0
Your Καλαθι
Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους I
Ο θάνατος ήρθε τελευταίος: Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Σε τί μπορεί να χρωστάει άραγε τα νάματά της η παράξενη αφηγηματική τέχνη την οποία υπηρετεί χρόνια τώρα η Ζυράννα Ζατέλη και την αναπαράγει ανά επταετία, όπως γεννούν τα ελάφια; Μόνο «ασθενείς» ψυχές που ατενίζοντας το κενό είδαν τα πάντα, και μαζί το άρρητο υπόλοιπο, έχουν τη δύναμη να καταφεύγουν με τόση πειθώ στο λυκόφως των ασωμάτων για να βρουν τα μυστικά ριζώματα του κόσμου. Δεν μιλάμε πλέον μόνο για Λογοτεχνία, καθότι κι αυτή με τη σειρά της συνιστά εμπόδιο. Αλλά για μιαν ιερατική κλεψιγμία που ζει μονίμως σε κατάσταση ταραχώδους πυρετού, ο οποίος διακόπτεται από τα σκιρτήματα μιας υπεσχημένης κάθαρσης· για ιστορίες όπου ο θάνατος, ο έρωτας και η παιδική ηλικία προβάλλουν σε όλες τους τις μεταμορφώσεις, από τις πλέον αινιγματικές ή ανησυχαστικές ώς τις βαθιά λυτρωτικές. Η ζατελική ανθρωπότητα αναδύεται από τα άπειρα στοιχεία -τα χώματα, τα νερά και τα σκοτάδια- ώς εκ τούτου δεν ελπίζει σε κάποιον τελειωμό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένας δεισιδαίμων κόσμος, εμποτισμένος από το υπερφυσικό στοιχείο. Μυθιστορηματικό σύμπαν με ήρωες εμβληματικά πρόσωπα, αρχέτυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς
Λέγεται πως η Ζεχραζάντ, επί το ελληνικώτερον Χαλιμά, διηγείτο γοητευτικές και παράδοξες ιστορίες για να γλιτώσει τη ζωή της. Κατ' αντιστοιχίαν, διαπλέοντας τις επτακόσιες τόσες σελίδες του δεύτερου μυθιστορήματος της Ζ. Ζατέλη είχαμε την εντύπωση ότι η συγγραφέας, ως άλλη Ζεχραζάντ, αφηγείται τις ιστορίες της για να διασώσει από τον πέλεκυ ενός υπερεθνικού πλέον χαλίφη όχι την κεφαλή της, αλλά τη «μικρά» και «ασθενή» μητρική της γλώσσα, ως χαρακτηρίζεται η ελληνική σύμφωνα με τις νεόκοπες διακρίσεις βάσει πολιτικοοικονομικών παραμέτρων, που έχουν επικρατήσει σε αντικατάσταση των παλαιότερων μορφολογικών, γενεαλογικών ή και οργανικών διαιρέσεων. Δεν πρόκειται για τη νεοελληνική, την αποκαλουμένη και κοινή, στην οποία περιοριζόταν παλαιότερα η συγγραφέας, αλλά για τη θαυμάσια ποικιλία της ελληνικής, με τις λόγιες επιβιώσεις, αρχαιότερες και νεότερες, τις ετερόχθονες επιμειξίες έως και τους νεολογισμούς. Διάσωση που μόνον διά μέσου της λογοτεχνίας μπορεί να επιτευχθεί. Το γλωσσικό ύφος το οποίο προοδευτικά καλλιέργησε η Ζ. Ζατέλη δένει καθαρευουσιάνικες με δημώδεις εκφράσεις και αποκτά ρυθμό μέσα από τους πλέον απρόσμενους λεκτικούς συνδυασμούς.
Εύχυμος λόγος με συνεχείς μεταφορές, παρομοιώσεις έως και παράτολμες προσωποποιήσεις. Και ταυτόχρονα πλεοναστικός χάρη στην αφθονία επιθέτων και ουσιαστικών, εν παρατάξει, και για την απόδοση των αποχρώσεων. Κυρίως, λόγος εικονοπλαστικός, εμπνευσμένος και από τις ντόπιες παραλογές, από όπου δεν αντλεί μόνο τα μακάβρια θέματα αλλά συγγενεύει μαζί τους και ως προς τη διάθεση της βαριάς δυσθυμίας και της επίμονης λύπης, προ πάντων ως προς εκείνη τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα ζόφου που πλανιέται σε ολόκληρο το μυθιστόρημα.
Λέγεται πως η Ζεχραζάντ μόλις ετελείωνε τη μία ιστορία άρχιζε τεχνηέντως την επόμενη. Προχωρώντας στην ανάγνωση του βιβλίου, σχηματίσαμε την εικόνα ότι και οι ιστορίες της Ζ. Ζατέλη δείχνουν να ξεφυτρώνουν η μία μέσα από την άλλη. Και όμως όχι ακριβώς όπως στα παραμύθια, καθώς συχνά διακλαδώνονται με παρεκβάσεις σε αλλότρια, ως προς την ιστορία, πρόσωπα και ετερόκλητα θέματα, ενώ κάποτε εμφανίζονται οφιοειδείς, και κατά την έκφραση του αφηγητή. Ο ίδιος με αυτόν του προηγούμενου μυθιστορήματος, και πάλι ο πληθυντικός μεγαλοπρεπείας, αν και τώρα περισσότερο ευδιάκριτος με συχνότερες παρεμβάσεις. Διηγήσεις και αναδιηγήσεις από διαφορετική οπτική γωνία, καθώς και πρόσθετες παρενθετικές επεξηγήσεις, ως επί το πλείστον, μυθολογικές ή και θρυλούμενες, σπανιότατα πάντως πραγματολογικές.
Αφηγηματική τεχνική με λαμπρό προηγούμενο στη νεοελληνική λογοτεχνία, τον Ν.Γ. Πεντζίκη. Παραμυθάδες με τις ίδιες εμμονές, ο πρεσβύτερος και η νεότερη. Και οι δύο κινούνται στον βορειοελλαδικό χώρο, ανεξάρτητα αν ο Ν.Γ. Πεντζίκης ονοματίζει και τον παραμικρότερο γήλοφο ενώ η Ζ. Ζατέλη μόλις που δίνει το στίγμα της περιοχής κρατώντας κυρίως το κλίμα και τα έθιμα του τόπου, ιδιαίτερα εκείνο της πυροβασίας. Προσφιλές σκηνικό αμφοτέρων τα νεκροταφεία και αποτελεσματικός μοχλός των αφηγήσεών τους τα ενύπνια· εκδήλως φροϋδικά του Ν.Γ. Πεντζίκη, επίφοβα προφητικά της Ζ. Ζατέλη. Και οι δύο, όλα τα αλέθουν και τα ενσωματώνουν, δείχνοντας να αδιαφορούν για την οικονομία του κειμένου. Ξεκρέμαστα, εν μέσω μιας ιστορίας, η Ζ. Ζατέλη αναφέρει, λ.χ., το όνομα του Ντάρρελ ή του Φώκνερ. Αντίστοιχα, με συνειρμικούς πήδους, ο Ν.Γ. Πεντζίκης μνημονεύει, για παράδειγμα, τον υιό Παπαρρηγόπουλο, τον ποιητή. Εξυπακούεται πως διαφορετικά ταξιδεύει στις δύο περιπτώσεις ο επιρρεπής αναγνώστης. Όπως και να έχει, πέρα από τις ομοιότητες, λιγότερο ή περισσότερο επιφανειακές, η Ζ. Ζατέλη δεν έχει, ούτε κατά το ελάχιστον, την παιγνιώδη διάθεση του Θεσσαλονικέα, όπως και δεν κουβαλά, εμφανώς τουλάχιστον, τη συνείδηση μιας ιστορικής κληρονομιάς.
Ο κόσμος της Ζ. Ζατέλη (θα ήταν εσφαλμένο να αποκαλέσουμε το μυθοπλαστικό της σύμπαν «ζατελική ανθρωπότητα», όπως υποδεικνύει το οπισθόφυλλο) δεν έχει κοινωνικές ή ιστορικές συνιστώσες. Ναι μεν η συγγραφέας καρφιτσώνει τα δρώμενα στον άξονα του χρόνου («τέλη του πενήντα» η πρώτη ιστορία, «τρεις πενταετίες πριν... μες στους καπνούς ακόμη του πολέμου» η πρώτη αναδρομή στο δεύτερο μέρος, και άλλα «είκοσι πέντε χρόνια πριν» η δεύτερη αναδρομή, όπου και η απαρχή του μυθιστορήματος), ωστόσο, πολεμικές ή ειρηνικές οι εποχές, οι ήρωες ουδόλως επηρεάζονται, όντας βυθισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα και τα οικογενειακά τους δράματα, στα οποία η ευρύτερη κοινότητα, του άστεως ή της υπαίθρου, δεν έχει καμία απολύτως συμμετοχή, παρά μόνο ως συνοδεία των κηδειών. Σε ένα σημείο παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από τον Καζαμία του έτους 1932, ως πρόσθετο ποίκιλμα, το οποίο και οριστικοποιεί τις ημερομηνίες. Και αν όμως το πρώτο ζεύγος της μυθοπλασίας δεν συνευρισκόταν Μάιο του 1918 (ελπίζουμε να προσθαφαιρέσαμε σωστά) αλλά ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα ή αργότερα, τίποτε απολύτως δεν θα άλλαζε, καθώς ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αγγίζει τη Βόρεια Ελλάδα της μυθιστορίας. Ούτε καν το σωτήριον έτος 1948 δεν εμποδίζει τον έρωτα και τα αρραβωνιάσματα ενός Έλληνα εκ Βάρνας Βουλγαρίας, ευρισκομένου σε ολιγοήμερο ταξίδι στη Μακεδονία για δουλειές. Μόνο ο γάμος αναβάλλεται για «λίγους μήνες, όταν θα τελείωνε πια και ο Εμφύλιος, κατά την ελπίδα όλων...».
Ένας δεισιδαίμων κόσμος, εμποτισμένος από το υπερφυσικό στοιχείο, αν και υποχωρούν αισθητά οι νοτιοαμερικανικές επιδράσεις του λεγομένου μαγικού ρεαλισμού. Ένας κόσμος όπου πρωτοστατούν τα παιδιά και μετά έρχονται οι σημαδεμένοι, κοψαχείληδες και επιληπτικοί, με τα ζώα, ακόμη και τα φυτά, να εμπλέκονται σε ίση μοίρα, ιδίως όσα κουβαλούν, κατά τις λαϊκές προλήψεις, μεταφυσικό φορτίο. Μυθιστορηματικό σύμπαν χωρίς ήρωες με διακριτή υπόσταση και ψυχοσύνθεση, μάλλον εμβληματικά πρόσωπα και ως αρχέτυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που κάποτε προσομοιάζουν αναμεταξύ τους, με ορισμένα γνωρίσματα να επανέρχονται, όπως επανεμφανίζονται στο μυθιστόρημα ή από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα τα ίδια ονόματα, αποδιδόμενα σε δίδυμες υπάρξεις, πλησιέστερης ή και μακρινότερης συγγένειας. Αγροίκοι και μονόχνοτοι, χειρώνακτες και τυχοδιώκτες, και εν μέσω αυτών γυναίκες που επιμένουν να συντηρούν τη θλίψη τους και να τροφοδοτούν τη μελαγχολία τους. Κυρίως θέμα ο θάνατος, ποτέ φυσιολογικός, κατά κανόνα απρόσμενος και σε συγκυρίες εξαιρετικού χαρακτήρα, ως επί το πλείστον απόρροια μιας άγριας φύσης, σχεδόν εκδικητικής. Ο θάνατος, ένα χάσμα στον χρόνο, μια ασυνέχεια, που τρομάζει μεν τον αφηγητή, χωρίς όμως να τον ωθεί σε στοχαστική εμβάθυνση.
Λέγεται πως τα παραμύθια της Ζεχραζάντ στόχευαν να δώσουν γνήσια εικόνα της ψυχής και του πνεύματος ολόκληρης της Ανατολής. Πιστεύουμε ότι η Ζ. Ζατέλη δείχνει, μέσα από αυτή την άναρχη αφήγηση, τον τρόπο που ο λαός μας αντιμετώπιζε το επέκεινα, με βιβλικές νουθεσίες και δοξασίες, συμβιώνοντας και συνάμα εξορκίζοντας τους νεκρούς του. Προνομιούχοι παρατηρητές σε τελετουργίες ταφής και ανακομιδής οι άνηβοι ήρωες, όπου το «άνηβος» υποθέτουμε ότι παραπέμπει και στον αιγύπτιο θεό των νεκρών Άνουβι. Στο μυθιστόρημα απών ή περίπου ο έρωτας, πλην των εμμανών συνευρέσεων ανθρώπων τε και κυνών.
Θανατόφιλος προβάλλει ο αφηγητής με εμμονή στην επταδική δοξασία. Όλα συντελούνται σε κύκλους τού επτά: επτά νήπια πεθαίνουν, επτά Κυριακές με τον βούλγαρο εραστή, επτά βιβλία αγοράζονται, επτά επισκέπτες έρχονται, έως και οι θάνατοι στρογγυλεύονται σε επτά, ανεξάρτητα αν ο αναγνώστης καταμετρήσει τουλάχιστον δέκα θανάτους ενηλίκων και δύο παιδιών, κι αυτούς μόνο αν περιοριστεί σε όσους ήρωες κατονομάζονται, ειδάλλως ο θάνατος καταποντίζει ολόκληρες οικογένειες και γειτονιές. Αν και χτυπάει τελευταίους τους γεροντότερους, εξ ου και ο υπότιτλος του μυθιστορήματος. Και από τον υπότιτλο ερχόμαστε στον γριφώδη έως και ανούσιο τίτλο, που υποτίθεται πως δεν αφορά αυτό το βιβλίο αλλά το επόμενο ή και το μεθεπόμενο μιας μελλοντικής τριλογίας. Έτσι αρχίζει ένας μύθος, ξένος προς το ίδιο το κείμενο και με βλαβερές συνέπειες -πάντα, κατά τη γνώμη μας- για το βιβλίο ως λογοτέχνημα, τον οποίον και καλλιεργούν περαιτέρω τα λεκτικά πυροτεχνήματα του οπισθόφυλλου έως και το εξώφυλλο που εικονίζει για μία ακόμη φορά τη συγγραφέα. Αν και ο ναρκισσισμός, άκρως απωθητικός στους συγγραφείς, θα πρέπει να συγχωρείται στις γυναίκες και δη τις ωραίες.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 03-03-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τρία μυθιστορήματα σκοπεύει να στεγάσει η Ζυράννα Ζατέλη υπό τον κοινό τίτλο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Το «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» κυκλοφορεί ήδη εδώ και πέντε περίπου μήνες. Θα ακολουθήσουν οι τίτλοι «Το πάθος χιλιάδες φορές» και «Με το παράξενο όνομα». Οπως μας προειδοποιεί στο εισαγωγικό σημείωμα τού ανά χείρας τόμου η συγγραφέας, τα τρία βιβλία θα είναι αυτοτελή και συνάμα σπονδυλωτά. Το «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» καταπιάνεται με την ιστορία μιας οικογένειας στη Βόρεια Ελλάδα, που ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του '30 (πιθανώς και κάπως νωρίτερα) για να φτάσει μέχρι και είκοσι χρόνια μετά (πιθανώς και κάπως αργότερα). Η εμπλοκή στη ροή της αφήγησης πλήθους θρύλων και λαϊκών παραδόσεων της Μακεδονίας μάς πηγαίνει αμέσως στο πρώτο (και δικαίως πολυσυζητημένο) μυθιστόρημα της Ζατέλη «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», που τυπώθηκε το 1993 (προηγήθηκαν οι συλλογές διηγημάτων «Περσινή αρραβωνιαστικιά» του 1984 και «Στην ερημιά με χάρη» του 1986). Η πολυπροσωπία και οι δαιδαλώδεις συγγενικές διακλαδώσεις είναι το άλλο κοινό χαρακτηριστικό των δύο βιβλίων: όπως στο πρώτο, έτσι και στο δεύτερο μυθιστορηματικό έργο της, η Ζατέλη ανεβάζει επί σκηνής έναν μεγάλο και συνεχώς κινούμενο θίασο, που καλείται να δοκιμάσει και να παίξει τους πιο διαφορετικούς την κάθε φορά ρόλους.
Το ασήκωτο βάρος του πρόωρου θανάτου
Εχει νόημα να ξεκαθαρίσω ότι η συμπόρευση των δύο μυθιστορημάτων δεν προχωρεί, όπως κι αν το εξετάσουμε, σε καμία περίπτωση παραπέρα. Το τρίπτυχο γέννηση - έρωτας - θάνατος, που διαπερνά απ' άκρου εις άκρον το «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», λειτουργεί ολοφάνερα και στο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος». Εκείνο, όμως, που τονίζεται εν προκειμένω είναι σαφώς το τελευταίο σκέλος του. Να το διατυπώσω καλύτερα: οι άνθρωποι της Ζατέλη μπορεί, όπως και πριν, να παραμένουν δέσμιοι του ατέρμονου βιολογικού κύκλου τους, αλλά ό,τι πρωτίστως τώρα τους επείγει δεν είναι το να ερωτευτούν και να ζήσουν, αλλά το να αφανιστούν και να πεθάνουν -να πεθάνουν και να χαθούν βίαια και αλόγιστα, χωρίς σκοπό και αιτία, δίχως αρχή, μέση και τέλος.
Το βαρύ, αθεράπευτο πένθος του πρόωρου θανάτου είναι το ασήκωτο έμβλημα του καινούργιου βιβλίου τής Ζατέλη, όπου δίκαιοι και άδικοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες σπεύδουν να ξεφορτωθούν τη ζωή τους το πολύ ώς τα σαράντα. Γιατί; Από κάποια σκοτεινή, προφανώς, μοίρα, από ένα αόρατο, μα αδίστακτο χέρι, από μια φύση μοχθηρή και βαθιά δαιμονική, που μηχανεύεται τα πάντα, προκειμένου να εξοντώσει τα θύματά της. Γκρεμοί, άνεμοι, θύελλες και κεραυνοί, μανιασμένες αρρώστιες, ακόμη κι ένα στραβό πάτημα σε μιαν αθώα αυλή, επιβουλεύονται με όλες τους τις δυνάμεις τους ήρωες της Ζατέλη. Η Δάφνη και η Ζήνα, η Δωροθέα, η Μυρτώ, η Φωτίκα, ο Νίκος και η έτερη Δάφνη, αλλά και ο Σέρκας ή ο Ζάφκος παίρνουν πρόθυμα τη σειρά τους απέναντι στο θάνατο, με ανήμπορους θεατές τον Ντάφκο, την Τριαφυλλία, τον Θεοχάρη, την Ελένη, τον Νικήτα και την Αννα και κάπως πιο μακρινούς παρατηρητές τον Ζήσιμο, τον Φανούρη, τη Γραμματική, την Επιστήμη και τον Δαβίκο. Ενα σμάρι αξεδιάλυτα και σπαρακτικά δεμένα μεταξύ τους πρόσωπα, που κάποτε δεν λησμονούν να φέρουν στα χείλη τους κάποια από τα ονόματα του «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», επιστρέφοντας έστω και αστραπιαία στα τέλη του 19ου αιώνα. Εις μάτην, όμως: ο θάνατος (ο δικός τους ή των άλλων) θα σταθεί ώς το τέρμα ο μοναδικός προορισμός τους.
Μπουκωμένη αφήγηση
Οφείλω να πω πως υπό τέτοιες συνθήκες το μυθιστόρημα της Ζατέλη γίνεται, όσο εξελίσσεται η ανάγνωση, ένα δύστροπο, δύσκαμπτο, άβολο κι εντέλει αβόλευτο κείμενο. Δύστροπο, δύσκαμπτο και άβολο επειδή κουράζει με τις ατελείωτες επαναλήψεις και την καταθλιπτική ομοιομορφία του. Αβόλευτο επειδή, μολονότι η Ζατέλη βλέπει πάντα υπό γωνίαν τις σχέσεις της με το ρεαλισμό (τόσο στο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» όσο και στα διηγήματά της η αληθοφάνεια της αφήγησης περιβάλλεται από μιαν άλω μαγικής υπέρβασης), η προσπάθειά της εδώ να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα πυκνού ποιητικού δράματος με έκδηλα ρεαλιστικά στοιχεία καθηλώνεται από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, χωρίς να καταλήγει πουθενά: ούτε στο ρεαλισμό, μα ούτε και στη μαγεία ή την ποίηση. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Πιστεύω πως τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι πολύ μεγάλες (ανοικονόμητες, για να είμαι ακριβής) δόσεις έντασης, με τις οποίες τροφοδοτείται αδιάκοπα η πλοκή. Και η συγκινησιακή αυτή υπερφόρτωση του αφηγηματικού υλικού εντοπίζεται σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι, όπως το σημείωνα και πρωτύτερα, η ακατάσχετη θανατογραφία: καμία μοίρα, όσο δύστηνη κι αν είναι, δεν αντέχει τόση επίμονη απεικόνιση -μια τόσο υψηλή θερμοκρασία (χωρίς αναβαθμούς και ενδιάμεσα στάδια ή κλιμακώσεις) δεν μπορεί παρά να κάψει το δράμα της, σκορπίζοντας τα αποκαΐδια του γύρω από το σκελετωμένο και νεκρό πια κορμό του.
Το άλλο πρόβλημα της υπερφόρτωσης έχει να κάνει με την περιγραφική στενότητα της αφήγησης. Η Ζατέλη παραθέτει σε μακρά και αδιαφοροποίητη σειρά τα γεγονότα τα οποία οδηγούν στο θάνατο των ηρώων της, αντί να τα αφήσει να προκύψουν μέσα από την ανάπτυξη του μύθου -επιπλέον βιάζεται να προεξαγγείλει δυσάρεστα την κατάληξή τους, κάποτε δύο και τρεις φορές απανωτά, σαν να μην είναι βέβαιη για το ότι ο αποδέκτης έχει εννοήσει το μήνυμά της. Ετσι, ακόμη και κατά τεκμήριον σύμφυτοι με την προσωπική μυθολογία της παράγοντες, όπως η ιερή ασθένεια της επιληψίας (συνδυασμένη με το παραλήρημα της πυροβασίας) ή η καταραμένη δωρεά των κεραυνόπληκτων, πνίγονται υπό την πίεση της σιδηράς πειθαρχίας των θανάτων της, ανίκανοι να ανοίξουν κάποιο σωτήριο πόρο σ' ένα κατά κράτος μπουκωμένο και αυτοεγκλωβισμένο μυθιστόρημα. Αναρωτιέμαι γιατί μια αδιαμφισβήτητα προικισμένη συγγραφέας, που πορεύτηκε ώς τώρα με τις πιο ευοίωνες προϋποθέσεις, επέτρεψε στον εαυτό της έναν τόσο ξέχειλο και ανεξέλεγκτο λόγο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/05/2002
Κριτικές
12/02/2016, 13:42
26/03/2014, 15:17
25/07/2012, 14:51
29/09/2011, 09:10