0
Your Καλαθι
Να περπατάς στο Φως...Μύκονος ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
53%
53%
Περιγραφή
Η ατμόσφαιρα και το ύφος του νησιού ξετυλίγεται στην δεκαετία ’80-’90 μέσα από τα βιώματα μιας στενά δεμένης μεγάλης παρέας που κατά κάποιον τρόπο συνετέλεσε στο ελεύθερο life style της επόμενης γενιάς.
Μια παρέα που δεν είχε ακριβώς ταυτότητα αλλά και που ζούσε μ’ έναν τρόπο τέτοιο που δεν γνώριζε φραγμούς και όρια τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Αυτή ήταν η δεκαετία που η Μύκονος άνθισε όσο ποτέ και που μετά έδωσε και δίνει όλους τους γλυκούς της καρπούς σε όποιον την επισκεφθεί και την «δει» όπως πραγματικά είναι.
...«Μια αιώρα μεγάλη και γύρω ότι πιο κομψό ή παράξενο σε αρχιτεκτονική, κλουβί φιλοξενούσε love birds σ’ όλα τα χρώματα, κολιμπρί, σπάνια πουλιά υπό εξαφάνιση, από την Ιάβα, τη Μαλαισία και τη Τζακάρτα κι όλα μαζί να φτάνουν τα 150 είδη κι όλα μαζί να' ναι πάνω από τριακόσια, φυλακισμένο μου πουλάκι στο πράσινο το μακρινό μιας ηπείρου που αγάπησες, κι έκανες σπίτι σου και καταφύγιό σου, με τους ήχους των μαχητικών αεροπλάνων να φτάνουν από την Κορέα, από το Βιετνάμ, σπάζοντας το φράγμα του ήχου, του χρόνου, κι οι πιλότοι να σου πετάνε τις στολές και τα καπέλα τους κρατώντας μόνο τα παράσημά τους.
«Ένα παράσημο βρε παιδιά για τούτον εδώ τον πιλότο της γης». Κανείς δεν απάντησε, κανείς δεν θα απαντήσει.
Μόνο ο άνεμος ακούγεται που σκορπάει την ψιλή χρωματιστή άμμο των *mandalas της κάθε μας προσευχής «Κρατήστε το βρε παιδιά ετούτο το mandala είναι όμορφο κι αλλιώτικο».
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει τον άνεμο, φυσάει μόνο 9 μποφόρ αγάπη μου κι έρχεται από τον Κάβο μέχρι τα στενά της χώρας, παρασέρνοντας τα πάντα, γιασεμιά και γεράνια, καπέλα και χαρτάκια, παρεό και όνειρα, κλουβιά φτιαγμένα από λεπτά καλαμάκια, τα καλαμάκια που στερεώσαμε τη βουκαμβίλια, τα φύλλα της μουριάς, τρία μικρά σκουπιδάκια με κλωστές ακαθορίστου προέλευσης που μοιάζουν με μάγια, κι ένα ξυλάκι από παγωτό. Τόση απογοήτευση πάλι; Με τι θέλεις να αυτοκαταστραφείς απόψε;
Τέλος Αυγούστου. Τέλος για τον Αύγουστο λερώθηκαν όλα, οι ντάνες, οι τοίχοι, τα πεζούλια, τα ρούχα μας βάψανε με ντομάτα , με σοκολάτα και φράουλα – εδώ δεν έχουμε καρύδια να βάψουνε τα δάχτυλά μας μόνο που οι άκρες τους τσούζουν από τα λεμόνια με τις τεκίλες- πότισαν οι πλάκες και οι πόρτες με αλκοόλ, με φωνές, με μουσικές που παίζουν ακόμα διαπασών ενώ το νησί αρχίζει ν’ αδειάζει…»
Μια παρέα που δεν είχε ακριβώς ταυτότητα αλλά και που ζούσε μ’ έναν τρόπο τέτοιο που δεν γνώριζε φραγμούς και όρια τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Αυτή ήταν η δεκαετία που η Μύκονος άνθισε όσο ποτέ και που μετά έδωσε και δίνει όλους τους γλυκούς της καρπούς σε όποιον την επισκεφθεί και την «δει» όπως πραγματικά είναι.
...«Μια αιώρα μεγάλη και γύρω ότι πιο κομψό ή παράξενο σε αρχιτεκτονική, κλουβί φιλοξενούσε love birds σ’ όλα τα χρώματα, κολιμπρί, σπάνια πουλιά υπό εξαφάνιση, από την Ιάβα, τη Μαλαισία και τη Τζακάρτα κι όλα μαζί να φτάνουν τα 150 είδη κι όλα μαζί να' ναι πάνω από τριακόσια, φυλακισμένο μου πουλάκι στο πράσινο το μακρινό μιας ηπείρου που αγάπησες, κι έκανες σπίτι σου και καταφύγιό σου, με τους ήχους των μαχητικών αεροπλάνων να φτάνουν από την Κορέα, από το Βιετνάμ, σπάζοντας το φράγμα του ήχου, του χρόνου, κι οι πιλότοι να σου πετάνε τις στολές και τα καπέλα τους κρατώντας μόνο τα παράσημά τους.
«Ένα παράσημο βρε παιδιά για τούτον εδώ τον πιλότο της γης». Κανείς δεν απάντησε, κανείς δεν θα απαντήσει.
Μόνο ο άνεμος ακούγεται που σκορπάει την ψιλή χρωματιστή άμμο των *mandalas της κάθε μας προσευχής «Κρατήστε το βρε παιδιά ετούτο το mandala είναι όμορφο κι αλλιώτικο».
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει τον άνεμο, φυσάει μόνο 9 μποφόρ αγάπη μου κι έρχεται από τον Κάβο μέχρι τα στενά της χώρας, παρασέρνοντας τα πάντα, γιασεμιά και γεράνια, καπέλα και χαρτάκια, παρεό και όνειρα, κλουβιά φτιαγμένα από λεπτά καλαμάκια, τα καλαμάκια που στερεώσαμε τη βουκαμβίλια, τα φύλλα της μουριάς, τρία μικρά σκουπιδάκια με κλωστές ακαθορίστου προέλευσης που μοιάζουν με μάγια, κι ένα ξυλάκι από παγωτό. Τόση απογοήτευση πάλι; Με τι θέλεις να αυτοκαταστραφείς απόψε;
Τέλος Αυγούστου. Τέλος για τον Αύγουστο λερώθηκαν όλα, οι ντάνες, οι τοίχοι, τα πεζούλια, τα ρούχα μας βάψανε με ντομάτα , με σοκολάτα και φράουλα – εδώ δεν έχουμε καρύδια να βάψουνε τα δάχτυλά μας μόνο που οι άκρες τους τσούζουν από τα λεμόνια με τις τεκίλες- πότισαν οι πλάκες και οι πόρτες με αλκοόλ, με φωνές, με μουσικές που παίζουν ακόμα διαπασών ενώ το νησί αρχίζει ν’ αδειάζει…»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις