0
Your Καλαθι
Το ποντίκι, η μύγα και ο άνθρωπος
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετά την κλωνοποίηση οι βιολόγοι έγιναν πρόσωπα της ημέρας και η βιολογία μια επιστήμη που αντιμετωπίζει τον έμβιο κόσμο σαν ένα παιχνίδι κατασκευών. Αυτές τις διαστάσεις διερευνά ο διάσημος γάλλος βιολόγος Φρανσουά Ζακόμπ στο τελευταίο του βιβλίο μιλώντας, σχεδόν λογοτεχνικά, για τα μόρια, την αναπαραγωγή και την εξέλιξη.
Πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών των ΗΠΑ έφερε στο φως τον επιστημονικό αναλφαβητισμό των Αμερικανών. Σύμφωνα με την έρευνα, λιγότεροι από τους μισούς Αμερικανούς γνώριζαν ότι η Γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, μόνο 21% μπορούσε να δώσει τον ορισμό του DNA και μόνο 9% τον ορισμό του μορίου. Δεν γνωρίζουμε αν αντίστοιχη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί και στην Ελλάδα. Υποπτευόμαστε όμως ότι ο αναλφαβητισμός ως προς τα επιστημονικά δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο. Αντίθετα με την τέχνη ή τη λογοτεχνία, η επιστήμη δεν φαίνεται να ανήκει στους τομείς στους οποίους οι δυτικές κοινωνίες μάς έχουν εκπαιδεύσει να είμαστε ενημερωμένοι. (Σε μια παρέα είναι συνήθως πολύ περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι θα μπορούσαν να μιλήσουν για την Ιλιάδα ή τον Καβάφη, σε σχέση με εκείνους που είναι σε θέση να μιλήσουν για τη θεωρία της σχετικότητας ή της εξέλιξης). Εκτός από ορισμένες χρονικές περιόδους, όταν ένα επιστημονικό επίτευγμα γίνει πρωτοσέλιδο. Όταν δε το επίτευγμα έχει και κοινωνικές προεκτάσεις, τότε όλοι αναζητούν την ενημέρωση, μιλούν για το θέμα και ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός ατόμων κρίνει ότι είναι κατάλληλος να εκφέρει άποψη γι' αυτό. Ο Φρανσουά Ζακόμπ ανήκει σε εκείνους τους λίγους οι οποίοι έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εκφέρουν άποψη για τα θέματα τα οποία εγείρει η σύγχρονη επιστήμη (ή τουλάχιστον η βιολογία). Όχι αξιωματικά, όχι μόνο ή (αν προτιμάτε) όχι επειδή τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για την προσφορά του στην επιστήμη. Αλλά επειδή η λαμπρή μακρόχρονη επιστημονική πορεία του δεν ήταν ποτέ ξεκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Από τους πρωτοπόρους της μοριακής βιολογίας, ο Ζακόμπ δεν έχει απλώς συμβάλει στο να ανοίξουν καινούργιοι δρόμοι στη σύγχρονη βιολογία. Έχει πολλές φορές αναρωτηθεί και για τη θέση της βιολογίας στη ζωή του και στη ζωή μας, καθώς και για την πολιτική και την ηθική της επιστήμης. Και κάποιες φορές έχει μοιραστεί τα ερωτήματά του μαζί μας, μέσα από τα βιβλία του.
Γενετικά ψαλίδια
«Το ποντίκι, η μύγα και ο άνθρωπος» είναι το τέταρτο βιβλίο του Φρανσουά Ζακόμπ. Λαμβάνοντας ως αφορμή τις νεοαποκτηθείσες γνώσεις μας (οι οποίες αποκάλυψαν τις ομοιότητες σε μοριακό επίπεδο ειδών τόσο διαφορετικών όσο η μύγα, το ποντίκι και ο άνθρωπος και οι οποίες αναλύονται με παιδαγωγικό τρόπο στο βιβλίο), ο συγγραφέας μάς καθιστά κοινωνούς των ιδεών του για το λειτούργημα της επιστήμης, αφού μας επιτρέψει να δούμε τον κόσμο με τα ιδιαίτερα μάτια του επιστήμονα ερευνητή. Πρόκειται για μια διαδικασία μέθεξης, όπου οι εναλλαγές της βιολογίας, της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της καθημερινής ζωής επιτρέπουν στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον αφηγητή και να διανύσει μια πορεία που εκτείνεται στον χρόνο αλλά και στον έμβιο χώρο.
Διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτήθηκα αν ο μη βιολόγος θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη ροή του χωρίς δυσκολία. Όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο καθηγητής κ. Κώστας Κριμπάς, ο Φρανσουά Ζακόμπ εκτός από μεγάλος επιστήμονας είναι και «σαγηνευτικός συγγραφεύς και διανοούμενος με εκτεταμένη ουμανιστική παιδεία». Ο συνδυασμός της συγγραφικής σαγήνης με την ουμανιστική παιδεία καθιστούν τις γνώσεις βιολογίας σχεδόν περιττές! Ακόμη και αν ο αναγνώστης στερείται οπτικών παραστάσεων, ακόμη και αν δεν έχει δει ποτέ του δοκιμαστικό σωλήνα, ούτε το εσωτερικό του κυττάρου κάτω από το μικροσκόπιο, θα είναι ασφαλώς σε θέση να αντιληφθεί τα περί βιολογίας, βοηθούμενος από τη ζωντάνια των περιγραφών αλλά και από το γεγονός ότι όλα έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή μας, μας αφορούν. Τέλος, την περαιτέρω κατανόηση ευκολύνει ο σύντομος αλλά περιεκτικός πρόλογος του καθηγητού κ. Κριμπά, δεδομένου ότι μας εισάγει παιδαγωγικά τόσο στη βιολογία όσο και στο επιστημονικό κλίμα το οποίο κυριάρχησε στη Γαλλία τους δύο τελευταίους αιώνες.
Η δομή του βιβλίου παραπέμπει σε επιστημονική εργασία: αρχίζει με μια εισαγωγή η οποία έχει στόχο να θέσει τα ερωτήματα που θα αναπτυχθούν στα επόμενα κεφάλαια και μετά την επιμέρους ανάλυση των ερωτημάτων καταλήγει με ένα συμπέρασμα.
Ο Φρανσουά Ζακόμπ μάς εισάγει στον προβληματισμό του, ο οποίος δεν είναι άλλος από το θαύμα της ύπαρξης, δανειζόμενος την ιστορία από τη νουβέλα του Dino Buzzati «Η δημιουργία». Η ποικιλία των μορφών που ανακαλύπτει κανείς στη φύση, οι «παράξενες» ιδιότητες των έμβιων όντων (η γέννηση, η ανάπτυξη, η αναπαραγωγή, ο θάνατος) όλα αναζητούν εξερεύνηση. Βιολογική εξερεύνηση, με ανάλυση των δομών και εμβάθυνση στις λειτουργίες. Με μια αναδρομή στο σύντομο παρελθόν της βιολογίας μαθαίνουμε ότι «όσο περισσότερο αναλύονταν οι δομές, τόσο περισσότερο εξαφανίζονταν οι διαφορές ανάμεσα στους οργανισμούς και επιβεβαιωνόταν η ενότητα της ζωής» και πως «σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο ακόλουθο παράδοξο: οργανισμοί, που έχουν πολύ διαφορετικές μορφές μεταξύ τους, έχουν δομηθεί με τη βοήθεια των ίδιων γονιδίων».
Στη συνέχεια αναφέρεται στην επιστήμη και στον επιστήμονα, του οποίου δίνει τις «συντεταγμένες». Συντάσσεται με την άποψη του βρετανού συναδέλφου του Peter Medawar ότι «αν η πολιτική είναι η τέχνη του πιθανού, η έρευνα είναι η τέχνη του επιλύσιμου», αφού οι επιστήμονες δεν συζητούν τα προβλήματα αλλά βρίσκουν λύσεις γι' αυτά. Εξηγεί ότι «ο επιστήμονας κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους: το επιθυμητό και το πιθανό» και πως αναγκάζεται από την εμπειρία να περιορίσει «την αναλογία του ονείρου στην αναπαράσταση του κόσμου που επεξεργάζεται». Το τέλος της εισαγωγής του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη σημασία τού προς μελέτη υλικού. Στο πώς αυτό αλλάζει με τον χρόνο προσαρμοζόμενο στα εκάστοτε ερωτήματα, αλλά και στη σχέση που αναπτύσσει με αυτό ο επιστήμονας.
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο τιτλοφορείται «Η σημασία του απρόβλεπτου», αρχίζει με αναφορές από την ελληνική μυθολογία και τη λογοτεχνία. Διηγούμενος την ιστορία του μάντη Τειρεσία ο Ζακόμπ καταδεικνύει την αρχέγονη επιθυμία μας να γνωρίζουμε το μέλλον, να προβλέπουμε. Ταυτόχρονα όμως, δανειζόμενος τα λόγια του Τολστόι, διαπιστώνει και την αδυναμία μας να το επιτύχουμε, αφού από όλα τα δυνατά σενάρια δεν είμαστε ποτέ σε θέση να υποδείξουμε το πιθανότερο και οι προβλέψεις εμπεριέχουν πάντοτε την αβεβαιότητα.
Αφού καταδείξει την αντίφαση της αβεβαιότητας με την οποία είναι συνυφασμένη η ζωή μας («το μοναδικό γεγονός που ο καθένας μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα είναι ο θάνατός του. Αν όμως μπορούμε σε κάποιο βαθμό να αποδεχτούμε αυτή την πρόβλεψη είναι επειδή το πότε θα συμβεί παραμένει εντελώς απρόβλεπτο»), ο Φρανσουά Ζακόμπ είναι κατηγορηματικός σχετικά με την αδυναμία πρόβλεψης της κατεύθυνσης που θα λάβει ένα πείραμα ή μια ερευνητική προσπάθεια: «Είναι μάταιο να ελπίζουμε πως έχουμε τη δυνατότητα να προβλέψουμε την κατεύθυνση που μπορεί να ακολουθήσει η επιστήμη» και «η αξία ενός πειράματος είναι πολύ μεγαλύτερη όταν τα αποτελέσματά του αποτελούν έκπληξη». Τέλος, διαπιστώνει την επίσης μεγάλη δυσκολία μας να ανασυνθέσουμε το παρελθόν και να απαντήσουμε σε ερωτήματα για την αρχή της ζωής.
Απόγονοι της μύγας
Στα δύο επόμενα κεφάλαια με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Η μύγα» και «Το ποντίκι» ο Ζακόμπ επιτυγχάνει να μας ξαναθυμίσει σχεδόν ολόκληρη την εξέλιξη της βιολογίας (ή τουλάχιστον όση βασίστηκε στα παραπάνω πειραματόζωα), χωρίς ποτέ να δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση ότι μελετά σχολικό εγχειρίδιο βιολογίας! Αλλοτε έχει κανείς την αίσθηση ότι διαβάζει ιστορικό μυθιστόρημα οι αναφορές αρχίζουν από τον Αριστοτέλη και περιλαμβάνουν ακόμη και τον... Στάλιν και άλλοτε ότι διαβάζει μυθοπλασία της οποίας κεντρικός ήρωας είναι ο Ζακόμπ που πελαγοδρομεί προς άγραν νέου πειραματόζωου, όταν παρά τη συναισθηματική φόρτιση αποφασίζει να αφήσει τους μικροοργανισμούς για κάτι πιο περίπλοκο.
Μέσα από τις ιστορικές διαδρομές, οι οποίες δεν είναι πάντοτε δοσμένες με χρονολογική σειρά, μαθαίνουμε βιολογία. Διαβάζοντας για την απαγόρευση της μελέτης της γενετικής στη μετατσαρική Ρωσία, για εξεγερμένους ιταλούς φοιτητές το 1968, αλλά και για παιδικούς φίλους του συγγραφέα, μαθαίνουμε πώς η γενετική πέρασε από το στάδιο της καταγραφής στο στάδιο της κατανόησης των μηχανισμών και των νόμων που διέπουν την κληρονομικότητα και πώς έφτασε να γεννήσει τη γενετική μηχανική.
Ταυτόχρονα, αρχίζει να ξετυλίγεται ο μίτος του προβληματισμού πάνω στον οποίο δομείται το βιβλίο: «Όταν έγινε κατανοητή, σε γενικές γραμμές, η ανάπτυξη του εμβρύου της μύγας και εντοπίστηκαν τα γονίδια που δρουν σε αυτήν, οι επιστήμονες διαπίστωσαν κατάπληκτοι ότι τα ίδια γονίδια, με παραπλήσιες λειτουργίες, υπάρχουν σε οργανισμούς που είναι πάρα πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους».
Για το τέταρτο κεφάλαιο ο Ζακόμπ επιλέγει και πάλι την ελληνική μυθολογία. Με αφορμή τον μύθο του Δαίδαλου, που θέτοντας τον εαυτό του και τις κατασκευές του στην υπηρεσία διαφόρων ιδεολογιών μοιάζει να ενσαρκώνει τη «χωρίς συνείδηση επιστήμη», ο συγγραφέας αναπτύσσει τις ιδέες του για την έρευνα και τις εφαρμογές της: «Αυτό που χωρίζει τη θεμελιώδη έρευνα από τις εφαρμογές είναι ότι στις δεύτερες γνωρίζουμε τι θα βρούμε, ενώ στην πρώτη το αγνοούμε παντελώς». Και αναφερόμενος στην εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης σημειώνει ότι «αυτό που είναι μοναδικό στη γέννηση ενός παιδιού δεν είναι η φύση του δοχείου μέσα στο οποίο διεξάγεται το πρώτο στάδιο. Το απίστευτο είναι η ίδια η διαδικασία... η οποία φαίνεται να απασχολεί μόνο τους επιστήμονες».
Το απίστευτο των διαδικασιών του έμβιου κόσμου και τις αλλαγές που επέφεραν οι επιστημονικές ανακαλύψεις στη θεώρησή μας γι' αυτόν και τον τρόπο λειτουργίας του αναλύει ο συγγραφέας ως το τέλος του κεφαλαίου. Και καταλήγει ότι ο έμβιος κόσμος δημιουργήθηκε μέσα από ένα «μοριακό μαστόρεμα» και για τον λόγο αυτόν «μοιάζει μ' ένα είδος Meccano» (παιδικό παιχνίδι με τουβλάκια από τα οποία κατασκευάζονται διαφορετικά πράγματα), αφού «είναι το αποτέλεσμα μιας τεράστιας σύνθεσης όπου σχεδόν σταθερά στοιχεία, τμήματα γονιδίων ή ομάδες γονιδίων που καθορίζουν πολύπλοκες διαδικασίες συναρμόζονται σε ποικίλες σειρές».
Αφού έχει ολοκληρώσει την περιγραφή του βιολογικού κοσμοειδώλου, στα δύο επόμενα κεφάλαια «Το ίδιο και το διαφορετικό» και «Το καλό και το κακό» ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις βιολογικές αναφορές σαν αφορμές για να συζητηθούν κοινωνικά θέματα, δεδομένου ότι πολλές φορές στο παρελθόν η βιολογία χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για την υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών για τις οποίες δεν μπορούμε να είμαστε περήφανοι (π.χ., ρατσισμός και ευγονική), αλλά και επειδή τα θέματα αυτά παραμένουν επίκαιρα.
Έτσι, στην αρχή μαθαίνουμε ότι «είμαστε όλοι μας ταυτόχρονα στενοί συγγενείς και εντελώς διαφορετικοί» και πως «η διαφορετικότητα βρίσκεται στις ρίζες της βιολογίας» και «καθιστά καθέναν από μας διαφορετικό». Αλλά η διαφορετικότητα δεν δικαιολογεί ούτε την ευγονική του Αουσβιτς ούτε μπορεί σήμερα να αποτελέσει αιτία κοινωνικού ρατσισμού.
Πώς γίνεται και «καλά» επιστημονικά ευρήματα γίνονται σημαίες για αποτρόπαιες πράξεις; Πού κρύβεται ο κίνδυνος και πώς μπορούμε να προστατευτούμε; «Ο κίνδυνος για έναν επιστήμονα είναι να μη μετρήσει τα όρια της επιστήμης του, δηλαδή της γνώσης του. Είναι να αναμειγνύει αυτά που πιστεύει με αυτά που ξέρει. Και κυρίως, είναι η βεβαιότητα πως έχει δίκιο».
Το κεφάλαιο «Το ωραίο και το αληθινό» είναι μια πραγματεία πάνω στην επιστήμη. Μέσα από προσωπικές αναφορές αλλά και αναφορές από την ιστορία, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία ο Ζακόμπ μάς βοηθά να βιώσουμε όσα βιώνει ένας επιστήμονας περιπλανώμενος στις ατραπούς της εξερεύνησης. Όσο για τις δυνατότητες του επιστήμονα να ανακαλύψει την αλήθεια, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι «βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην αναπαράσταση του κόσμου που μας επιβάλλει ο νευρικός και αισθητηριακός εξοπλισμός μας».
Τέλος, με το κεφάλαιο - συμπέρασμα ο Ζακόμπ χρησιμοποιεί όλα αυτά που έχει αναπτύξει στα προηγούμενα κεφάλαια για να διαπιστώσει ότι «δεν πρέπει να φοβόμαστε την αλήθεια, είτε προέρχεται από τη γενετική είτε από αλλού. Αυτό που πρέπει να φοβόμαστε είναι η παραμόρφωση των αποτελεσμάτων και η διαστρέβλωση του νοήματος των όσων μας προσφέρει η έρευνα». Και ακόμη ότι «ο μεγάλος κίνδυνος για την ανθρωπότητα δεν είναι η ανάπτυξη της γνώσης. Είναι η άγνοια».
Όσο για το μέλλον, αυτό, παρά την επιθυμία μας για το αντίθετο, η πείρα έχει δείξει ότι θα παραμένει πάντα απρόβλεπτο.
Η λυτρωτική επιστήμη και ο φόβος της άγνοιας
Ο Φρανσουά Ζακόμπ απαντά σε ερωτήματα του «Βήματος» με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου του «Το ποντίκι, η μύγα και ο άνθρωπος»
Το βιβλίο σας «Το ποντίκι, η μύγα και ο άνθρωπος», αν και τυπικά έχει ως αντικείμενο τη βιολογία, δεν είναι ένα βιβλίο που αφορά μόνο βιολόγους...
«Ναι, προσπάθησα να γράψω ένα βιβλίο το οποίο να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό και όχι μόνο στους ειδικούς. Η βιολογία, στην οποία είναι αλήθεια ότι βασίστηκα, δεν αποτελεί παρά μόνο ένα συστατικό του σύγχρονου πολιτισμού. Για τις κοινωνικές προεκτάσεις τής βιολογίας θα έχετε διαπιστώσει πως χρησιμοποίησα πολύ την ελληνική μυθολογία».
Ως προς τη βιολογία ποιο καινούργιο εύρημα πυροδότησε την ανάγκη σας να γράψετε για αυτό;
«Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες κατέδειξαν τόσες ομοιότητες μορίων ανάμεσα σε οργανισμούς που εξωτερικά έχουν προφανείς διαφορές (όπως η μύγα και ο άνθρωπος), ώστε να αλλάξουν τη θεώρησή μας για τον έμβιο κόσμο. Σήμερα θα μπορούσε κανείς να παρουσιάσει τη δημιουργία διαφορετικών ειδών από τα αυτά συνθετικά στοιχεία με τα Lego των παιδιών: με τα ίδια τουβλάκια φτιάχνουμε τελείως διαφορετικά πράγματα. Αυτή η αντίληψη φάνταζε ανυπόστατη πριν από μερικά χρόνια».
Τα επιτεύγματα της βιολογίας τελευταίως γίνονται το επίκεντρο συζητήσεων και συχνά δημιουργούν φόβο. Τι θα λέγατε σε όσους φοβούνται τη βιολογία;
«Φοβόμαστε συνήθως αυτό που δεν γνωρίζουμε, κάτι που είναι φυσικό. Μπορούμε λοιπόν να αποδώσουμε τους φόβους που εκφράζει η κοινή γνώμη για τη βιολογία στην έλλειψη ενημέρωσης. Για την έλλειψη ενημέρωσής της δεν ευθύνεται όμως η κοινή γνώμη. Το βάρος της ευθύνης πέφτει σε μας τους επιστήμονες και σε σας τους δημοσιογράφους. Υπάρχει τρόπος να εξηγήσει κανείς απλά και τα πιο δύσκολα πράγματα. Επειδή όμως αυτό δεν γίνεται συχνά, η κοινή γνώμη συνήθως αγνοεί ή έχει μια συγκεχυμένη άποψη για τις ανακαλύψεις και φοβάται για τις "κακές" εφαρμογές της».
Ωστόσο υπήρξαν στο παρελθόν κακές εφαρμογές της επιστήμης...
«Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: η παραγωγή γνώσης μέσα από την επιστημονική έρευνα και οι εφαρμογές της επιστήμης όχι μόνο δεν είναι το ίδιο πράγμα αλλά ξεκινούν και από διαφορετική βάση. Οι ανακαλύψεις οι οποίες συμβάλλουν στην πρόοδο της επιστήμης δεν έχουν ως άμεσο στόχο να βελτιώσουν τη ζωή του ανθρώπου. Πηγάζουν από την προσπάθεια των επιστημόνων να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Αν μετά, μια ανακάλυψη μπορεί να έχει εφαρμογές οι οποίες πράγματι βελτιώνουν την ζωή του ανθρώπου, τόσο το καλύτερο. Ωστόσο η ανακάλυψη αυτή καθαυτή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή και αυτό ισχύει από την εποχή του σιδήρου. Φτιάχνοντας ένα μαχαίρι μπορείς να ξεφλουδίσεις ένα μήλο, μπορείς όμως να το καρφώσεις και στην πλάτη του καλύτερου φίλου σου... Για το πώς θα χρησιμοποιηθούν οι ανακαλύψεις δεν αποφασίζουν μόνο οι επιστήμονες».
Στο βιβλίο σας δεν αναφέρεστε πολύ κολακευτικά στους πολιτικούς...
«Οι πολιτικοί δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ότι οι επιστήμονες χρειάζονται να είναι ελεύθεροι και να καθοδηγούνται από την περιέργειά τους, γιατί έτσι μόνο φθάνουμε σε σημαντικές ανακαλύψεις. Οι πολιτικοί ενδιαφέρονται πολύ για τις εφαρμογές και εγκρίνοντας χρηματοδότηση για ερευνητικά προγράμματα που έχουν ή δείχνουν να έχουν βραχυπρόθεσμες εφαρμογές οδηγούν την ερευνητική δραστηριότητα σε εσφαλμένο δρόμο και αναγκάζουν τους ερευνητές να προσαρμόζονται με αυτή τη νοοτροπία. Επίσης οι πολιτικοί έχουν την τάση να θέτουν κανόνες. Έτσι ακούμε πράγματα όπως "τέρμα στην έρευνα για το τάδε θέμα, γιατί μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους". Θέλω να θυμίσω πως αυτό που ανέκαθεν υπήρξε επικίνδυνο δεν ήταν η γνώση αλλά η άγνοια. Και σήμερα αν διατρέχουμε έναν κίνδυνο, αυτός δεν προέρχεται από τις προόδους που κάνουμε αλλά από την ανεπάρκεια των γνώσεών μας σε πολλά θέματα».
Τι είναι αυτό που σας έχει διδάξει η πολύχρονη ενασχόλησή σας με την έρευνα;
«Ότι όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνουμε τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε το μέγεθος της άγνοιάς μας».
ΙΩΑΝΝΑ ΣΟΥΦΛΕΡΗ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-04-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις