Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
82%
Τιμή Εκδότη: 13.76
2.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
550739
Συγγραφέας: Ζαρκαδάκης, Γιώργος
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:218
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2002
ISBN:2229600421727

Περιγραφή


Έντεκα μικρές ιστορίες για αυτά που μας συμβαίνουν ή πρόκειται να μας συμβούν:

- Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε.
- Ένας τηλεοπτικός αστέρας ενώνει τις δυνάμεις του με τον ηγέτη μιας θρησκευτικής σέκτας με σκοπό να αλλάξουν το κλίμα της Γης.
- Δύο παιδιά ανακαλύπτουν τη φιλία μέσα από τις παράξενες εφευρέσεις ενός επισκέπτη από την Αφροδίτη.
- Ένας μουσικός μαθαίνει τον ήχο του έρωτα από μια χαμένη φυλή της ερήμου.
- Μια Μαύρη Τρύπα ανακατεύει το χρόνο και την ιστορία στην Αθήνα.
- Μια νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται έναν υπερήρωα.
- Σε μια μαγική πόλη των Τροπικών δύο αταίριαστοι εραστές σμίγουν.
- Ένας διαφημιστής συνωμοτεί εναντίον του συνεταίρου του για τα μάτια μιας γυναίκας, και βάζει ένα περίεργο στοίχημα.
- Ένας αλχημιστής προσπαθεί να υπολογίσει τον μεγαλύτερο αριθμό που υπάρχει.
- Μια μακρινή απόγονος του συγγραφέα παίρνει μέρος σ' ένα επικίνδυνο παιχνίδι και ανακαλύπτει τη λογοτεχνία.
- Ένας άγγελος κλέβει το όνειρο του τελευταίου ανθρώπου.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Πέρυσι ο Γ. Ζαρκαδάκης εξέδωσε ένα ενδιαφέρον μελέτημα, εκλαϊκεύοντας όλα όσα σήμερα γνωρίζουν οι ειδικοί για το μυστήριο του νου, όπως ήταν και ο τίτλος του βιβλίου του (Το Μυστήριο του Νου: Πώς ο εγκέφαλος εγείρει τη συνείδηση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Οπου και εξηγεί παραστατικά πως η συνείδηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ευφυΐα, διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής διαθέτει μεν υψηλό δείκτη ευφυΐας, φθάνοντας λ.χ. να κερδίζει τον άνθρωπο σε μια δύσκολη πατρίδα σκάκι, δεν έχει ωστόσο ούτε ίχνος από τη συνείδηση της γάτας ή του σκύλου, που βεβαίως αδυνατούν να παίξουν σκάκι. Η διαφορά έγκειται και στο γεγονός πως τα ενσυνείδητα όντα ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους συνεκτιμώντας δεδομένα πρώτου και τρίτου προσώπου απλούστερα, προσωπικές εμπειρίες υποκειμενικές, που από τη φύση τους δεν επιδέχονται επιβεβαίωση και πειραματικά δεδομένα, αντικειμενικά και μετρήσιμα. Ως φαίνεται, όταν ποτέ στο μέλλον εξευρεθούν οι τρόποι ενσωμάτωσης των λεγομένων δεδομένων πρώτου προσώπου στην κατασκευή μηχανών, οπότε και θα είναι σαν να βλέπουμε σε ταινία τις σκέψεις και τα αισθήματα κάποιου, τότε θα κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ενσυνείδητα ρομπότ.

Οπως δείχνει και το εν λόγω βιβλίο του, ο Γ. Ζαρκαδάκης είναι ένας από τους λιγοστούς, ίσως και ο μόνος στα καθ' ημάς, που συνδυάζουν την ιδιότητα του μυθιστοριογράφου με ένα διδακτορικό στην Τεχνητή Νοημοσύνη, και δη στο πλέον προωθημένο πεδίο της, την έρευνα γύρω από τη συνείδηση. Από αυτόν λοιπόν αναμένεται ένα μυθιστόρημα μελλοντολογίας που δεν θα αρκείται στην ιδέα και μόνο μιας επιστημονικής εφεύρεσης, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά θα απλώνεται σε ερεθιστικές κατασκευαστικές λεπτομέρειες, που μόνο ένας επιστήμονας μπορεί να φαντασιώσει, προπαντός θα εκφράζει τους ηθικούς προβληματισμούς ενός ερευνητή που αποδέχεται τη δυνατότητα τελικής, και διά της επιστήμης, ερμηνείας των πάντων, αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο ως μια πολύπλοκη βιολογική μηχανή. Ηδη στο τελευταίο κεφάλαιο του μελετήματός του ο Γ. Ζαρκαδάκης αναφέρεται σε παραψυχολογικά φαινόμενα, όπως η τηλεπάθεια, χωρίς να αποκλείει την εξήγησή τους αν αποδειχθεί πως ο χαρακτήρας της συνείδησης δεν είναι τοπικός και εξατομικευμένος αλλά συνιστά θεμελιώδη ιδιότητα της φύσης που θα πρέπει να συνυπολογιστεί στις εξισώσεις της κβαντομηχανικής. Μέχρι εκεί μπορεί να φθάσει ένα επιστημονικό εγχειρίδιο, μια και προς το παρόν οι φυσικές επιστήμες προσκρούουν και στα όρια των μαθηματικών, ακριβώς όπως συνέβαινε παλαιότερα, όταν οι υποθέσεις για τον διττό χαρακτήρα των σωματιδίων απαιτούσαν καινούργιες μαθηματικές οντότητες. Και σήμερα φαίνεται πως χρειάζονται νέας φύσεως μαθηματικά, τα αποκαλούμενα «νοητικά μαθηματικά». Ωστόσο ο συγγραφέας μπορεί να προηγηθεί της εποχής του, μυθοπλάττοντας καθ' υπέρβασιν των επιστημονικών δεδομένων.

Προσώρας, πάντως, ο Γ. Ζαρκαδάκης αρκείται σε μια συλλογή έντεκα διηγημάτων, από τα οποία πέντε έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας και του Λονδίνου. Μεταξύ παραμυθικής διήγησης και μελλοντολογίας, οι ιστορίες επιμένουν μάλλον στις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές πλευρές μιας μελλοντικής τάξης πραγμάτων, λιγότερο ή περισσότερο απόμακρης και αντιστοίχως τρομακτικής. Αναμφιβόλως ευρηματικές, ανεξάρτητα αν η φαντασία του μυθοπλάστη δεν νομίζουμε πως βρίσκεται στο ύψος του επιστήμονα συγγραφέα. Οπως και αν έχει, διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, τα οποία διαβάζονται ευχάριστα αποβαίνοντας ταυτόχρονα και διδακτικά.

Πρωτότυπος ο τίτλος του βιβλίου, ανήκει στο πρώτο διήγημα, τοποθετημένο σε ένα μέλλον που περιγράφεται ως εξωφρενική, μάλλον γελοιογραφική προέκταση της σήμερον. Η μακάβρια ιστορία εκτυλίσσεται στο κέντρο της Αθήνας, μετά περίπου μισόν αιώνα, την εποχή των εγγονιών μας, τότε που θα έχει επικρατήσει ένα σύστημα υποχρεωτικού υπερκαταναλωτισμού, με διαχειριστές πολυεθνικές εταιρείες τύπου Κόκα-Κόλα, όπως θα δείχνει και μια γιγάντια διαφημιστική φιάλη ανηρτημένη στην κορυφή του Λυκαβηττού. Περίοδος ευδαιμονίας, όταν οι συνήθως ευερέθιστοι Αθηναίοι, με την καθημερινή λήψη πρόζακ, θα έχουν σταματήσει να εκνευρίζονται και οι σκέψεις τους θα κινούνται στο στοιχειώδες επίπεδο της γλώσσας που θα ομιλούν, μιας αγγλοελληνικής αργκό. Με χιούμορ ο συγγραφέας ευαγγελίζεται την εποχή που ακόμη και η είδηση της εξαφάνισης της Αμερικής θα αφήνει αδιάφορη μια γνήσια καταναλωτική κοινωνία.

Στην Αθήνα διαδραματίζεται κι ένα άλλο διασκεδαστικό διήγημα, «Η μαύρη τρύπα της Λουκρητίας κι εγώ», όταν ο πλανήτης της Γης θα έχει απορροφηθεί από μια Μαύρη Τρύπα και «ο χρόνος θα έχει ανακατωθεί», οπότε στους δρόμους της πόλης θα συνωστίζονται αρχαίοι Ελληνες και φουστανελοφόροι, ωστόσο ορισμένα πράγματα θα παραμένουν αδιασάλευτα, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του διηγήματος. Μάλλον διδακτικό παρά κωμικό ένα τρίτο διήγημα, «Το Βιβλιονεκροταφείο», όπου όλοι οι κάτοικοι της Γης βρίσκονται απορροφημένοι σε ένα τηλεπαιχνίδι, θεωρώντας εαυτούς ευτυχείς κι ας έχει καταστραφεί η ατμόσφαιρα της Γης κι ας ζούνε σε κυψέλες κάτω από έναν τεχνητό θόλο. Αισιόδοξος ο συγγραφέας πιστεύει στην αφύπνιση που θα έρθει με τη μάθηση, όταν μια μακρινή απόγονός μας θα ανακαλύψει, σε κάποιο διάδρομο του Διαδικτύου, καταχωνιασμένα τα χιλιάδες βιβλία τής σήμερον.

Τουλάχιστον δύο διηγήματα, μάλλον σύντομα («Ο Μπάτμαν των Αμπελοκήπων» και «Το γυμνό τίποτα της ευτυχίας»), σχολιάζουν με σχεδόν ρομαντική διάθεση τα όνειρα - τα ενύπνια καθώς και τα άλλα της εγρήγορσης που φανερώνουν πόθους και επιθυμίες - ως εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης πέραν, τουλάχιστον προς το παρόν, των βιολογικών ερμηνειών. Παρόμοιας πνοής και «Ο Αφροδιτιανός», ως εναλλακτικό στο Αρειανός που χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του εξωγήινου. Ενα μελλοντολογικό διήγημα που μπορεί να εκληφθεί και ως σχόλιο για το μάταιον της αναμονής όταν κρατάει μια ζωή.

Τα υπόλοιπα πέντε διηγήματα σε μακρινούς και εξωτικούς τόπους παρουσιάζονται μάλλον σαν παραμύθια γύρω από τα αρχέτυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον έρωτα, τον φόβο του θανάτου ή ακόμη την πεισματική αναζήτηση της γνώσης. Ανακεφαλαιώνοντας, τα πρόσφατα διηγήματα του Γ. Ζαρκαδάκη δείχνουν, όπως έχουμε ξαναγράψει με αφορμή τα μυθιστορήματά του, πως είναι ένας υποσχόμενος συγγραφέας στον χώρο του φανταστικού. Μελλοντολογώντας κι εμείς με τη σειρά μας, ελπίζουμε πως θα έρθει και πάλι μια εποχή που οι συγγραφείς δεν θα επείγονται ούτε θα ενδίδουν στη ζήτηση του αναγνωστικού κοινού για εύπεπτα βιβλία. Οταν θα αντιλαμβάνονται πως μια θέση στη λίστα των μπεστ σέλερ είναι τα τριάκοντα αργύρια για την έκπτωση της γραφής τους. Αν και φοβόμαστε πως το ταλέντο πόρρω απέχει της αυτογνωσίας, ακριβώς όπως η ευφυΐα των ηλεκτρονικών υπολογιστών της συνείδησης.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 01-12-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η λεγόμενη «φανταστική» λογοτεχνία -αν τελικά έχει επικρατήσει αυτός ο όρος- δεν γνωρίζει στα καθ' ημάς την ανάπτυξη και τη διάδοση που γνωρίζει σε άλλες χώρες, όπου διαθέτει παράδοση πολλών δεκαετιών. Ωστόσο δεν έχουν λείψει αρκετά ενδιαφέροντα σκιρτήματα του είδους, κυρίως υπό τη μορφή διηγημάτων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται τα βιβλία του Γιώργου Ζαρκαδάκη.

Υπηρετώντας μια, λιγότερο ή περισσότερο, αμιγή αντίληψη γι' αυτό το είδος, ο Γ. Ζ., με την «Αμερική» του, μας παρουσιάζει «έντεκα μικρές ιστορίες, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου· μικρές ιστορίες που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τις αμερικάνικες «short stories», είδος που έχει καταβάλει γενναία εισφορά σε μια στενά ρεαλιστική αντίληψη για τη λογοτεχνία.

Οι ιστορίες που μας διηγείται ο συγγραφέας, εξαιρώντας το «φανταστικό» καμβά τους, έχουν, σχεδόν πάντα, ως πρωταγωνιστές άντρες μοναχικούς σε μετακαταστροφικό φόντο, όπου ο πόθος της ένωσης μοιάζει πιο ισχυρός από την ίδια την ένωση. Σε ρημαγμένες χώρες, σε ερήμους, σε χώρες εξωτικές ή στην οικεία Αθήνα, σε χρόνο ενεστώτα, αόριστο ή μέλλοντα, οι ήρωές του προσπαθούν να βγουν νικητές από έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει ερήμην τους. Μόνοι, ζώντας τη διεσταλμένη ζωή που προκαλεί η μοναξιά, μετέρχονται διάφορα μέσα για να φτάσουν σ' έναν σκοπό από τα πριν ματαιωμένο.

Οι ιστορίες που μας διηγείται ο Γ.Ζ. έχουν μια μεγάλη θεματική ποικιλία: από την εξαφάνιση της Αμερικής μέχρι τον τηλεοπτικό αστέρα, που σκοπός της ζωής του είναι να καταφέρει ν' αλλάξει το κλίμα της γης, και από εκεί ώς τον άγγελο-κλέφτη ονείρων και το αταίριαστο σμίξιμο του Σκιανθρώπου η παλέτα είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να ικανοποιήσει τις πιο διαφορετικές περιέργειες. Ενδιάμεσα παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός κατοίκου της Αφροδίτης, το ερωτικό βάρος μιας χαμένης λέξης σε κάποια φυλή της ερήμου, τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια Μαύρη Τρύπα στην Αθήνα, για να καταλήξουμε στα τρία εκτενέστερα -και από πολλές απόψεις σημαντικότερα- διηγήματα της συλλογής: το «Στοίχημα», το «Σοφό Πίθηκο» και το «Βιβλιονεκροταφείο».

Συνήθως τα περισσότερα δείγματα αυτού του είδους λογοτεχνίας βαρύνονται από μία εύκολη «φανταστική» εντυπωσιοθηρία, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζονται διάφορες φαντασμαγορίες και λέγονται ακόμη περισσότερα απιθανολογήματα. Στην περίπτωση του Γ.Ζ. το φανταστικό κυλάει απρόσκοπτα, πηγάζει μ' έναν τρόπο σχεδόν φυσικό από το διηγηματικό περιβάλλον όπου εντάσσει τη δράση του.

Επίσης το είδος αυτό παρουσιάζει ένα σύνηθες μειονέκτημα: κάπου απρόσμενα παρουσιάζεται ένα «φαντασιογενές» εύρημα (ζώα που μιλούν, καράβια που περπατούν, εξωγήινοι που εισβάλλουν στη γη), εξίσου πληκτικό με τις «ρεαλιστικογενείς» ορδές των «αδρών ηρώων», οι οποίοι, σε «σφιχτές πλοκές», προσπαθούν (για πολλοστή φορά) να μας πείσουν για το πόσο σκληρή και απρόσωπη είναι η ζωή στη σύγχρονη πόλη ή, πράγμα που δεν διαφέρει και πολύ, με «χιούμορ» να περιγράψουν ή με «ειρωνεία» να «παρωδήσουν» (ξεχνώντας πως προϋπόθεση της παρωδίας είναι η ανισοβαρής σχέση ανάμεσα στον παρωδούντα και τον παρωδούμενο) τόσα και τόσα κακά της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο Γ.Ζ., ευτυχώς, αποφεύγει αυτόν το σκόπελο, εντάσσοντας το εύρημα με τρόπο φυσικό στην εξέλιξη του ίδιου του κειμένου και πλησιάζοντας την παραβολή -και μέσω αυτής την αλληγορία, μια αρχαία αφηγηματική μορφή, που η ηλικία και η στερεότητά της επιτρέπουν τη διάνοιξη οριζόντων ευρύτερων από αυτούς που στοχεύει από μόνη της η φανταστική λογοτεχνία.

Από τα διηγήματα που αναφέραμε, στο πρώτο, το «Στοίχημα», συνδυάζεται το φανταστικό με ένα αστυνομικής υφής θέμα, σ' ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ταυτοτήτων. Στο δεύτερο, το «Σοφό Πίθηκο», επιχειρείται ένας συνδυασμός του φανταστικού με φιλοσοφικά σκιρτήματα, σ' ένα κλίμα εξωτικό, απ' όπου δεν λείπει η ατμόσφαιρα του παραμυθιού. Στο τελευταίο, και προτελευταίο της συλλογής, το πιο καθαρόαιμο ίσως του είδους, όπου ένα σωρό ανθρώπινες παράμετροι, όπως ο θάνατος, δεν ισχύουν, ένα εφιαλτικό μέλλον έχει γίνει αμετάκλητο παρόν, και με τη λογοτεχνία καταργημένη (δεν είναι και τόσο άσχημη ιδέα...) οι άνθρωποι προσφεύγουν στο τελευταίο οχυρό της εσωτερικής και εξωτερικής ελευθερίας: την επανάσταση.

Η καθ' όλα αξιοσύστατη αφήγηση του Γ.Ζ. παρουσιάζει όμως, σε μικρό βαθμό, δύο ανασχέσεις: τη γλώσσα και το λυρισμό της.

Η λογοτεχνική γλώσσα δεν κρίνεται με βάση την καλλιέπειά της (ούτε καν την ορθοέπειά της), αλλά με κριτήριο την εσωτερική σχέση ανάμεσα στο περιγραφόμενο και την περιγραφή, ανάμεσα στο πράγμα και το ρήμα, τελικά: ανάμεσα στο αντικείμενο και το γλωσσικό του απείκασμα.

Οσο για το λυρισμό, αυτός είναι δίκοπο μαχαίρι στον πεζό λόγο, περισσότερο μάλιστα στο μυθιστόρημα απ' ό,τι στο διήγημα. Ο πεζογράφος, που έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα φειδωλός στις λυρικές παρεκβάσεις του (γιατί μόνον ως παρέκβαση μπορεί να νοηθεί ο λυρισμός στον πεζό λόγο), θα πρέπει να έχει μια αυξημένη αίσθηση του μέτρου και του περιττού, για να μην οδηγηθεί είτε σε μια κενή καλλιλογία είτε σε μια άμετρη αναστολή της αφήγησης. Το μέτρο, η πρωτοτυπία, αλλά και η χαμηλή θερμοκρασία είναι απαραίτητοι όροι για να χωρέσει η λύρα στον πεζό λόγο, και οπωσδήποτε σε μικρές, μετρημένες δόσεις.

Ευτυχώς όμως ο Ζαρκαδάκης έχει τη λογοτεχνική οξυδέρκεια να περιορίσει αισθητά τη, μάλλον εγγενή, τάση του προς μια λυρικότερη έκφραση και να χειραγωγήσει τελικά το γλωσσικό του υλικό. Ταυτόχρονα, δείχνει μια αφηγηματική ικανότητα, που δεν θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον να τη δούμε να επεκτείνεται και σε περιοχές άλλες από τη «φανταστική» λογοτεχνία.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/04/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!