0
Your Καλαθι
Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν...
Περιγραφή
Το βιβλίο του Ρ. Ζιράρ είναι μια μαχητική «απολογία του χριστιανισμού», μια ανθρωπολογική υπεράσπιση της θρησκείας του Σταυρού και του αθώου θύματος. Στόχος του Ζιράρ είναι να καταδείξει τη μοναδική ιδιαιτερότητα και την αλήθεια που διεκδικεί η ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Εκκινεί, έτσι, από τη Βίβλο και τα Ευαγγέλια και αμφισβητεί τη σφαλερή εξομοίωση των βιβλικών και χριστιανικών κειμένων με τους αρχαϊκούς μύθους. Οι μυθικές ιστορίες παρουσιάζουν τα θύματα της συλλογικής βίας ως ένοχα, ενώ οι βιβλικές και ευαγγελικές ιστορίες παρουσιάζουν τα ίδια θύματα ως αθώα. Με βάση την ανθρωπολογία του Ζιράρ όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί έχουν θρησκευτική καταγωγή και ανάγονται σε θυσιαστικές τελετουργίες που πλάστηκαν για να πειθαρχήσουν τη μιμητική επιθυμία και τη βία που αυτή προκαλεί. Ο Ζιράρ έχει αναλύσει σε άλλα έργα του τη μιμητική αντιπαλότητα που διαιρεί, κατακερματίζει και αποσυνθέτει τις κοινότητες, καθώς και τη μιμητική βία που συνασπίζει και συνενώνει όλους ενάντια σε ένα μοναδικό θύμα. Στα Πάθη του Ευαγγελίου, ο Ιησούς είναι το άτομο ενάντια στο οποίο στρατεύεται ολόκληρη η κοινότητα. Ο Σατανάς είναι ο βίαιος μιμητισμός που πείθει την κοινότητα ότι το θύμα είναι πραγματικά ένοχο, είναι ο θυματοποιητικός μηχανισμός που μετατρέπει το «όλοι εναντίον όλων» σε «όλοι εναντίον ενός». Τα Ευαγγέλια μας βγάζουν από τον κύκλο του βίαιου μιμητισμού, γιατί αποκαθιστούν τα θύματα της συλλογικής βίας και καταγγέλλουν τους διώκτες τους.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/06/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Jean-Marie Domenach θεώρησε τον Girard τον «Χέγκελ του Χριστιανισμού». Αλλοι τον θεώρησαν έναν «ντεμοντέ συγγραφέα, που προσπαθεί να προσφέρει μια ξαναζεσταμένη σούπα παλαιομοδίτικης αυγουστίνειας σκέψης, σε μια προσπάθεια να περισώσει τον φθίνοντα Χριστιανισμό». Αλλοι τον αποφεύγουν, με την αιτιολογία ότι ο Girard «έχει μετατραπεί σ' ένα είδος αμερικανικής αίρεσης, με μαθητές, μεταφραστές και προσήλυτους».
Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν; Κατ' αρχάς, πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι ο συγγραφέας, αν και αναφέρεται πολύ από φιλοσόφους, είναι ιστορικός. Γεννημένος στη νότια Γαλλία (1923) επέλεξε, από το 1947, ως χώρα περαιτέρω σπουδών, και εν τέλει ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, τις ΗΠΑ. Υστερα από μια διαδρομή στα πανεπιστήμια Indiana (όπου δίδαξε Λογοτεχνία), Duke University και Bryn Mawr, έγινε καθηγητής στο Johns Hopkins της Βαλτιμόρης, εν συνεχεία στο New York at Buffalo, μετά ξαναγύρισε στο Johns Hopkins και τελείωσε την καριέρα του στο Stanford, απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1995.
Περίεργη διαδρομή -θα έλεγα, περιπετειώδης-, η οποία πιθανότατα αντανακλά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της σκέψης του. Το βιβλίο αυτό μας δίνει την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα -αν και θα ήταν προτιμότερο ο εκδότης να είχε φροντίσει να προτάξει μια εισαγωγή για τον άνθρωπο και το έργο του. Ομως, το βιβλίο αρχίζει κατευθείαν με το κείμενο του συγγραφέα.
Παρά το σαφώς χριστιανικό προσανατολισμό του, ο Rene Girard επίμονα υποστηρίζει ότι δεν διαπραγματεύεται ιδέες θεολογικές, αλλά ιδέες ανθρωπολογικές. Αυτό είναι το θεμελιωδέστερο δεδομένο για να γίνει κατανοητή η σκέψη του. Ασχολείται με τη μελέτη των στοιχείων εκείνων του ανθρώπινου πολιτισμού τα οποία ενέχουν μία μονιμότητα και εμφανίζονται σχεδόν συμφυή με την ίδια την ανθρώπινη κοινωνία. Βλέπει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη υπό την οπτική της κοινωνικής και πολιτιστικής ανθρωπολογίας και προσπαθεί να αναδείξει τους θεμελιώδεις «μύθους», γύρω από τους οποίους αυτή η βιβλική ιστορία αναπτύσσεται και εξελίσσεται.
Το θεμελιώδες ερώτημά του είναι διεισδυτικό: Ποιες είναι οι ρίζες της ανθρώπινης βίας; Και η απάντησή του στο ερώτημα αυτό οικοδομεί τις θέσεις του για τις εκφάνσεις των κοινωνικών ανταγωνισμών, την αδικία και την αναζήτηση «αποδιοπομπαίων», ήδη από τα πλέον αρχέγονα μορφώματα κοινωνικής συνύπαρξης. Η άποψή του είναι ότι η «μιμητική θεωρία» (αν μείνει κάτι από τη σκέψη αυτού του ανθρώπου, θα είναι τουλάχιστον αυτή η επινόησή του), η θυσία του «ενός» (θύματος) για χάρη της κοινωνικής συσπείρωσης και «ηρεμίας» των πολλών, η βία ως στοιχείο πολιτιστικής συνοχής σε κρίσιμες στιγμές της κοινωνικής συμβίωσης -τέτοια ζητήματα συνιστούν την όλη σκέψη του Rene Girard. Η βασική του θεωρία είναι ότι ο πολιτισμός και η θρησκεία είναι φαινόμενα θεμελιωμένα σε έναν αρχέγονο και αενάως επανερχόμενο κύκλο «μιμητικής επιθυμίας». Ο μύθος αυτός εκτρέφει τον (συχνά μέχρι θανάτου) ανταγωνισμό και οδηγεί σε μια βία που ενδύεται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τελετουργικής θυσίας. Αλλά, στην πραγματικότητα, πρόκειται για τυφλό λιντσάρισμα τυφλής «μιμητικής» επιθυμίας μιας κοινωνίας που το μόνο που θέλει είναι να «ηρεμήσει» και να επιβιώσει των ιδίων της των αρχέγονων ενστίκτων που ευρίσκονται στη βάση της ίδιας της δομής και της συνοχής της.
Ο Girard αναλύει τη Βίβλο όχι, κατ' αρχήν, για να συνθέσει θεολογικές αλήθειες, αλλά για να ανακαλύψει σε αυτήν το βαθύτερο νόημα της καταγωγής της ανθρώπινης κοινωνίας και εκείνων των σταθερών που τη συνέχουν. Ως τέτοιες «σταθερές» βλέπει τη βία (ήδη από την εποχή του Κάιν), βλέπει τη διαδικασία του «αποδιοπομπαίου» θύματος, βλέπει την ίδια τη «θυματοποιητική» διαδικασία. Εν τέλει, βλέπει το συλλογικό φόνο του θύματος εκ μέρους του πλήθους (που τελεί σε μιμητική ομοθυμία «επί το αυτό»), βλέπει αυτόν τούτον το συλλογικό φόνο ως τελούντα σε αξεδιάλυτη σύζευξη με την ανθρώπινη θυσία. Προσπαθεί να εξηγήσει το γιατί αποδίδουμε τη βία (και την επιδοκιμασία της βίας) στον Θεό, αναλύει το πώς αυτή η θεμελιώδης παραδοχή έχει εγκατασταθεί στους ιδρυτικούς μύθους των κοινωνιών -και εν τέλει διαπιστώνει ότι αυτή η αρχέγονη επιδοκιμασία του φόνου είναι παρούσα στην καρδιά της σύγχρονης πολιτικής. Το συμπέρασμά του είναι εντελώς αιρετικό: Οι στρατηγικές βίας που πάντοντε χρησιμοποιήσαμε (νομίζοντας ότι έτσι θα διατηρήσουμε την ειρήνη) γίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικές...
Αφετηρία και κεντρικό θέμα ανάλυσης είναι η ευαγγελική διήγηση του πάθους. Αναπτύσσοντας τη θεωρία του στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Girard επιμένει σε ένα παράδοξο των ημερών: «Η μετα-αποικιοκρατική εποχή μας αντικατέστησε τη φρενήρη αναζήτηση των ομοιοτήτων με μία εξίσου φρενήρη αποθέωση των διαφορών» (σ. 15). Ολοι αναζητούμε την «ιδιαιτερότητα» του κάθε πολιτιστικού υποσυνόλου και κοπτόμεθα για την ανάδειξή του. Ομως, ιδού το παράδοξο: Σε μια τέτοια εποχή -της λατρείας της «ιδιοπροσωπίας» και της ιδιαίτερης «ταυτότητας»- όλοι δείχνουν να έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι η ευαγγελική διήγηση δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα. Εδώ όλοι ψάχνουν για τις ομοιότητες με τις μυθολογικές διηγήσεις άλλων θρησκειών: Η ανάσταση του Ιησού, το πάθος, το θαύμα της Κανά, ο αριθμός «δώδεκα» -και πάει λέγοντας- όλα αυτά είναι «κοινά» με άλλες πολιτιστικές διηγήσεις. Ο Girard νομίζει ότι όλα αυτά (οι «αναλογίες» της ζωής του Ιησού με άλλες διηγήσεις, άλλων θρησκειών) ξεκίνησαν εδώ και δύο αιώνες -και στρέφεται κατά των «διαφωτισμένων» εθνολόγων και των σχετικών συγκριτικών ερευνών τους. Ομως, η αλήθεια είναι ότι αυτά ξεκίνησαν ήδη από το 2ο αιώνα μ.Χ., με τους κορυφαίους γνωστικούς Μαρκίωνα, Βαλεντίνο, Βασιλείδη. Σε όσα υποστήριξαν αυτοί, οι επόμενοι αιώνες δεν πρόσθεσαν ούτε μία συλλαβή.
Ο Girard κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια για να αναδείξει τις διαφορές, επιστρατεύοντας προς τούτο τις σταθερές της σκέψης του, όπως τις παραθέσαμε ήδη επιγραμματικά. «Η ακλόνητη μορφή της ιουδαιοχριστιανικής ιδιαιτερότητας μπορεί να αποδειχθεί. Αυτή ακριβώς η απόδειξη αποτελεί την ουσία του παρόντος βιβλίου» (σ. 16). Δεν θα πω ότι είναι απολύτως πειστικός. Αλλωστε, φαίνεται να επικεντρώνεται σε λάθος προτεραιότητες. Ετσι, εμμένει στο γεγονός του φόνου και της ανάστασης του Ιησού, επιμένοντας στην έννοια της «αθωότητας» του θύματος. Ομως, η Ανάσταση, ως στοιχείο που θεμελιώνει το Χριστιανισμό, δεν αναδεικνύει τόσο την αθωότητα του θύματος όσο το γεγονός ότι το θύμα-Ιησούς συγχωρεί τους ίδιους τους δολοφόνους του. Αυτή η έννοια της συγχωρήσεως (και ακόμη περισσότερο: της συγχωρητικότητας) δεν ευρίσκει θέσεις στις αναλύσεις του Girard, στερώντας έτσι το βάθος που θα έπρεπε να έχει μα τέτοια ανάλυση.
Η χριστιανική διήγηση γίνεται για να παροτρύνει προς την αποδοχή της συγχωρητικότητας, υπό το φως της αποκάλυψης ότι τις σταυρώσεις, τις εκτελέσεις, τις θυσίες, τη δημιουργία «αποδιοπομπαίων», τους «ιερούς» πολέμους, όλα αυτά τα επιθυμούν ανθρώπινα όντα, όχι ο Θεός, ο οποίος αποκάλυψε την τρομερή φύση της ανθρώπινης βίας, υποτασσόμενος σε αυτήν μέχρι θανάτου. Τα βιβλικά κείμενα δείχνουν το ποιοι είμεθα πραγματικά και πόσο λανθασμένα έχουμε αντιληφθεί τη φύση των ανθρώπινων επιθυμιών. Ολοι θεωρούν ότι την αμοιβαιότητα την εισήγαγε και τη δίδαξε ο Θεός. Ομως, η διήγηση του Πάθους, δείχνει ότι, συγχωρώντας τους εκτελεστές του, δεν καθιέρωσε, δεν επιδοκίμασε, την αμοιβαιότητα. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι η οδός διαφυγής από τη σύγχρονη «μιμητική» επιδημία βίας (άλλοτε «ιερής» και άλλοτε «πολιτισμένης»), που έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Και υπό αυτήν ακριβώς την έννοια είναι δυνατόν να θεωρείται το ευαγγέλιο, όχι μύθος, αλλά «χαρμόσυνο νέο».
Η μετάφραση της κ. Γραμματικοπούλου είναι αξιοπρεπής και προσεγμένη. Θα μπορούσε βέβαια να αποφύγει ορισμένες εκφράσεις, όπως «στον απόμονο Ιησού» (σ. 45), «ειπώνεται» (σ. 136), ή να αναφέρεται στο αθώο θύμα ως «αναρμόδιο θύμα» (σ. 138).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις