0
Your Καλαθι
Επιστολές στον Στάλιν
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μετά την απαγόρευση όλων των έργων μου, εκ μέρους πολλών πολιτών στους οποίους είμαι γνωστός ως συγγραφέας, άρχισαν να ακούγονται φωνές που μου έδιναν την ίδια πάντα συμβουλή: Να συγγράψω «ένα κομμουνιστικό θεατρικό έργο» και εκτός αυτού να απευθυνθώ στην Κυβέρνηση της ΕΣΣΔ με ένα γράμμα μετανοίας, το όποιο θα περιέχει την άρνηση των προηγούμενων απόψεων μου που έχω εκφράσει σε λογοτεχνικά έργα, καθώς και τη διαβεβαίωση πως στο εξής θα δουλεύω ως αφιερωμένος στην ιδέα του κομμουνισμού συγγραφέας-συνοδοιπόρος. Στόχος: να γλιτώσω τις διώξεις, τη φτώχεια και εν τέλει τον αναπόφευκτο θάνατο. Αυτή τη συμβουλή δεν την ακολούθησα.—ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 28.3.1930
Όπως κάποτε οι χριστιανοί για την καλύτερη προσωποποίηση κάθε είδους κακού δημιούργησαν τον διάβολο, έτσι και η κριτική επινόησε στο πρόσωπό μου τον διάβολο της σοβιετικής λογοτεχνίας. Το να φτύσεις τον διάβολο προσμετράται ως καλή πράξη και ο καθένας με φτύνει όπως μπορεί.—ΖΑΜΙΑΤΙΝ, επιστολή στον Στάλιν, Ιούνιος 1931
Φοβάμαι πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική λογοτεχνία, όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος. Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη, φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της.—ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι», 1921
Δύο μέγιστοι Ρώσοι συγγραφείς, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, ασφυκτιούν στα χρόνια του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Τα έργα τους απαγορεύονται, χάνουν τις δουλειές τους και υποφέρουν τα πάνδεινα. Γράφουν απευθείας στον τρομακτικό ηγέτη, ακολουθώντας μια ρωσική παράδοση του 19ού αιώνα όταν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ και ο Ντοστογιέφσκι έστελναν επιστολές στον τσάρο εκλιπαρώντας για ζωτικές χάρες. Οι δυό φίλοι συγγραφείς ζητούν το πολυπόθητο διαβατήριο για να φύγουν για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον Γκόρκι ως μεσολαβητή. Ο Ζαμιάτιν το αποσπά, ο Μπουλγκάκοφ όχι, και πεθαίνει τραγικά το 1940. Τα έργα τους θα εκδοθούν στη Ρωσία μετά τη δεκαετία του 1980.
Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οι επιστολές τους, ένα προφητικό κείμενο του Ζαμιάτιν με τον τίτλο «Φοβάμαι» του 1921 και μια εκτενής εισαγωγή της μεταφράστριας σχετικά με τους δύο συγγραφείς και γενικότερα τις διώξεις των συγγραφέων στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης.
« Το παρόν είναι πολύ ζωντανό, πολύ θορυβώδες, πολύ ενοχλητικό » – η πένα του συγγραφέα περνάει ασυνείδητα στη σάτιρα. —ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
Έχω εξαντληθεί. Τώρα πια όλες οι εντυπώσεις μου είναι μονότονες, οι ιδέες μου είναι μαύρες, με έχει δηλητηριάσει η συνήθεια και η συνήθης ειρωνεία. [...] Αν είναι έτσι, μου έχουν κλείσει τον ορίζοντα, μου έχουν στερήσει το υψηλότερο συγγραφικό σχολείο, μου έχουν αφαιρέσει τη δυνατότητα να αποφασίζω για τον εαυτό μου τα σημαντικά ζητήματα. Έχω αποκτήσει την ψυχολογία του φυλακισμένου. Πώς να υμνήσω τη χώρα μου — την ΕΣΣΔ;—ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
[...] Στο ευρύ πεδίο της ρωσικής γραμματείας στην ΕΣΣΔ ήμουν ο ένας και μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλευσαν να κρύψω την προβιά μου. Παράξενη συμβουλή. Είτε βαμμένος είτε ξυρισμένος ο λύκος, με τίποτα δεν μοιάζει με κανίς.
Ως λύκο με αντιμετώπισαν. Και για κάμποσα χρόνια με κυνηγούσαν βάσει των κανόνων της λογοτεχνικής εκγύμνασης μέσα σε μια μαντρωμένη αυλή. Δεν έχω κακία, ωστόσο έχω κουραστεί πολύ και στο τέλος του 1929 έπεσα κάτω. Βλέπετε κι ένα ζώο μπορεί να κουραστεί. Το ζώο ανακοίνωσε πως δεν ήταν πια λύκος, δεν ήταν λογοτέχνης. Απαρνείται τη δουλειά του. Σωπαίνει. Αυτό, για να μιλήσουμε στα ίσα, συνιστά λιποψυχία. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να σώπασε. Αν σωπαίνει, σημαίνει πως δεν ήταν αληθινός. Και αν σωπάσει ένα αληθινός συγγραφέας, τότε πεθαίνει.
Ο λόγος της αρρώστιας μου είναι η μακρόχρονη δίωξη και μετά απ’αυτήν η σιωπή.—ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
Η αληθινή λογοτεχνία δεν γίνεται από διεκπεραιωτικούς και έμπιστους υπαλλήλους. Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες. Και αν ο λογοτέχνης πρέπει να είναι λογικός, ορθόδοξος σε όλα, χρήσιμος στο σήμερα, αν δεν μπορεί να πειράξει τους πάντες σαν τον Σουίφτ, αν δεν μπορεί να χαμογελάσει κοροϊδευτικά σε όλους, όπως ο Ανατόλ Φρανς, τότε δεν υπάρχει λογοτεχνία από μπρούντζο, παρά υπάρχει μόνο λογοτεχνία από χαρτί, λογοτεχνία εφημερίδας, λογοτεχνία που σήμερα διαβάζουν και αύριο τη χρησιμοποιούν για να πακετάρουν την πλάκα το σαπούνι. – ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι », 1921
Όπως κάποτε οι χριστιανοί για την καλύτερη προσωποποίηση κάθε είδους κακού δημιούργησαν τον διάβολο, έτσι και η κριτική επινόησε στο πρόσωπό μου τον διάβολο της σοβιετικής λογοτεχνίας. Το να φτύσεις τον διάβολο προσμετράται ως καλή πράξη και ο καθένας με φτύνει όπως μπορεί.—ΖΑΜΙΑΤΙΝ, επιστολή στον Στάλιν, Ιούνιος 1931
Φοβάμαι πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική λογοτεχνία, όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος. Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη, φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της.—ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι», 1921
Δύο μέγιστοι Ρώσοι συγγραφείς, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, ασφυκτιούν στα χρόνια του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Τα έργα τους απαγορεύονται, χάνουν τις δουλειές τους και υποφέρουν τα πάνδεινα. Γράφουν απευθείας στον τρομακτικό ηγέτη, ακολουθώντας μια ρωσική παράδοση του 19ού αιώνα όταν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ και ο Ντοστογιέφσκι έστελναν επιστολές στον τσάρο εκλιπαρώντας για ζωτικές χάρες. Οι δυό φίλοι συγγραφείς ζητούν το πολυπόθητο διαβατήριο για να φύγουν για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον Γκόρκι ως μεσολαβητή. Ο Ζαμιάτιν το αποσπά, ο Μπουλγκάκοφ όχι, και πεθαίνει τραγικά το 1940. Τα έργα τους θα εκδοθούν στη Ρωσία μετά τη δεκαετία του 1980.
Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οι επιστολές τους, ένα προφητικό κείμενο του Ζαμιάτιν με τον τίτλο «Φοβάμαι» του 1921 και μια εκτενής εισαγωγή της μεταφράστριας σχετικά με τους δύο συγγραφείς και γενικότερα τις διώξεις των συγγραφέων στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης.
« Το παρόν είναι πολύ ζωντανό, πολύ θορυβώδες, πολύ ενοχλητικό » – η πένα του συγγραφέα περνάει ασυνείδητα στη σάτιρα. —ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
Έχω εξαντληθεί. Τώρα πια όλες οι εντυπώσεις μου είναι μονότονες, οι ιδέες μου είναι μαύρες, με έχει δηλητηριάσει η συνήθεια και η συνήθης ειρωνεία. [...] Αν είναι έτσι, μου έχουν κλείσει τον ορίζοντα, μου έχουν στερήσει το υψηλότερο συγγραφικό σχολείο, μου έχουν αφαιρέσει τη δυνατότητα να αποφασίζω για τον εαυτό μου τα σημαντικά ζητήματα. Έχω αποκτήσει την ψυχολογία του φυλακισμένου. Πώς να υμνήσω τη χώρα μου — την ΕΣΣΔ;—ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
[...] Στο ευρύ πεδίο της ρωσικής γραμματείας στην ΕΣΣΔ ήμουν ο ένας και μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλευσαν να κρύψω την προβιά μου. Παράξενη συμβουλή. Είτε βαμμένος είτε ξυρισμένος ο λύκος, με τίποτα δεν μοιάζει με κανίς.
Ως λύκο με αντιμετώπισαν. Και για κάμποσα χρόνια με κυνηγούσαν βάσει των κανόνων της λογοτεχνικής εκγύμνασης μέσα σε μια μαντρωμένη αυλή. Δεν έχω κακία, ωστόσο έχω κουραστεί πολύ και στο τέλος του 1929 έπεσα κάτω. Βλέπετε κι ένα ζώο μπορεί να κουραστεί. Το ζώο ανακοίνωσε πως δεν ήταν πια λύκος, δεν ήταν λογοτέχνης. Απαρνείται τη δουλειά του. Σωπαίνει. Αυτό, για να μιλήσουμε στα ίσα, συνιστά λιποψυχία. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να σώπασε. Αν σωπαίνει, σημαίνει πως δεν ήταν αληθινός. Και αν σωπάσει ένα αληθινός συγγραφέας, τότε πεθαίνει.
Ο λόγος της αρρώστιας μου είναι η μακρόχρονη δίωξη και μετά απ’αυτήν η σιωπή.—ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931
Η αληθινή λογοτεχνία δεν γίνεται από διεκπεραιωτικούς και έμπιστους υπαλλήλους. Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες. Και αν ο λογοτέχνης πρέπει να είναι λογικός, ορθόδοξος σε όλα, χρήσιμος στο σήμερα, αν δεν μπορεί να πειράξει τους πάντες σαν τον Σουίφτ, αν δεν μπορεί να χαμογελάσει κοροϊδευτικά σε όλους, όπως ο Ανατόλ Φρανς, τότε δεν υπάρχει λογοτεχνία από μπρούντζο, παρά υπάρχει μόνο λογοτεχνία από χαρτί, λογοτεχνία εφημερίδας, λογοτεχνία που σήμερα διαβάζουν και αύριο τη χρησιμοποιούν για να πακετάρουν την πλάκα το σαπούνι. – ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι », 1921
Κριτικές
17/06/2020, 11:19