0
Your Καλαθι
Ο δολοφόνος
Περιγραφή
Πιστεύω πως είναι ο μοναδικός δολοφόνος που συνάντησα στην καριέρα μου. Δεν υπερασπίστηκε ποτέ τον εαυτό του κι ας ήξερε πως έπαιζε το κεφάλι του. Εγώ που τόσα χρόνια αγωνιζόμουν με τέτοιο πάθος ενάντια σε όσους είχαν σκοτώσει, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω στο ελάχιστο την πείρα μου ως δικαστής για να αντιμετωπίσω αυτόν τον άνθρωπο. Τι γελοία εμπειρία και τι κίβδηλη η δικαιοσύνη που απένειμα...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Μορίς Ζενεβουά (1890-1980), μυθιστοριογράφος, ποιητής, ταξιδιώτης και παραμυθάς, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, τιμημένος με το βραβείο Γκονκούρ το 1925 για το βιβλίο του Ραμπολιό, δεν είναι απολύτως άγνωστος στο ελληνικό κοινό, δεδομένου ότι έγραψε το βιβλίο Η Ελλάδα του Καραμανλή ή Η δημοκρατία δυσχερής; (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη, με πρόλογο του Κωνσταντίνου Τσάτσου, 1972). Το 1914 διέκοψε τις σπουδές του στην Εκόλ Νορμάλ προκειμένου να καταταγεί στον στρατό, από όπου άντλησε τα θέματα για μια πεντάτομη συλλογή που εκδόθηκε το 1950 με τίτλο Εκείνοι του Δεκατέσσερα, μια μαρτυρία για τον Α/ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μυθιστόρημα Ο δολοφόνος εκδόθηκε το 1930 και αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια που τιτλοφορούνται «Πρώτο τετράδιο», «Δεύτερο τετράδιο» και «Τρίτο τετράδιο» (ένα από τα υποκεφάλαια του οποίου φέρει τον τίτλο «Σημειώσεις του πατέρα μου»). Σε αυτό υπάρχουν τρεις αφηγητές: ο Ζαν Πατεντιέ, ο πατέρας του που ανέκρινε τον δολοφόνο και ο ίδιος ο δολοφόνος, ο Ντιντιέ Σουκάιγ. Κεντρικός αφηγητής είναι o Ζαν Πατεντιέ, ο οποίος μετά την ανακάλυψη των σημειώσεων του πατέρα του (το 1926) αποφασίζει να γράψει την ιστορία αυτού του ανθρώπου -τον αποκαλεί δυστυχισμένο-, στη μικρή επαρχιακή πόλη Ρονς, ανασυνθέτοντας τα κομμάτια της ζωής του. Θεωρεί ότι τα εγκλήματα του Ντιντιέ είναι συνδεδεμένα με τη δική του ζωή και ανακαλεί τις αναμνήσεις του: ο νεαρός Ντιντιέ επιχειρεί να σκοτώσει τον γιο του κηπουρού τους· πόλεμος· ο Ντιντιέ πηγαίνει στο μέτωπο να πολεμήσει· επιδεικνύει ηρωική συμπεριφορά· όταν τραυματίζεται και βρίσκεται στο αναρρωτήριο, ζητάει ο ίδιος να σταλεί στα χαρακώματα· μετά τη λήξη του πολέμου επιστρέφει στο χωριό του· εργάζεται στα χτήματα δύο ηλικιωμένων· σκοτώνει αυτούς τους δύο ανθρώπους με ανεξήγητη αγριότητα· εξαφανίζεται· τον ψάχνουν σε όλη τη χώρα· συλλαμβάνεται και εκτελείται στη λαιμητόμο.
Ο αφηγητής κάνει αναφορά στους νεκρούς και στους τραυματίες του πολέμου, καθώς και στους κουρασμένους πολεμιστές που επιστρέφουν στα σπίτια τους, χωρίς ο κόσμος να νοιάζεται για αυτούς. Αφηγείται την ιστορία χωρίς συναισθηματισμούς, μιλάει για το σπίτι του Ντιντιέ (ένα χαμόσπιτο), τη μητέρα του (μια άσχημη κοπέλα που πέθανε από καλπάζουσα φυματίωση), τον πατέρα του (ταπεινό, ανειδίκευτο εργάτη). Στα χρόνια που πέρασαν, εξομολογείται, ανακάλυψε τη σκληρότητα και τις θηριωδίες της ζωής, τη δυστυχία, την ασχήμια, τα κρυφά δράματα, τις τραγωδίες. Ήταν ένας καλομαθημένος αστός, καλά προστατευμένος μέσα στο ζεστό του κρεβατάκι, αδιάφορος για όσα τρομερά διαδραματίζονταν γύρω του, χωρίς έγνοιες για το μέλλον, χωρίς προβλήματα οιουδήποτε είδους. Όταν ήρθε αντιμέτωπος με την υπόθεση του γείτονά του, ένιωσε ισχυρότατο σοκ. Το ταρακούνημα ήταν γερό, τον απελευθέρωσε από κάποια αόρατα δεσμά που τον είχαν καθηλώσει. Ταυτόχρονα είδε για πρώτη φορά το αληθινό πρόσωπο του πατέρα του, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση του Ντιντιέ. Σχεδόν ντρέπεται που η δική του ζωή κύλησε τόσο ανώδυνα, ενώ ο Ντιντιέ την πέρασε μέσα στην ανέχεια, στον πόνο και στην καταφρόνια. Κανένας στην πόλη δεν συμπαθούσε τη θλιβερή οικογένεια του Ντιντιέ, κανένας δεν έκανε παρέα αυτό το άσχημο παιδί, που στο σχολείο αντιμετώπισε την απέχθεια αλλά και τη σκληρότητα - για τους συμμαθητές του ήταν ένα πρώτης τάξεως θήραμα. Από την πρώτη του επαφή με τα υπόλοιπα παιδιά κατανόησε τη διαφορετικότητά του, ενώ κάθε προσπάθειά του να κατακτήσει μια θέση ανάμεσά τους απέτυχε.
Τελικά μετατράπηκε σε ένα βίαιο, επικίνδυνο άτομο. Η αρχή έγινε με κάποιους συμμαθητές που ξυλοφόρτωνε και στη συνέχεια με τον πατέρα του, που δεχόταν τα χτυπήματα και την τρομοκράτηση του γιου του. Όταν αυτός πέθανε, ο Ντιντιέ, προικισμένος με μια εκπληκτική αίσθηση αυτοσυντήρησης, επιβίωσε ολομόναχος χάρη στις κλοπές που διέπραττε. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του εφήβου, ούτε γιατρός ούτε ιερέας ούτε δημοτικός σύμβουλος. Οι μόνοι που έρχονταν σε επαφή με αυτόν ήταν οι χωροφύλακες, αλλά μόνο για να τον ανακρίνουν κάθε φορά που γινόταν κάποια αξιόποινη πράξη. Η άθλια ζωή του συνεχίστηκε ώσπου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι χωρίς παιδιά τον πήρε κοντά του προσφέροντάς του στέγη και δουλειά. Το κακό όμως είχε πλέον συντελεστεί. Ο Ντιντιέ συνέχιζε να είναι επιθετικός, ανυπόφορος, δεν αντιδρούσε θετικά στις εκδηλώσεις καλοσύνης. Μια μέρα σκότωσε τον σκύλο του ζευγαριού και λίγα χρόνια αργότερα, μη ξέροντας να χαλιναγωγήσει τις παρορμήσεις του, έχοντας άγνοια για το τι σημαίνει ενοχή ή ευγνωμοσύνη, σκότωσε και το ζευγάρι που είχε επιχειρήσει να τον σώσει.
Ο Μορίς Ζενεβουά στο βιβλίο του δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να εισχωρήσει στον εσωτερικό κόσμο του νεαρού άντρα και να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του. Χτίζει με επιμονή, λιθάρι το λιθάρι, την προσωπικότητα του μετέπειτα στυγνού δολοφόνου, αναλύοντας τις πράξεις του, ψάχνοντας να του βρει ελαφρυντικά. Τι έφταιξε λοιπόν που ένα ανθρώπινο πλάσμα κατέληξε να γίνει δολοφόνος; Η κληρονομικότητα; Οι οικογενειακές και κοινωνικές επιρροές; Η απάντηση είναι δύσκολη, και αυτό το γνωρίζει ο αφηγητής. Αφηγούμενος την ιστορία του Ντιντιέ διά στόματος του Ζαν Πατεντιέ ο συγγραφέας βάζει τον τελευταίο να απολογείται για την εξέλιξη του νεαρού που κατέληξε να γίνει δολοφόνος. Ο Πατεντιέ μιλώντας για τον πατέρα του, έναν καλοζωισμένο άνθρωπο, που αγαπούσε το καλό φαγητό και το καλό κρασί και ήταν υγιής και εύχαρις, αλλά και για τη μητέρα του, μια μεγαλοαστή, υπεροπτική και απότομη, θέλει να δείξει τους δύο διαφορετικούς κόσμους που αποτελούν την κοινωνία: εκείνον της ασφάλειας και της ηρεμίας και τον άλλο της μιζέριας που οδηγεί στο έγκλημα. Θεωρεί ότι η ζωή του αποτελεί σκάνδαλο, το ίδιο και οι σοσιαλιστικές του απόψεις, τις οποίες διακηρύσσει σε διαλέξεις. Δίπλα στη μητέρα του βάζει μια γυναίκα της κατώτερης τάξης, τη Ναλί, την οικονόμο τους, που είναι ήρεμη, ταπεινόφρων, πονόψυχη, επιεικής για κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Αν ο Ντιντιέ για τη μητέρα του αφηγητή ήταν ένας δολοφόνος, για τη Ναλί ήταν απλώς ένας δυστυχής.
Ο αφηγητής ψέγει επίσης και τη συμπεριφορά των συμπολιτών του, ανδρών και γυναικών, τους οποίους θεωρεί συνυπεύθυνους για την αδιέξοδη πορεία του Ντιντιέ. Με την αδιαφορία τους και την απομόνωση στην οποία τον είχαν θέσει, τον αποξένωσαν από κάθε καλό αίσθημα. Αυτοί διαμόρφωσαν στην ουσία τον σκληρό χαρακτήρα του, αυτοί είναι οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων του, μας λέει. Και για να στηρίξει τον ισχυρισμό του περιγράφει την καταδίωξη του Ντιντιέ μετά τον φόνο του ζευγαριού: οι διώκτες του βρίσκονται σε κατάσταση πανικού και υστερίας, έτοιμοι να τον λιντσάρουν, να τον κατακρεουργήσουν. «Η ανάμνηση αυτής της χυδαιότητάς τους ακόμα και την ύστατη στιγμή εξακολουθεί να μου είναι αβάσταχτη» λέει. Εν κατακλείδι, ο Ζενεβουά θέλει να αποδώσει όλες τις ευθύνες για τη γέννηση και τη διαμόρφωση ενός εγκληματία στην κοινωνία που τον ανέθρεψε. «Δεδομένης της κοινωνίας στην οποία κλήθηκε να ζήσει ο Σουκάιγ, δεν θα μπορούσε να γίνει απολύτως τίποτα: κάποια στιγμή θα έφτανε στον φόνο» συμπεραίνει.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας), ΤΟ ΒΗΜΑ , 13-04-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις