στον «Περίκλειστο κόσμο» (2003), ένα λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ για τα προσφυγικά συγκροτήματα, κραυγαλέα επινοημένο, με εικόνες τόσο κοντινές όσο και ανοίκειες. Τα βιβλία εγκιβωτίζουν το ένα το άλλο. Στις «Συνταγές», παραδείγματος χάριν, διαφαίνονται, ακατέργαστες, οι προσωπογραφίες του Περλ και του Φίλιππου αλλά και η εύθρυπτη, βραχύβια Ολγα. Μάλιστα η περιγραφή της αυτοχειρίας της τελευταίας στον «Περίκλειστο κόσμο» παραπέμπει ευθέως στην απαράμιλλη απόδοση των πρώιμων, εθελούσιων θανάτων της «Σουνυάτας». Οι «τέσσερις ιστορίες προκλητικής θεοκρισίας» μαζί με τις «τρεις ιστορίες περί θανάτου» των «Συνταγών» εμπεριέχουν ψήγματα της φιλοσοφίας του Περλ, ενώ το διήγημα «Το χέρι στον ακάλυπτο», όπου ο ερωτισμός απολήγει στον ακρωτηριασμό, αντανακλά λοξά τη δράση του «Μανικιουρίστα». Σκοπίμως έχω παραλείψει μέχρι εδώ τους τόπους εκτύλιξης των ιστοριών. Ο συγγραφέας με το αταλάντευτα αποστασιοποιημένο, ασυγκίνητο βλέμμα του ισοπεδώνει το ψευτο-δίλημμα μεταξύ εντοπιότητας και οικουμενικότητας. Αμερική, Γερμανία, Σοβιετική Ενωση, Τσεχία, Νέα Σμύρνη και Κουκάκι φαντάζουν στα βιβλία του το ίδιο απόκοσμα και κλειστοφοβικά.
Ο Χρυσόπουλος είναι αδιαμφισβήτητα ένας σημαντικός πεζογράφος που κινεί με μαεστρία τη γραφίδα του σε μία ζώνη οροθετημένη από τις έννοιες του νοσηρού, του στοχαστικού, του άξενου, του απόκρυφου. Τα πέντε βιβλία του μας πείθουν για τις μεγάλες, αξόδευτες δυνατότητές του και δημιουργούν προσδοκίες ακόμα ελκυστικότερων επιτεύξεων. Κι ας επιμένει ο Περλ πως «η πειθώ είναι ικανότητα του παραλήπτη».
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις