0
Your Καλαθι
Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
[...]
Ο Ρενέ Ζιράρ συγκρίνει με τρόπο ιδιαίτερα οξυδερκή τη ματαιοδοξία του Σταντάλ, τον σνομπισμό του Προυστ και τη γεμάτη μίσος ειδωλολατρία του Ντοστογιέφσκι. Όμως ο Ρενέ Ζιράρ δεν αναθεωρεί μόνον την κατανόηση των μεγαλύτερων αριστουργημάτων της μυθιστορηματικής γραμματείας, μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα την ανθρώπινη ψυχή. Νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, μας λέει, αυτόνομοι ως προς τις επιλογές μας, είτε πρόκειται για μια γραβάτα είτε για μια γυναίκα. Ρομαντική αυταπάτη! Στην πραγματικότητα επιλέγουμε τα αντικείμενα που επιθυμεί ήδη κάποιος άλλος... Ο Ρενέ Ζιράρ εντοπίζει παντού αυτό το φαινόμενο της τριγωνικής επιθυμίας: στη διαφήμιση, στη φιλαρέσκεια, στην υποκρισία, στον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων, στον μαζοχισμό και στον σαδισμό, κ.λπ. Ένα σημαντικό βιβλίο, γραμμένο με πνευματώδη ακρίβεια, το οποίο, μέσα από μια τελείως πρωτότυπη ανάλυση των διασημότερων μυθιστορημάτων όλων των εποχών, συμβάλλει στην κατανόηση ενός από τα πλέον αμφιλεγόμενα προβλήματα της δικής μας εποχής: ποια κίνητρα κρύβουν οι πλέον ελεύθερες, φαινομενικά, ανθρώπινες συμπεριφορές;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παρά τα 40 συναπτά έτη που έχουν ήδη παρέλθει από τη γαλλική έκδοση του βιβλίου, αυτή η πρώτη πραγματεία του Ρενέ Ζιράρ, ακρογωνιαίος λίθος στο κατοπινό θεωρητικό οικοδόμημά του, δεν έχει χάσει την πρωτοτυπία της, τουλάχιστον στο λογοτεχνικό πεδίο, όπου και περιορίζεται. Ωστόσο η πρώτη γνωριμία μας με τον γάλλο θεωρητικό έγινε σε μια τελείως διαφορετική σφαίρα ενδιαφερόντων, το 1991, όταν μεταφράστηκε το δεύτερο βιβλίο του Η βία και το ιερό. Επρόκειτο για το φιλόδοξο σχέδιο μιας κοινωνικής ανθρωπολογίας, εστιασμένης στον δυτικό πολιτισμό, που σιγόβρασε στα έδρανα των αμερικανικών πανεπιστημίων, όπου ο Ρενέ Ζιράρ δίδασκε τότε. Τρόπον τινά, ένας αντίλογος στον στρουκτουραλισμό του Λεβί-Στρος, ο οποίος αρκούνταν στην ερμηνεία των μακρινών και πρωτόγονων μυθολογιών. Εκείνο το βιβλίο, που εκδόθηκε το 1971, και τα δύο που ακολούθησαν μέσα στην ίδια δεκαετία προκάλεσαν αίσθηση, ιδίως στην κοινότητα των στοχαστών, καθιστώντας ευρύτερα γνωστό τον συγγραφέα τους.
Στα ελληνικά μέσα στην τελευταία δεκαετία μεταφράστηκαν ακόμη τρία από τα συνολικά οκτώ βιβλία του Ρενέ Ζιράρ. Οπότε, από μία άποψη, το πρώτο βιβλίο του έρχεται με καθυστέρηση, αφού προηγήθηκε ως και το Σαίξπηρ. Οι φλόγες της ζηλοτυπίας· η διεξοδική μελέτη του 1990, με την οποία ο συγγραφέας, μετά τις τολμηρές γενικεύσεις του, επανέκαμψε στα λογοτεχνικά χωρία. Παρ' όλα αυτά, πιστεύουμε ότι η θεμελιακή παρατήρηση του Ρενέ Ζιράρ προκαλεί πάντα το θάμβος του αναγνώστη καθώς τη βρίσκει ταυτόχρονα προφανή όσο και ιδιοφυή.
Ορθότερα η κεντρική ιδέα του Ρενέ Ζιράρ φαντάζει, εκ πρώτης όψεως, υπερβολική και ας την έχουμε ήδη συναντήσει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, από τον οποίον άλλωστε και την εμπνεύστηκε. «Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να επιθυμήσει οτιδήποτε από μόνος του. Τα αντικείμενα των επιθυμιών του χρειάζεται να του τα υποδείξει ένας τρίτος». Αυτό είναι το ψυχολογικό μοτίβο που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Προυστ, ξεκινώντας από τον προδρομικό Ζαν Σαντέιγ. Η κατά Προυστ επιθυμία είναι σταθερά μια δάνεια επιθυμία και συνιστά τον θρίαμβο της υποβολής του άλλου. Γενικεύοντας ο Ρενέ Ζιράρ υποστηρίζει ότι τα εντονότερα αισθήματα υπακούουν στη λογική ενός μεσολαβητή. Ολόκληρο το φάσμα των ψυχικών διαθέσεων, από τη φιλοδοξία και τον φθόνο, τη ζηλοτυπία και τη φιλαρέσκεια ως τον έρωτα ή τις σαδομαζοχιστικές τάσεις, παρουσιάζει μια απλή τριγωνική δομή: ο επιθυμών, ο μεσάζων και το επιθυμητό αντικείμενο.
Αυτή την κατά μίμηση επιθυμία αναδεικνύει ο Ρενέ Ζιράρ αναλύοντας εν εκτάσει τα μυθιστορήματα πέντε ευρωπαίων μυθιστοριογράφων: Θερβάντες, Σταντάλ, Φλομπέρ, Ντοστογέφσκι και Προυστ. Μια ομάδα στην οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είχε συμπεριληφθεί και ο Μπαλζάκ, όπως παρατηρεί και ο συγγραφέας. Κυρίως επιμένει στα ύστερα έργα αυτών των συγγραφέων, όταν οι ίδιοι έχουν πλέον κατακτήσει την αυτογνωσία τους. Μάλλον πολύ αργότερα ο Ρενέ Ζιράρ θα ανακαλύψει ότι η ίδια ιδέα συνιστά την ουσία της τραγωδίας όσο και της κωμωδίας κατά τον Σαίξπηρ, κι αυτός, όπως ο σύγχρονός του Θερβάντες, ένας πρώιμος διαισθητικός ψυχολόγος.
Ο Δον Κιχώτης αδιάκοπα επαναλαμβάνει ότι έχει ως πρότυπο ιπποσύνης τον μυθικό Αμαντίς ντε Γκάουλα, ήρωα του πρώτου ισπανικού ιπποτικού μυθιστορήματος του 14ου αιώνα. Αντιστοίχως η Εμα Μποβαρί ομολογεί ότι ενστερνίζεται τις επιθυμίες των ρομαντικών ηρωίδων. Αυτές είναι οι περιπτώσεις παραδεδεγμένης και εξωτερικής ως προς τη μυθοπλασία διαμεσολάβησης, ωστόσο πλέον επίφοβη αποδεικνύεται η εσωτερική διαμεσολάβηση. Ο ματαιόδοξος του Σταντάλ, ο σνομπ του Προυστ ή ο ήρωας του Ντοστογέφσκι που φθάνει ως τα όρια της παράνοιας μορφώνουν τις επιθυμίες τους κατά τις επιταγές ενός άλλου μυθιστορηματικού προσώπου. Ηρωες προσκολλημένοι σε έναν μεσολαβητή-ανταγωνιστή, τον οποίον θαυμάζουν και ταυτόχρονα μισούν.
Στα μυθιστορήματα, όπως και στην καθημερινή ζωή, θέλουμε να πιστεύουμε στην επιθυμία καθ' Εαυτόν και όχι κατά τον Αλλον, απόρροια της ψυχολογίας ενός εκάστου και της αυθορμησίας του. Επιθυμίες που θα μπορούσαν να αναπαρασταθούν με μια ευθεία γραμμή που να συνδέει το υποκείμενο με το αντικείμενο των παρορμήσεων και των λογισμών του. Αυτή την ευκλείδεια σύλληψη έρχεται να την ανατρέψει ο Ρενέ Ζιράρ δείχνοντας πως τουλάχιστον ο μυθιστορηματικός χώρος των εντελέστερων έργων υπακούει μάλλον στη θεωρία του Αϊνστάιν. Η ευθεία μεταμορφώνεται σε τρίγωνο, το οποίο, όσο πλησιάζει ο διαμεσολαβητής, τείνει προς κύκλο, τον οποίον απλώς συγχέουμε με ευθεία. Εναν κύκλο που ολοένα στενεύει για να καταλήξει στον βρόχο της εμμονής.
Από τον κλειστό μικρόκοσμο μιας μυθοπλασίας ο Ρενέ Ζιράρ μεταπήδησε στα ανοιχτά της καταναλωτικής κοινωνίας των ΜΜΕ, όπου η μιμητική επιθυμία παίρνει τις διαστάσεις οντολογικής ασθένειας, η οποία και μολύνει απαξάπασες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις, οδηγώντας στον στείρο ανταγωνισμό και στην κοινωνική αταξία. Από αυτό το σημείο και ύστερα ο δοκιμιογράφος μεταμορφώνεται σε έναν απόλυτο στοχαστή ο οποίος φθάνει να επιλύσει ως το πρόβλημα ύπαρξης του θείου εφαρμόζοντας την εγελιανή διαλεκτική. Ορθολογισμός που απωθεί, όπως σπρώχνεται στα όρια του επιστημονισμού, ιδίως όταν επαίρεται ότι είναι δυνατή ως και η μαθηματικοποίησή του.
Σε αντίθεση με τον Ρενέ Ζιράρ, καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας, δεινό γνώστη των μυθοπλαστικών κειμένων, που συναρπάζει, παρά το θυμικό ύφος του, όταν εντρυφεί στο «ρομαντικό ψεύδος» του αυτόβουλου της ανθρώπινης επιθυμίας, αναζητώντας την αποκάλυψη της «μυθιστορηματικής αλήθειας» στους επιλόγους των μεγάλων έργων. Οταν ο Δον Κιχώτης βγαίνει από την πλάνη του, όταν ο Ζυλιέν Σορέλ στο Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ αποκηρύσσει τις επιθυμίες του, προπαντός όταν οι ήρωες του Ντοστογέφσκι υφίστανται εξιλαστήριες μεταστροφές. Ηδη από αυτό το πρώτο βιβλίο του ο Ρενέ Ζιράρ δίνει όλως ιδιαίτερη θέση στον ρώσο μυθιστοριογράφο, ο οποίος και απετέλεσε το σημείο εκκίνησης των περαιτέρω διερευνήσεών του. Τέλος, να σημειώσουμε ότι για ακόμη μία φορά ο Ρενέ Ζιράρ ευτύχησε μεταφραστικά, μόνο που ο αναγνώστης αδυνατεί, χωρίς σημειώσεις και βιβλιογραφία, να παρακολουθήσει την πολεμική που ανοίγει ο συγγραφέας εναντίον όσων κριτικών και μελετητών προηγήθηκαν.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-11-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις