0
Your Καλαθι
Το γλωσσικό κουτί
Όψεις της δουλειάς του συγγραφέα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το Γλωσσικό κουτί προσκαλεί σε μια συνάντηση για να συζητήσουμε τα προβλήματα της γραφής. Είναι, με άλλα λόγια, ένας «κοινός τόπος», ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο τοποθετούνται τα επί μέρους ερωτήματα που αφορούν στο λογοτεχνικό έργο, στον συγγραφέα και στην εργασία του.
Μέσα στο Γλωσσικό κουτί υπάρχει ένα πολυσθενές δοκίμιο που ισορροπεί ανάμεσα στην κριτική και στη συγγραφική θεωρία, χωρίς να συντάσσεται πλήρως με καμία πλευρά. Δεν προσεγγίζει τα λογοτεχνικά κείμενα «από έξω», ούτε όμως μυθολογεί τη γραφή αποκαλύπτοντας μια εσωτερική μυστικιστική διεργασία.
Το Γλωσσικό κουτί είναι μόνο ένα λεπτό εργαλείο για να επισκοπήσουμε τη δημιουργία. Ένας πρόθυμος συνομιλητής για όσους ψάχνουν κάποιον δρόμο στην αχαρτογράφητη επικράτεια της γραφής.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Γράφω σημαίνει εναποθέτω όλες μου τις ελπίδες στη λογοτεχνία, γνωρίζοντας από την αρχή ότι, σε κάποιο κρίσιμο σημείο, ακόμα και αυτή θα αποδειχτεί ανεπαρκής. Οι λέξεις είναι άγνωστο ώς ποιο σημείο μπορούν να καταδείξουν έναν κάποιο δρόμο μέσα στον κόσμο. Είναι αναπόφευκτο κάποτε να χαθεί ακόμα και η ίδια η ύπαρξη ή ο χρόνος. Τότε απομένουν εκείνα τα πράγματα για τα οποία αδυνατώ να μιλήσω. Δεν μπορώ όμως και να τα αποφύγω. Είμαι καταδικασμένος να στοχάζομαι για πάντα στη σκιά τους».
Και πράγματι σ' αυτήν ακριβώς τη σκιά στέκεται ο συγγραφέας: άλλοτε για να αναπαυτεί στη δροσιά της και άλλοτε για να φοβηθεί στο σκοτάδι της. Ο «γράφων» γνωρίζει πως την κατοικία του δεν μπορεί να τη φτιάξει ούτε στον γνόφο του καθαρού φωτός ούτε στον πυρήνα του απόλυτου σκότους. Γνωρίζει ακόμη πως ο απώτερος στόχος του, η διά της γραφής παραγωγή νοήματος (ή, με άλλα λόγια, η ποιητική λειτουργία της γραφής του), μόνο στο σκιόφως της ύπαρξης μπορεί να επιτευχθεί. Και νομίζουμε πως ο Χρυσόπουλος γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέγει, παραπληρωματικά ως προς την κυρίως ειπείν γραφή του, αυτόν τον υβριδικό τύπο, τη θεωρητική αφήγηση, για να επιτύχει τον δικό του σκοπό. Μόνος του ο λόγος τού εν στενή εννοία δοκιμίου θα ήταν υπερβολικά ψυχρός· ο δε λόγος της αμιγούς λογοτεχνικής γραφής θα κινδύνευε να τον ξεστρατίσει σε άλλα μονοπάτια, άλλα από αυτά στα οποία οδηγεί ο εν τοις πράγμασι αναστοχασμός της γραφής.
Ετσι λοιπόν, ο Χ. Χ. επιλέγει αυτό το σπάνιο για την ελληνική γραμματεία είδος -που παραπέμπει κάπως, νομίζουμε, στα «Μαθήματα για τον Λόγο» του Γ. Χειμωνά-, τη θεωρητική αφήγηση, είδος μεικτό αλλά νόμιμο, ένα κράμα κριτικής και θεωρίας αλλά σε υψηλότερη θερμοκρασία, που θα ταίριαζε περισσότερο με την κυρίως αφηγηματική γραφή. Και αυτό είναι το (κερδισμένο) στοίχημά του: πώς να εισέλθει στην επικράτεια της λογοτεχνικής γραφής χωρίς να γράψει λογοτεχνία αλλά και χωρίς να ενδώσει στους ποικίλους κοινούς τόπους που μυθολογούν τη γραφή σαν μια σχεδόν εξωτική διαδικασία.
Με το «Γλωσσικό κουτί» ο συγγραφέας του επαναθέτει ένα ερώτημα που μοιάζει να το γέννησε ο ρομαντισμός, αλλά το παρέλαβαν όλοι οι διάδοχοί του, από τον ρεαλισμό ώς τον μοντερνισμό: ποια η σχέση του συγγραφέα, πιο συγκεκριμένα της γραφής του, με τις «θεωρητικές» προϋποθέσεις της, δηλαδή: α) με το κλειστό, εσωτερικό, προσωπικό σύστημα αναφοράς που (οφείλει να) διαθέτει ο συγγραφέας και β) με το προ-λογοτεχνικό, προ-γλωσσικό υλικό του. Με άλλα λόγια, ο Χρυσόπουλος επιχειρεί, μεταξύ άλλων, να ιχνηλατήσει τη -συχνά επίπονη- διαδρομή από τον ενδιάθετο στο μιλημένο λόγο, από τη λανθάνουσα έκφραση στη γραφή.
Εδώ ίσως βρίσκεται και η κυριότερη διαφωνία μας: ο Χ. Χ. φαίνεται να πιστεύει στην ανάγκη ύπαρξης ενός κέντρου που θα παίζει τον ρόλο οιονεί πηγής για την αφήγηση. Εμείς πιστεύουμε ότι η πραγματικότητα είναι από μόνη της, αφ' εαυτής, ένα εν δυνάμει, υπνώττον αφηγηματικό υλικό: ο κόσμος είναι ένα προ-αισθητικό υλικό, μια ιστορία σε κατάσταση αφηγηματικής ηρεμίας. Και ο συγγραφέας, με μια σημαίνουσα χειρονομία (γράφοντας), την αποσπά μερικώς, για να τη μεταφέρει στο πεδίο της ενεργού αφήγησης. Ο Κόσμος υπάρχει, αλλά χρειάζεται τη Γραμματική για να ειπωθεί. Αν ένα τέτοιο κέντρο, οπωσδήποτε προ-γλωσσικό και πιθανώς υπερβατικό, μπορούσε να υπάρχει, θα έπρεπε να αυτονοηματοδοτείται. Και εξαιρέσει του Θεού, τέτοιο κέντρο, με αυτές τις προϋποθέσεις και ιδιότητες, δεν μπορεί να υπάρξει.
Είναι τέτοια η γκάμα των θεμάτων που περιέχονται στο «Γλωσσικό κουτί», που είναι αδύνατον σ' ένα τόσο σύντομο σημείωμα έστω και να τα απαριθμήσουμε. Τον πιο σημαντικό του στόχο ο Χρυσόπουλος, ούτως ή άλλως, τον έχει επιτύχει: να συστήσει μια θεωρητική αφήγηση, αυτόνομη και αυτάρκη, πλάι στο κατά κυριολεξία αφηγηματικό του έργο.
Ο Χρυσόπουλος παρεκβαίνει κατά τόπους από το κυρίως σώμα της θεωρητικής του αφήγησης, για να παρενθέσει αυτόνομους (συνθετικούς) στοχασμούς, λίγο θερμότερους, λίγο προσωπικότερους και λίγο «δραματικότερους» από το κείμενο της κύριας ροής - νησίδες, θα λέγαμε, ιδιωτικής γραφής μέσα στη συνεχή ροή ενός δημόσιου λόγου.
Με το «Κουτί» του ο συγγραφέας επιβεβαιώνει όχι απλώς την κατάρτισή του και το βάθος της στόχευσής του, αλλά και πιστοποιεί την ύπαρξη μιας νέας, ελπιδοφόρου τάσης στα γράμματά μας, που, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές, ανεξάρτητα ακόμη και από τις ίδιες τις λογοτεχνικές επιτεύξεις, δείχνει πως κάτι αρχίζει να κινείται στη νεότερη λογοτεχνία μας, καθώς αρχίζει να εξετάζει, να μελετά και, εν τέλει, να αναδιαπραγματεύεται τις θεωρητικές προϋποθέσεις της γραφής της. Αυτό που υμνήθηκε, υπέρμετρα και καταχρηστικά κατά τη γνώμη μας, κατά τη δεκαετία του '90, δηλαδή η πρωτοβάθμια, συναισθηματικού τύπου καταγραφή της πραγματικότητας, καταγραφή τροφοδοτημένη σχεδόν αποκλειστικά από τα δεδομένα της άμεσης εμπειρίας, ίσως να έχει αρχίσει να εκμετρά το ζην κάτω από την, πολιτισμικού τύπου, πίεση που ασκεί η ανάγκη για συνθετότερες αφηγήσεις και για αναδιάταξη των σχέσεων ανάμεσα στο συλλογικό φαντασιακό (που εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων, η λογοτεχνία) και την πραγματικότητα. Ολοι ξέρουν πια πως η πρόσληψη των κειμένων και των συγγραφέων είναι, σχεδόν αποκλειστικά, υπόθεση πολιτισμού.
Για το τέλος, κατά παράβαση των ειωθότων, ας μας επιτραπεί μια μικρή, συγκινημένη παράγραφος:
Καθώς η λογοτεχνία ποτέ δεν αποσπάστηκε από το λυτρωτικό αίσθημα της συνάντησης, μπορούμε να πούμε ότι, διαβάζοντας τη θεωρητική αφήγηση του Χ. Χρυσόπουλου, αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι μέσα στο αντιφατικό πεδίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις