Η μάνα και το νόημα της ζωής
30%
Περιγραφή
Η Μάνα και το νόημα της ζωής είναι το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Ίρβιν Γιάλομ, μετά τον Δήμιο του έρωτα. Με τολμηρή ειλικρίνεια ο ψυχίατρος-συγγραφέας ζωντανεύει εδώ, στο πιο προσωπικό από τα βιβλία του, τους περιορισμούς και τα λάθη του, τις φαντασιώσεις του, τις αμφιβολίες και τους πειραματισμούς του, και μέσα από αυτά τη διαδρομή προς την κατανόηση, τη μάθηση και τέλος τη διδαχή. Τέσσερις αληθινές/αυτοβιογραφικές ιστορίες και δύο φανταστικά αφηγήματα με ήρωα τον Έρνεστ Λας, τον ψυχοθεραπευτή του μυθιστορήματος Στο ντιβάνι, συνθέτουν ένα μωσαϊκό συγκλονιστικών καταστάσεων που κινούνταιι διαρκώς μέσα και έξω από τα όρια της ψυχοθεραπείας, διερευνώντας από μια ακόμα οπτική γωνία τα ανεξάντλητα ζητήματα της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της ευθύνης, του νοήματος της ύπαρξης και της απώλειάς του, της μοναξιάς και της κοινωνίας.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Ίρβιν Γιάλομ: Εγχειρίδιο επιβίωσης με τους τρόπους της λογοτεχνίας
Ο ποπ σταρ του ντιβανιού
Η περίπτωση Γιάλομ (1931) αποτελεί εκδοτικό φαινόμενο. Βιβλία ψυχοθεραπευτικής αγωγής, επιστημονικά βιβλία, άρθρα, μυθιστορήματα με οικεία θέματα. Τα βιβλία του πουλάνε πολύ, μεταφράζονται, διαβάζονται από ευρύ κοινό. Ο ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Έχει καταφέρει το ακατόρθωτο: έκανε την ψυχοθεραπεία αφηγηματική μόδα.
Τι είναι αυτό που κατέστησε τον Γιάλομ ποπ σταρ της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας; Η σαρωτική εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του σχετίζεται με το γεγονός ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί- ή αν θέλετε αξιοποιεί- την αφήγηση, για να προσφέρει στους αναγνώστες του οδηγίες χρήσεως του βίου. Εδώ η μυθοπλασία είναι το πρόσχημα: Καθιστά πιο εύπεπτη και πιο παραστατική την παιδαγωγική αιχμή του βιβλίου. Γι΄ αυτό ίσως, παρά το μεικτό είδος της αφήγησης, η πλάστιγγα γέρνει πλήρως προς τη μεριά της ψυχοθεραπείας.
Ζωή: Οδηγίες χρήσεως. Κάπως έτσι λειτουργούν τα βιβλία του Γιάλομ. Δίνουν οδηγίες στα δύσκολα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιλούν για το πέν θος. Το βιβλίο Η μάνα και το νόημα της ζωής περιέχει έξι ιστορίες ψυχοθεραπείας. Στις τέσσερις, αφηγητής και ψυχοθεραπευτής είναι ο ίδιος ο Γιάλομ. Στις δύο τελευταίες ο Γιάλομ χρησιμοποιεί μια ψυχοθεραπευτική και αφηγηματική περσόνα, τον ψυχοθεραπευτή Χάλστον.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο κατ΄ αναλογίαν με τον Δήμιο του έρωτα του ίδιου συγγραφέα. Κι εδώ, όπως κι εκεί, έχουμε ιστορίες ψυχοθεραπείας που αναπτύσσονται με τα αφηγηματικά τεχνάσματα του διηγήματος. Το πένθος παρουσιάζεται σε διαφορετικές εκδοχές: το μακρύ και επίμονο συζυγικό πένθος της Αϊρίν, η οποία χάνει τον σύζυγό της επώδυνα. Η πένθιμη αναμονή της καρκινοπαθούς Πώλα, η οποία προετοιμάζει τον εαυτό της, τους γύρω της αλλά και αρκετούς ομοιοπαθείς για το επικείμενο τέλος. Το καταχωνιασμένο πένθος της καλοσυνάτης Μανόλια. Το πένθος του ίδιου του Γιάλομ για την απώλεια της μάνας του.
Ο Γιάλομ αξιοποιεί τα όνειρα των ασθενών- αλλά και τα δικά του. Αποτυπώνει τις συνεδρίες και τις σκέψεις του, το πινγκ πονγκ των ερωταποκρίσεων. Στο εναρκτήριο κείμενο με τον ομώνυμο τίτλο περιγράφεται ένα καθοριστικό όνειρο. «Μάνα, πώς τα πήγα;» είναι η τρομερή κραυγή του Γιάλομ. Οι δύο τελευταίες ιστορίες, οι ιστορίες του ψυχοθεραπευτή Χάλστον, αφορούν μια επιθετική, εγωίστρια και φραγκόφωνη ασθενή, η οποία μεταλλάσσεται από ένα τυχαίο περιστατικό, ενώ «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας» θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από κάποιο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ.
Ο Γιάλομ δεν παρουσιάζει ασθένειες, ούτε περιστατικά. Παρουσιάζει πρόσωπα. Δεν προσαρμόζει τον ασθενή στο ψυχοθεραπευτικό μοντέλο, αλλά το ψυχοθεραπευτικό μοντέλο στον ασθενή. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση δίνει όχι μόνο το θεραπευτικό αλλά και το αφηγηματικό στίγμα του Γιάλομ. Ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να μας θαμπώσει με ορολογία. Τον ενδιαφέρει να διηγηθεί ενδεικτικές συνεδρίες, οι οποίες ερμηνεύουν και συμβουλεύουν ταυτόχρονα.
Τα αφηγηματικά κείμενα του Γιάλομ, ακόμα και τα μυθιστορήματα, βρίσκονται στην ώα της λογοτεχνίας. Χρησιμοποιούν τα τεχνάσματα και τους τρόπους της, αλλά με συγκεκριμένο εξωλογοτεχνικό στόχο, ο οποίος άλλοτε δηλώνεται ρητά και άλλοτε υποβάλλεται. Ο Γιάλομ επιθυμεί να μας συμβουλέψει πώς να χειριστούμε τις κρίσεις μας, πώς να τα βγάλουμε πέρα μ΄ αυτό το δύσκολο πράγμα που λέγεται ζωή. Γράφει εγχειρίδιο επιβίωσης. Χρησιμοποιεί τους τρόπους της λογοτεχνίας για να στήσει γέφυρες με τον αναγνώστη.
Σοφία Νικολαΐδου, Τα Νέα, 16/6/2007
Κριτική:
Η μόνη χαμένη υπόθεση
Ενας φανταστικός διάλογος του συγγραφέα με τη μητέρα του ή πώς να γεφυρώσουμε την άβυσσο που μας χωρίζει με το μόνο πλάσμα που αγαπάμε πραγματικά στη ζωή μας
Η αναδρομή στο παρελθόν μοιάζει για τον Ιρβιν Γιάλομ περιττή βάσανος. Μας το έχει δείξει στα βιβλία του, το είχε πει και αυτοπροσώπως όταν ήρθε στη χώρα μας. «Πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε για ένα καλύτερο παρελθόν» ήταν περίπου το μήνυμα που μας μετέφερε ο καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στις ΗΠΑ.
Το αίσθημα του ανικανοποίητου
Με το παρόν βιβλίο θέλησε προφανώς να δώσει και ένα παράδειγμα: την περίπτωσή του. Χωρίς κάποια άλλη εξήγηση, αναπολεί την παιδική του ηλικία στην πρώτη αυτοβιογραφική ιστορία, περνάει με τα επόμενα τρία κεφάλαια στην περίοδο που γνώρισε την ηθική καταξίωση ως σπεσιαλίστας αντιμετώπισης του πένθους, και καταλήγει με τα δύο τελευταία φανταστικά αφηγήματα στον καιρό του «ντιβανιού» και της λογοτεχνικής αναγνώρισης. Κάπου προς το τέλος ανακαλύπτουμε ξανά τη γνώριμη λογομαχία: «Ναι, το παρελθόν είναι βέβαιο ότι μας διαφεύγει (...), αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι κάτω απ' όλα αυτά υπάρχει ένα έγκυρο υπο-κείμενο, μια αληθινή απάντηση στην ερώτηση "Με χτυπούσε ο αδελφός μου όταν ήμουνα τριών χρόνων; " ακούστηκε η άποψη του βετεράνου δόκτορα Βέρνερ. «Το έγκυρο υπο-κείμενο είναι μια αρχαία αυταπάτη» θα αντικρούσει ο νεαρός ψυχοθεραπευτής Ερνεστ Λας (το φανταστικό alter ego του Γιάλομ). «Δεν υπάρχει έγκυρη απάντηση σ' αυτή την ερώτηση. Το περιεχόμενό της... το αν σε χτυπούσε επίτηδες ή για πλάκα, το αν σου έδινε μόνο ένα μικρό μπατσάκι ή σου άστραφτε μια μπουνιά που έχανες τις αισθήσεις σου... είναι για πάντα χαμένο».
Να γιατί, λοιπόν, η πρώτη ιστορία μάς έχει αφήσει με το αίσθημα του ανικανοποίητου. Περιμέναμε να δούμε γιατί ο Ιρβιν Γιάλομ αισθάνεται να τον καταδυναστεύει ακόμη η μητέρα του, μια και αποφάσισε ο ίδιος να το αναλύσει. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, την έβλεπε ακόμη στα όνειρά του. Θα έκανε αναδρομή στα χρόνια που ήταν απλώς ο γιος μιας οικογένειας εβραίων μεταναστών από τη Ρωσία σε μια λαϊκή πολυκατοικία στο Μπρονξ, για να το εξηγήσει: «Γιατί της κουνάω τώρα το χέρι αφού χρόνο με τον χρόνο ζούσα μαζί της σε μια σχέση αδιάκοπης εχθρότητας; Η μάνα μου ήταν ματαιόδοξη, ελεγκτική, παρεμβατική, καχύποπτη, μοχθηρή, τρομερά ισχυρογνώμων και με μια αβυσσαλέα άγνοια (έξυπνη όμως... αυτό ακόμα κι εγώ το έβλεπα). Ποτέ, ούτε μια φορά δεν θυμάμαι να ζήσαμε οι δυο μας μια στιγμή ζεστασιάς. Ούτε μια φορά δεν ένιωσα περήφανος για κείνην και δεν σκέφτηκα πόσο χαίρομαι που είναι μάνα μου. Ηταν φαρμακόγλωσση και είχε να πει κάτι κακό για όλους (...). Ο τρόπος που μιλούσε η μάνα μου ήταν τρομερός, τα αγγλικά της είχαν μια πολύ έντονη ξενική προφορά και οι μισές λέξεις ήταν γίντις. Ποτέ δεν ερχόταν στο σχολείο μου στην ημέρα των γονέων ή στις συναντήσεις με τους καθηγητές. Δόξα τω Θεώ! Μ' έπιανε τρεμούλα στη σκέψη ότι θα 'πρεπε να τη συστήσω στους φίλους μου. (...) Το μεγάλο αίνιγμα της παιδικής μου ηλικίας ήταν, Πώς την ανέχεται ο Μπαμπάς;». Τότε γιατί νοιαζόταν πάντοτε να μάθει και ο ίδιος: «Πώς τα πήγα, μάνα;». Ζητούσε από τη μητέρα του να τον αποδεχτεί ακόμη και όταν μεγάλωσε, παρ' ότι δεν είχε νόημα. «Εγώ είμαι συγγραφέας, κι η Μάνα δεν μπορεί να διαβάσει. Κι όμως, σ' αυτήν στρέφομαι για τη σημασία του έργου και της ζωής μου. Πώς θα την υπολογίσει; Από τη μυρωδιά, από τον όγκο των βιβλίων μου; (...) Ολη μου την εξαντλητική έρευνα, τα άλματα της έμπνευσης, τη σχολαστική αναζήτηση της καθαρής σκέψης, των άπιαστων καλοφτιαγμένων φράσεων: αυτά δεν τα αντιλήφθηκε ποτέ».
Εχοντας περάσει τα εξήντα
Θα τη φέρει τώρα μπροστά του, απλά για να της ξεκαθαρίσει ότι πορεύεται μόνος του πια: «Θέλω μόνο να πω ότι έχουμε κι οι δύο μας μεγαλώσει. Εχω περάσει τα εξήντα. Ισως να ήρθε πια ο καιρός να βλέπουμε ο καθένας τα δικά του όνειρα». Κι εκείνη: «Συνεχίζεις να ντρέπεσαι για μένα» (...). Ο Ιρβιν: «Είναι που δεν μ' ακούς. Είναι ο τρόπος που μιλάς για πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα». Εκείνη: «Δεν σ' ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; Για πες μου, Οϊβιν, εσύ μ' ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για μένα;». «Εχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ' αυτό, στο ν' ακούει τον άλλον». Οπότε ανατρέπεται όλο το σκηνικό του παρελθόντος στα μάτια του: «Θα σου πω κάτι, όμως, Οϊβιν, εγώ περνούσα χειρότερα από σένα. Πρώτα απ' όλα, ούτε εσύ μου έλεγες μια καλή κουβέντα. Εγώ έκανα το νοικοκυριό, σου μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρωγες το φαΐ που σου 'φτιαχνα. Και το ξέρω πως σ' άρεσε. Αλλά ποτέ δεν μου το 'πες. Ούτε μια φορά στη ζωή σου. Ε; Το 'πες καμιά φορά; (...) Σου φερόμουνα σα να 'σουνα βασιλιάς. Οποτε τηλεφωνούσες, μέρα ή νύχτα, άφηνα τον Μπαμπά σου με το μαγαζί γεμάτο πελάτες και έτρεχα στο ψιλικατζίδικο του Μενς, στο άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, και μελάνι. Κι έπειτα στυλό. Ολα τα ρούχα σου ήτανε λεκιασμένα με μελάνι. Σα να 'σουνα βασιλιάς. Καμιά κριτική».
«Είναι καλό που μιλάμε, Μάνα» ακούγεται ο Ιρβιν να λέει στο όνειρό του ως γνήσιος ψυχοθεραπευτής πια. «Είναι η πρώτη φορά. Ισως να το 'θελα πάντα, και γι' αυτό να παραμένεις στη σκέψη μου και στα όνειρά μου. Ισως από δω και πέρα να 'ναι αλλιώς». «Πώς αλλιώς; (...) Θες να με ξεφορτωθείς;» «Οχι... δηλαδή όχι μ' αυτή την έννοια, όχι με την κακή έννοια. Θέλω και για σένα το ίδιο. Θέλω κι εσύ να μπορέσεις ν' αναπαυτείς». «Ν' αναπαυτώ; Με είδες ποτέ ν' αναπαύομαι; Ο μπαμπάς σου κοιμότανε κάθε μεσημέρι. Με είδες ποτέ να κοιμάμαι το μεσημέρι;». «Εννοώ ότι κι εσύ πρέπει να έχεις τον δικό σου σκοπό στη ζωή... όχι αυτόν» είπε ο Ιρβιν και της έδειξε την τσάντα της που ήταν γεμάτη με τα δικά του βιβλία. «Αυτά τα βιβλία είναι και δικά μου!» του απάντησε. «Εσύ όμως, Μάνα, δεν συμβιβάζεσαι με τη μοναξιά. Μένεις μαζί μου. Δεν φεύγεις από μένα. Τριγυρνάς στις σκέψεις μου. Στα όνειρά μου». Και το τελειωτικό χτύπημα από τη Μάνα: «Αυτό ακριβώς θέλω να σου πω. Αυτό είναι το λάθος, Οϊβιν... εσύ νομίζεις ότι ήρθα εγώ στο όνειρό σου. Ε, αυτό το όνειρο δεν ήταν δικό σου, γιόκα μου. Ητανε δικό μου. Τι νομίζεις, και οι μανάδες βλέπουνε όνειρα». Τραγικά ανώφελη η διαδικασία ανακατασκευής του παρελθόντος και για τον ίδιο. Το ερώτημα «Είναι δυνατόν να μην κατάφερα να ξεφύγω ούτε από το παρελθόν μου ούτε απ' τη μάνα μου;» μοιάζει εν γένει μάταιο. Και απ' ό,τι βλέπουμε στη συνέχεια του βιβλίου, δεν του κόστισε τόσο πολύ τελικά. Θα έβρισκε το νόημα της ζωής σε πλήθος άλλων καίριων ερωτημάτων.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ , Το ΒΗΜΑ, 12/08/2007
Κριτικές
21/08/2012, 09:17
11/01/2011, 15:37