0
Your Καλαθι
Τα πορτοκάλια
Διηγήματα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Υστερα από δύο πονήματα με πρωταγωνιστές μια γυναίκα και έναν άντρα, αντίστοιχα,
(«Με χρυσά γράμματα θα γράψουν τ' όνομά μας», «Γράμμα από τον Ρήνο»), όπου ο συγκινησιακός κυματισμός και η συναισθηματική ένταση είχαν το πάνω χέρι, επανέρχεται με είκοσι ένα διηγήματα. Ιδού πώς αυτοπαρουσιάζεται: «Στην "Αποθήκη" οι περισσότεροι μάλλον θα βρείτε τον εαυτό σας. Στα "Πορτοκάλια", αυτό που ίσως θα θέλατε να ζήσετε. Στη "Φλογέρα", τη μοναξιά της μεγαλούπολης. Στα "Καλλυντικά", μια γυναίκα που, σε πείσμα της ζωής που δεν της πηγαίνει καθόλου ρολόι, δεν το βάζει κάτω. Στο "Πάσχα", το συγγραφέα και τα διλήμματά μου». Οπως καταλάβατε, πρόκειται για καθημερινές ιστορίες, στις οποίες, όπως γράφει ο Θανάσης Βαλτινός, ως προλογίζων, δεν συναντάμε κραυγές και υψηλούς τόνους. Αλλά την «ισορροπία ανάμεσα στη θεματική ευτέλεια και την εκφραστική ολιγάρκεια, συνδυασμό που σπάνια συναντάμε, αποδεικνύεται όμως εξαιρετικά δραστικός. Το μάθημα φυσικά έρχεται κατ' ευθείαν από τον Τσέχοφ».
Β. Κ. Κ.
[...] Κυριαρχούν απλές, καθημερινές ιστορίες, η καθημερινότητά τους όμως καλύπτει άγριες τρικυμίες μοναξιάς και αγωνίας. Χωρίς κραυγές, χωρίς υψηλούς τόνους. Θέλω εδώ να επισημάνω αυτή την αρετή, που δεν είναι η μόνη: Την ισορροπία ανάμεσα στη θεματική ευτέλεια και την εκφραστική ολιγάρκεια, συνδυασμό που σπάνια συναντάμε, αποδεικνύεται όμως εξαιρετικά δραστικός. Το μάθημα φυσικά έρχεται κατ' ευθείαν από τον Τσέχωφ.
Από τον πρόλογο του Θανάση Βαλτινού
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Ζαούση Με χρυσά γράμματα θα γράψουν τ' όνομά μας κυκλοφόρησε το 1990 στη σειρά «Μαρτυρίες» των εκδόσεων Εστία, πιθανώς και για να μη χρεωθεί η συγγραφέας το κόστος των λογοτεχνικών απαιτήσεων. Ωστόσο επρόκειτο για ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα που και τότε είχαμε παρουσιάσει και σήμερα, 11 ολόκληρα χρόνια αργότερα, θυμόμαστε. Κατ' αρχήν, αρκούντως πρωτότυπο μορφικά: μια σειρά επιστολές ως ημερολογιακές καταγραφές από τα μέσα Μαρτίου ως τα τέλη Ιουνίου του 1986, στις οποίες η γράφουσα διηγείται, σε καθημερινή βάση μετά διαλειμμάτων, μια ερωτική ιστορία που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια και τη συγκλόνισε. Μια απόπειρα αυτοανάλυσης, όπου η απελπισία και ο πανικός βιώνονται σωματικά, με την κραυγή να πνίγεται και την ψυχική ισορροπία να ταράσσεται. Αν και με θέμα μάλλον κοινότοπο και από μιας αρχής μελοδραματικά φορτισμένο. Ο δεσμός με έναν παντρεμένο, ο βοηθητικός ρόλος της ερωμένης, η στρατηγική της συζύγου που κάνει τα στραβά μάτια και ταυτόχρονα τεκνοποιεί προς εξασφάλιση της οικογενειακής εστίας, ενώ εκείνος, το μήλον της Εριδος, απολαμβάνει τη μερίδα του λέοντος, έστω και μετά ενοχών. Επιστολογράφος η ερωμένη, μια μοντέρνα γυναίκα, μορφωμένη και πολιτικοποιημένη, επαγγελματικά αποκαταστημένη και ελευθεριάζουσα στις σχέσεις της, η οποία μετά τη διάλυση του δεσμού καταφεύγει στον ψυχίατρο. Παρ' όλα αυτά τα μάλλον τετριμμένα μυθοπλαστικά, η αφήγηση διασώζεται χάρη στο λιτό ύφος και σε μια τάση προς διακωμώδηση. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες ξεχωριστές σελίδες, όταν οι συνειρμοί γίνονται παραληρηματικοί. Εν συντομία, ένα βιβλίο που υπόσχεται. Το δεύτερο, το 1994, το Γράμμα από τον Ρήνο, μάλλον υπολείπεται, ωστόσο δεν στερείται λογοτεχνικής πνοής.
Το πρόσφατο, τρίτο, βιβλίο της Μαρίας Ζαούση προτάσσει δίκην ασπίδος, θα λέγαμε, πρόλογο του Θ. Βαλτινού, συγγραφέα που μόνο κατ' εξαίρεσιν συστήνει κάποιο πεζογράφημα, δείχνοντας να απέχει της τακτικής κυρίως νεοτέρων οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη συγγραφική ισχύ τους, επιδαψιλεύουν επαίνους σε ομοτέχνους, συνήθως με το ιδιοτελές κίνητρο της ανταπόδοσης. Στο βιβλίο συγκεντρώνονται 21 ιστορίες, εκ των οποίων μόνο δύο έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ο Θ. Βαλτινός επισημαίνει ως μία εκ των αρετών της συλλογής την «ισορροπία ανάμεσα στη θεματική ευτέλεια και την εκφραστική ολιγάρκεια», που θεωρεί σπάνιο και εξαιρετικά δραστικό συνδυασμό, παρατηρώντας πως «το μάθημα φυσικά έρχεται κατευθείαν από τον Τσέχωφ».
«Θεματική ευτέλεια» υποθέτουμε γιατί οι ήρωες είναι συνηθισμένοι τύποι και όσα τους συμβαίνουν δεν είναι εξαιρετικά. «Εκφραστική ολιγάρκεια» μια και απουσιάζουν οι γλωσσικές εξάρσεις, όπως και τα καλολογικά στοιχεία. Κείμενα σαν αληθινές ιστορίες, μερικές μάλιστα μετά διδακτικού περιεχομένου και άλλες πάλι μάλλον χρονογραφικές. Στις παραδειγματικές θα εντάσσαμε τους «Κοινοτικούς» (ιστορία που αναδεικνύει τον συχνά τραγελαφικό χαρακτήρα των ντόπιων μηχανορραφιών όταν θέλουν να ξεγελάσουν τους ευρωπαίους επόπτες των κοινοτικών προγραμμάτων), τον «Αζίζ» (περί αθηναϊκών φυλετικών διακρίσεων πλέον προκατειλημμένων και αυτού του έκδηλου παριζιάνικου ρατσισμού), «Τα έντομα» (προς περαιτέρω καλλιέργεια της φιλοζωίας) ή και «Τα καλλυντικά» (για τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανεργίας στην αυτοεκτίμηση του ατόμου).
Στη δεύτερη ομάδα φαίνεται να ανήκουν όσες ιστορίες σχολιάζουν με ανάλαφρο τρόπο επίκαιρα ζητήματα, άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε ατομικά. Συλλογικά προβλήματα θίγονται στη «Φιλιππινέζα» και στον «Βασιλάκη» (τα δεινά γηγενών αναξιοπαθούντων· γέροντες ή και ανάπηροι που προσκολλώνται σε αλλοδαπούς και αυτοί κάποτε εκμεταλλεύονται την αδυναμία τους υπάρχει όμως διαφορά ανάμεσα στην πρώτη φουρνιά των καλών Φιλιππινέζων και στους ανενδοίαστους καινούργιους), στους «Θορύβους» (όταν τα πάσης φύσεως ακουστικά ερεθίσματα του τεχνολογικού πολιτισμού φθάνουν να αλώσουν ως και το χωριό και την ύπαιθρο), στο «Αεροπλάνο» (όπου εξεικονίζεται η καταστροφολογία που θρέφει τελευταίως τον ψυχισμό μας), στην «Τηλεόραση» (διακωμώδηση της ευκολίας με την οποία στον τόπο μας, όπου ισχύει το είσαι ό,τι δείχνεις, ο πρώτος τυχάρπαστος γίνεται κάποιος) και ακόμη το καθόλου άστοχο ως κοινωνικό σχόλιο «Ο Γιώργος» (ένας σαραντάρης σιτίζεται και κοιμάται στο σπίτι της μαμάς του επισκεπτόμενος τη φίλη του τις απογευματινές ώρες, δίκην σκασιαρχείου). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ορισμένες ιστορίες που αφορούν υπαρξιακά προβλήματα, με προεξάρχοντα τη μοναξιά, τη ματαιότητα ή και την κάποτε δύσκολη επαφή με τους άλλους. Υπάρχουν και δύο ιστορίες για τη νοοτροπία του φερέλπιδος συγγραφέα που αγωνιά προς εξεύρεση θέματος.
Μακρηγορούμε για να καταφανεί πως πρόκειται για ευανάγνωστα διηγήματα με κριτική διάθεση. Οπως ακριβώς τα προσδιορίζει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο· μικρά κείμενα που επιτυγχάνουν, τουλάχιστον ορισμένα, την άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη. Αν και μερικές φορές τόσο ορθολογιστικά δομημένα («Το ζευγάρι», «Οι συγγραφείς») ώστε ο αναγνώστης από την πρώτη ήδη παράγραφο να μαντεύει την εξέλιξη της ιστορίας και το μήνυμά της. Μένουμε με την εντύπωση ότι, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της, η συγγραφέας δεν κατορθώνει να εμφυσήσει στα σύντομα πεζά της λογοτεχνική πνοή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, «Η αποθήκη», με τους αλλεπάλληλους καταλόγους από πράγματα που μια μοναχική γυναίκα αποθηκεύει· εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, για να τα διαβάσει όταν κάποτε θα έχει χρόνο, ή και πάσης φύσεως έντυπα, ταξιδιωτικά και άλλα, από νοσταλγία. Καλή η ιδέα για ένα ψυχολογικό διήγημα με θλιβερή κατάληξη, τη μετά θάνατο τύχη των αποθηκευμένων. Παρόμοιοι κατάλογοι απογειώνουν τα πεζά ενός Ν. Γ. Πεντζίκη ενώ το διήγημα της Μαρίας Ζαούση τελματώνει. Δεν αποκλείεται η παρατηρούμενη διαφοροποίηση της γραφής της να οφείλεται στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που, σύμφωνα με το βιογραφικό της, παρακολούθησε στην Οξφόρδη και στην Αϊόβα.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 02-12-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα Πορτοκάλια είναι το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο της Μαρίας Ζαούση (προηγήθηκαν το Με χρυσά γράμματα θα γράψουν τ' όνομά μας, 1990, και το Γράμμα από τον Ρήνο, 1994) και η πρώτη συλλογή διηγημάτων της. Ο Θανάσης Βαλτινός γράφει στο σύντομο πρόλογό του πως τα κομμάτια της Ζαούση αντιπροσωπεύουν απλές, καθημερινές ιστορίες, πίσω από τις οποίες σαλεύουν άγριες τρικυμίες μοναξιάς και αγωνίας, χωρίς κραυγές και χωρίς υψηλούς τόνους. Συμφωνώ και επαυξάνω, με μία διαφορά, ότι το ανθρώπινο περιβάλλον της Ζαούση δεν έχει ποτέ τίποτε το άγριο και το τρομακτικό: η καθημερινότητα και οι χαμηλοί του τόνοι οδηγούν τους ήρωες όχι εκτός κανόνων ή συνόρων, αλλά μόνο (με ξεχωριστή μάλιστα επιμονή και σταθερότητα) στους μέσους, στους κοινούς όρους.
Μικρές ανατάσεις και πτώσεις
Τι είναι, για να μείνω σε ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα της συλλογής, ο φροντιστής των αγγλικών στον «Καθηγητή», η μανιώδης συλλέκτρια στην «Αποθήκη», η μονίμως ανάστατη υπάλληλος στον «Κουλουρά», η απηνής διώκτρια ζωυφίων στα «Εντομα», η μοναχική μαγείρισσα στο «Λεωφορείο και το σπίτι», το καταπονημένο από την πλήξη αντρόγυνο στους «Θορύβους», η βουλιμική κυρία στις «Σοκολάτες», τα δύο συμπαθή γερόντια στο «Ζευγάρι» ή ο καλοπροαίρετος εργένης στη «Φλογέρα»; Ανθρωποι των οποίων ο ορίζοντας δεν ξανοίγεται πολύ πέρα από τα όρια της δουλειάς και του σπιτιού τους, πρόσωπα που δεν θα γνωρίσουν στη ζωή τους παρά μόνο μικρές ανατάσεις και πτώσεις, χωρίς ποτέ να πετάξουν στα ουράνια ή να κατρακυλήσουν στον γκρεμό. Πρόσωπα, με άλλα λόγια, που συμπυκνώνουν ολόκληρο το είναι τους στον κυκλικό χρόνο του κλειστού τους χώρου, παίζοντας κάθε τους χαρτί (τυχερό ή άτυχο) σ' ένα τραπέζι με προαποφασισμένο επίπεδο ρίσκου.
Οι ήρωες της Ζαούση αποτελούν σκιές και συντρίμμια της καθημερινής ζωής, υπάρξεις που υποχρεώνονται να σμικρυνθούν έως εσχάτων ή και να σβήσουν κάτω από την πίεση του άγχους της επαγγελματικής, της κοινωνικής ή της ερωτικής τους επιβίωσης. Και τέτοιοι ήρωες δεν απαιτούν, προφανώς, ψυχολογική εμβάθυνση ούτε σηκώνουν ιδιαίτερη χαρακτηρολογική επεξεργασία -αρκεί το ανθρώπινο περίγραμμά τους για να ανεβεί στην επιφάνεια εκείνο το είδος ελαφράς, αλλά μόνιμης και κάποτε πολύ κουραστικής ναυτίας που προκαλεί η τριβή της επανάληψης και των ποικίλων ταπεινών (φοβάται κανείς και να τα ονομάσει έτσι) αδιεξόδων της. Και οφείλουμε σίγουρα στο σημείο αυτό να μην ξεχάσουμε πως ανάλογα αδιέξοδα μπορεί να γίνουν υπεύθυνα για συμπαντικές καταστροφές, όπως και να εξανδραποδίσουν πρόσωπα και πράγματα χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός ανησυχητικός θόρυβος. Κι αυτό είναι, νομίζω, το μήνυμα που πρωτίστως θέλει να περάσει η Ζαούση για τον κόσμο και τους ανθρώπους του βιβλίου της.
Μέτρο και συγκρατημένος ρυθμός
Επανέρχομαι στην προεισαγωγική παρατήρηση του Βαλτινού: η Ζαούση γράφει χωρίς κραυγές και χωρίς υψηλούς τόνους. Τα μικρά ή τα μεγάλα δράματα, που παίζονται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στα διηγήματά της, δεν εισάγονται με βίαιες ή οριακές σκηνές, δεν εκτρέπονται σε ανεξέλεγκτα και αψυχολόγητα παραληρήματα και δεν αποκτούν παρά σπανίως μανιχαϊκά χρώματα. Το μέτρο και ο συγκρατημένος ρυθμός συνιστούν το πάγιο εργαλείο του αφηγητή της (με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται: πρωτοπρόσωπος ή τριτοπρόσωπος, ενδοδιηγητικός ή εξωδιηγητικός), ο οποίος στις ευτυχέστερες ώρες του (έχει σημασία να το σημειώσουμε) υποβάλλει μόνο διά της πλαγίου την ένταση των καταστάσεών του, αποκομίζοντας πάραυτα ένα πολύ ουσιαστικό κέρδος -την πειστική (ζωντανή και άμεση, χωρίς κανένα παραπανίσιο βάρος) εικονογράφηση των ιστοριών του.
Η χαμηλή φωνή, βεβαίως, δεν κάνει ίσης αξίας όλα τα διηγήματα του τόμου. Το βιβλίο παρουσιάζει εμφανείς ανισομέρειες και δεν είναι λίγα τα κείμενα που ξαφνικά καθηλώνονται -η ιδέα πάνω στην οποία στηρίζονται έχει κάθε προϋπόθεση για να δώσει ένα ικανό αφηγηματικό αποτέλεσμα, αλλά η διάθεση της Ζαούση να ορίσει εκ των προτέρων τη μοίρα των πρωταγωνιστών της (να μην αφήσει στον αναγνώστη το περιθώριο να γεμίσει με δική του πρωτοβουλία το σχήμα της) στενεύει υπερβολικά τον ορίζοντα. Σκόπιμο θεωρώ, εν προκειμένω, να πω και κάτι ακόμη: με περισσότερες αποσιωπήσεις τα κείμενα της Ζαούση (και τούτο αφορά τόσο το ενεργό όσο και το αδρανές υλικό της) θα λειτουργούσαν οπωσδήποτε καλύτερα. Η πληθώρα των εξηγήσεων και η παράταξη και της τελευταίας λεπτομέρειας από την πολυμερή γκάμα των αντιδράσεων των ηρώων, δημιουργούν έναν μάλλον δυσκίνητο βηματισμό.
Σταματώ, όμως, εδώ, για να επιστρέψω στα καλογραμμένα και προσεκτικά σκηνοθετημένα κομμάτια της συλλογής, όπως τα συναντήσαμε πρωτύτερα: τον «Καθηγητή», την «Αποθήκη», τον «Κουλουρά», τα «Εντομα», το «Λεωφορείο και το σπίτι», τους «Θορύβους», τις «Σοκολάτες», το «Ζευγάρι» και τη «Φλογέρα». Η Ζαούση καταφέρνει να πλάσει στις σελίδες τους όχι μόνο χειροπιαστές και αναγνωρίσιμες εικόνες, αλλά και μιαν όντως πολύ θερμή ατμόσφαιρα (ακόμη κι όταν τα πρόσωπά της αναγκάζονται να βυθιστούν στην απέραντη παγωνιά), όπου χειρονομίες, λέξεις και αντικείμενα δένουν σ' ένα ενιαίο σώμα, για να μεταβάλουν την καθημερινότητα σε πικρό όσο και αναπόφευκτο υπαρξιακό οδοιπορικό.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/12/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις