0
Your Καλαθι
Ο Ψυχομέτρης ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
62%
62%
Περιγραφή
«- Εδώ κάποτε ήταν μια μεγάλη όαση, ύστερα έγινε πόλη του Σολομώντα κι ύστερα απότο έτος Εγίρας829 έγινε όαση ψυχών, ανθρώπων και αγριμιών.
»Είχα μείνει έκθαμβος. Στεκόμουν και κοιτούσα τους αιώνες παρατεταγμένους στους κορινθιακούςκίονες και τους επιτάφιους ψηλούς πύργους των τριών και των πέντε ορόφων και ταξίδευα στηναιωνιότητα της γης και της ανθρωπότητας.
»Σταθήκαμε, λοιπόν, εκεί στα ερείπια της Ταντμόρ κι ανάψαμε μια μικρή φωτιά με ό,τι βρήκαμεγύρω μας και ό,τι είχαμε μαζί μας.
»Οι πρώτες φλόγες έδιωξαν προς το Βορρά τ' αγρίμια και τη σκιά της Ζηνοβίας προς την Ανατολή,για να βρει ένα βασιλιά να πάρει εκδίκηση από τη Ρώμη.
»Ένιωθα στην άμμο, όπως καθόμουν, έναν παλμό που δεν ήξερα αν ήταν τα βήματα της ακολουθίαςτης βασίλισσας ή οι χτύποι της καρδιάς μου.
»Πίσω από τις πέτρες εκεί κοντά υπήρχε μια μικρή στοίβα από μαύρα-καφέ κουρέλια και θαρρώπως, αν τα ανασήκωνα, θα έβρισκα το κουφάρι του τελευταίου κακόμοιρου δούλου τηςΤαντμόρ. (...)
»Ήταν το βράδυ της μεγάλης αμμοθύελλας. Μες στο σβηστό μου λυγμό, άκουσα κάποια στιγμή τηςπροχωρημένης πια νύχτας τα πρώτα σκιρτήματα του ανέμου, στην αρχή απαλά κι ύστερα όσοπερνούσε η ώρα δυνάμωναν. Από μακριά έφτανε, νόμιζα, στα αφτιά μου εκείνος ο αργόσυρτοςψαλμός μαζί με τον αέρα και κύκλωναν το μοναστήρι, εμένα και ύστερα ανέβαιναν στον ουρανό,σ' έναν ουρανό αδειανό από ουσία -τέτοια ήταν η λύπη μου-, από αγάπη, σ' έναν ουρανό πουήταν μαύρος και σιγά σιγά κιτρίνιζε από την άμμο που σηκωνόταν ψηλά, μαζί με τον ήλιοπου ανέβαινε από τη Βαγδάτη. (...)
»Βγαίνοντας όμως από το σταθμό, μύρισα στον αέρα το άρωμα της Ουλέια της γεζίντισσας κιη καρδιά μου σφίχτηκε για μια ακόμα φορά».
»Είχα μείνει έκθαμβος. Στεκόμουν και κοιτούσα τους αιώνες παρατεταγμένους στους κορινθιακούςκίονες και τους επιτάφιους ψηλούς πύργους των τριών και των πέντε ορόφων και ταξίδευα στηναιωνιότητα της γης και της ανθρωπότητας.
»Σταθήκαμε, λοιπόν, εκεί στα ερείπια της Ταντμόρ κι ανάψαμε μια μικρή φωτιά με ό,τι βρήκαμεγύρω μας και ό,τι είχαμε μαζί μας.
»Οι πρώτες φλόγες έδιωξαν προς το Βορρά τ' αγρίμια και τη σκιά της Ζηνοβίας προς την Ανατολή,για να βρει ένα βασιλιά να πάρει εκδίκηση από τη Ρώμη.
»Ένιωθα στην άμμο, όπως καθόμουν, έναν παλμό που δεν ήξερα αν ήταν τα βήματα της ακολουθίαςτης βασίλισσας ή οι χτύποι της καρδιάς μου.
»Πίσω από τις πέτρες εκεί κοντά υπήρχε μια μικρή στοίβα από μαύρα-καφέ κουρέλια και θαρρώπως, αν τα ανασήκωνα, θα έβρισκα το κουφάρι του τελευταίου κακόμοιρου δούλου τηςΤαντμόρ. (...)
»Ήταν το βράδυ της μεγάλης αμμοθύελλας. Μες στο σβηστό μου λυγμό, άκουσα κάποια στιγμή τηςπροχωρημένης πια νύχτας τα πρώτα σκιρτήματα του ανέμου, στην αρχή απαλά κι ύστερα όσοπερνούσε η ώρα δυνάμωναν. Από μακριά έφτανε, νόμιζα, στα αφτιά μου εκείνος ο αργόσυρτοςψαλμός μαζί με τον αέρα και κύκλωναν το μοναστήρι, εμένα και ύστερα ανέβαιναν στον ουρανό,σ' έναν ουρανό αδειανό από ουσία -τέτοια ήταν η λύπη μου-, από αγάπη, σ' έναν ουρανό πουήταν μαύρος και σιγά σιγά κιτρίνιζε από την άμμο που σηκωνόταν ψηλά, μαζί με τον ήλιοπου ανέβαινε από τη Βαγδάτη. (...)
»Βγαίνοντας όμως από το σταθμό, μύρισα στον αέρα το άρωμα της Ουλέια της γεζίντισσας κιη καρδιά μου σφίχτηκε για μια ακόμα φορά».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις