0
Your Καλαθι
Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Πέντε παρεμβάσεις σχετικά με την (κατά)χρηση μιας ιδέας
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Ο ολοκληρωτισμός ως ιδεολόγημα ανέκαθεν εξυπηρετούσε μια πολύ συγκεκριμένη στρατηγική λειτουργία: εγγυώνταν τη φιλελεύθερη - δημοκρατική ηγεμονία απορρίπτοντας την αριστερή κριτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας ώς την άλλη όψη του «διδύμου» των δεξιών φασιστικών δικτατοριών. Αντί να παράσχει μιαν ακόμη συστηματική έκθεση της ιστορίας της ιδέας αυτής, ο S. Zizek προσεγγίζει εδώ τον ολοκληρωτισμό κατά τρόπο βιτγκενσταϊνιανό, ως έναν ιστό οικογενειακών ομοιοτήτων. [...]
Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η συνάντηση μαρξισμού και ψυχανάλυσης υπήρξε μια σύνθεση μεγάλης θεωρητικής σημασίας στον εικοστό αιώνα και έχει με πολλούς τρόπους γίνει μέρος ενός κοινού ριζοσπαστικού ιδιώματος. Η εκδοχή της ψυχανάλυσης που συνέβαλε στη συζήτηση ήταν βέβαια η σκέψη του ίδιου του Φρόιντ και κάποιων από τους εκπροσώπους της λεγόμενης φροϊδικής αριστεράς· ο διάλογος του μαρξισμού μ' ένα ψυχαναλυτικό ιδίωμα όπως αυτό του Jacques Lacan θα φαινόταν εκ προοιμίου αδύνατος, λόγω του εγγενούς συντηρητισμού του Γάλλου ψυχαναλυτή, ο οποίος απαξιώνει στη ρίζα της κάθε βλέψη κοινωνικής αλλαγής -ωστόσο αυτό ακριβώς το δύσκολο εγχείρημα φαίνεται να φέρνει εις πέρας, και μάλλον με επιτυχία, ένας νέος φιλόσοφος από τη Σλοβενία, ο Σλαβόι Ζίζεκ. Γεννημένος το 1949, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας και της Ψυχανάλυσης και ερευνητής σήμερα στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Λουμπλιάνας, ο Ζίζεκ είναι ήδη ένας παραγωγικότατος στοχαστής με πάνω από δέκα βιβλία στο ενεργητικό του, σε διάφορες γλώσσες -και ακόμη, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής της έκδοσης, που υπήρξε προσωπικός του συνεργάτης, ένας απολαυστικός ομιλητής.
Το έργο με το οποίο παρουσιάζεται ο Σλαβόι Ζίζεκ για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό είναι πρόσφατο· δημοσιευμένο στα αγγλικά το 2001, έχει την ομολογημένα κριτική πρόθεση να αντιμετωπίσει τις φιλελεύθερες καταγγελίες του «ολοκληρωτισμού» ως μια πανίσχυρη ιδεολογία που παραλύει κάθε απόπειρα για δράση, η οποία θα ύψωνε αντιστάσεις στην ωμή πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα πέντε δοκίμια κι ένα παράρτημα που το απαρτίζουν, ωστόσο, επεκτείνονται σε ένα τεράστιο εύρος θεμάτων φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, επιστρέφοντας απροσδόκητα σε διάφορα σημεία εκεί όπου υποθέτει κανείς ότι βρίσκεται το επίκεντρο της όλης συζήτησης. Είναι ταυτόχρονα ενδεικτικά του ύφους, ενός ύφους ιδιότυπου και γοητευτικού, χωρίς παραδόξως να ηχεί καθόλου αυράρεσκο, που χαρακτηρίζει αυτόν το στοχαστή: αξιοποιώντας ορισμένες κρίσιμες διατυπώσεις του Lacan, προπαντός όμως την ειρωνεία και το λογοπαίγνιο που χαρακτηρίζει το λακανικό λόγο, μετατοπίζει συνεχώς το κλειδί της πραγμάτευσής του κατά τρόπο που μοιάζει απολύτως συνειρμικός, παρεκτείνοντας σε μύθους, ανέκδοτα και κινηματογραφικές ταινίες -ο κινηματογράφος είναι ολοφάνερα μία από τις μεγάλες αγάπες του Ζίζεκ- και πάλι επιστρέφει στη βασική του τονική για να συζητήσει με μεγάλη σοβαρότητα το θέμα του, που είναι πάντα και σε τελευταία ανάλυση πολιτικό.
Στο πρώτο δοκίμιο η συζήτηση γίνεται με άξονα τους ψυχαναλυτικά σεσημασμένους μύθους του Οιδίποδα και του Αμλετ. Για να περιοριστώ εδώ μόνο στο κεντρικό επιχείρημα, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις δευτερεύουσες παρεκβάσεις που το ύφος του συγγραφέα επιτρέπει, το ζήτημα είναι αν θα δεχθούμε την κλασική ψυχαναλυτική ερμηνεία που αντιλαμβανόταν τον Αμλετ ως εκσυγχρονισμένη μορφή του Οιδίποδα, όπου η φαντασιωσική επιθυμία της πατροκτονίας απωθείται και μετατίθεται έως σημείου ταύτισης, μέσω της ενοχής, με το φονευμένο πατέρα: στην πλέον ορθόδοξη -και προβληματική- ομολογία του πίστης στη λακανική θεωρία, ο Ζίζεκ θα υποδείξει εδώ ότι ο Αμλετ είναι πολύ πιο αρχέγονος από τον Οιδίποδα, αφού η ταύτιση με τον πατέρα είναι η ανακουφιστική απάντηση στο άγχος που προκαλεί στο υποκείμενο το αίνιγμα της αβυθομέτρητης επιθυμίας του Αλλου (εν πρώτοις, δηλαδή, της μητέρας). Μια διορατική έκθεση των ψυχολογικών θεμελίων της εξουσίας ή μια οντολογικοποίηση που την καθιστά αναπόφευκτη (και ως εκ τούτου, σε κάποιο βαθμό, δικαιολογημένη).
Τα δύο επόμενα δοκίμια έχουν ως αντικείμενα τις «παραδειγματικές μορφές ολοκληρωτισμού, το ναζισμό και το σταλινισμό. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, θα δείξει ότι όλες οι σύγχρονες αναπαραστάσεις του, είτε ως τραγωδίας είτε ως κωμωδίας, είναι ήδη εξιδανικεύσεις, αφού αυτό που πραγματικά συνέβη, το τρομερό Πραγματικό, είναι κάτι πολύ πιο φρικτό και στερούμενο νοήματος από εκείνο που -ως τραγωδία- εξυψώνει την αξιοπρέπεια της ανθιστάμενης ατομικότητας μέσω ακριβώς της ήττας και της συντριβής, ή -ως κωμωδία- υμνεί εντέλει το ακατάβλητο και ανώλεθρο της συλλογικής ζωής. Στην περίπτωση του σταλινισμού εκθέτει μια εκ πρώτης όψεως σκανδαλώδη ψυχοκοινωνική ερμηνεία, τεράστιας ωστόσο διορατικότητας: πίσω από τις συλλογικές εκκαθαρίσεις των ανώτερων στελεχών και τη διάχυτη ενοχοποίηση ολόκληρου του κοινωνικού σώματος λειτούργησε η αληθινή επίγνωση, παρανοϊκά ωστόσο αρθρωμένη, ότι όντως εκείνοι οι οποίοι εσνάρκωναν την επανάσταση την είχαν προδώσει.
Το τέταρτο δοκίμιο έχει στόχο την πολιτική παθητικότητα και το ψυχολογικό της σύστοιχο, την έννοια της μελαγχολίας. Αν η αίσθηση που τυραννάει τον μελαγχολικό, ότι έχει χάσει ανεπανόρθωτα ένα προσφιλές αντικείμενο, είναι στην πραγματικότητα συγκάλυψη του γεγονότος ότι δεν είχε ποτέ αυτό το αντικείμενο και το μόνο που έχει χαθεί είναι η επιθυμία του για το (οποιοδήποτε) αντικείμενο, τότε και η καταθλιπτική συνθηκολόγηση με το τετελεσμένο της πραγματικότητας, ο φρόνιμος «ρεαλισμός», είναι η άρνηση της επίγνωσης ότι καμία «πραγματικότητα» δεν έχει οντολογικό έρεισμα και ότι η ίδια η πράξη μας είναι εκείνη που γεννά διαρκώς νέες πραγματικότητες: «το ex nihilo είναι μια ριζικά υλιστική ιδέα», όπως θα το διατυπώσει σε μια εμπνευσμένη αποστροφή του ο Ζίζεκ. Στο πέμπτο δοκίμιο, τέλος, θα εξετάσει κατ' αντιπαράθεση τον αφελή ρεαλισμό των γνωσιακών προσεγγίσεων, που στις ΗΠΑ προέρχονται κυρίως από τους θεωρητικούς των «σκληρών» επιστημών (και πολύ συχνά εκτρέπονται στο χώρο της new age ιδεολογίας) και το ριζικό ιστορικισμό εκείνων οι οποίοι στην ίδια χώρα σήμερα εκπροσωπούν το πεδίο των λεγόμενων πολιτισμικών σπουδών: η ανάγκη των πρώτων να διατυπώσουν την οριστική αλήθεια του σύμπαντος και των πραγμάτων, όπως και ο σχετικισμός των δεύτερων, που ρευστοποιεί κάθε συλλογικά δευσμευτικό κριτήριο για τον κόσμο και τα πράγματα, παραμένουν εξίσου δέσμιοι μιας ψευδοαντικειμενικής έννοιας της γνώσης και αποτυγχάνουν να αντιληφθούν τον υπερβατολογικό/ πραξιακό χαρακτήρα που (οφείλει να) έχει κάθε νοηματοφόρο ερμηνευτικό εγχείρημα.
Το βιβλίο κλείνει με ένα πολιτικό Συμπέραμα που ξεσκεπάζει τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές του φιλελεύθερου καπιταλισμού, οι οποίες αφήνουν τη λαϊστική-αντικαπιταλιστική ρητορεία της Νέας Δεξιάς να καταλαμβάνει το χώρο της κοινωνικής δυσαρέσκειας που εγκατέλειψε ο αληθινός αντίπαλός τους, η Επαναστατική Αριστερά, και μ' ένα Παράρτημα στο οποίο επιχειρείται μια πρώτη ψυχαναλυτική ανάλυση του εθνικισμού: εδώ, μεταξύ άλλων σημαντικών παρατηρήσεων, δείχνεται απερίφραστα ότι η υποκατάστατη απόλαυση που προσφέρουν οι εθνικιστικές ψευδαισθήσεις δεν είναι κάτι το οποίο κατέλαβε το χώρο μετά την υποχώρηση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά κάτι το οποίο εμφορούσε από την πρώτη στιγμή αυτό το είδος «κομμουνισμού» Αν τα παραπάνω σημεία συγκροτούν τον άξονα κατά μήκος του οποίου κινείται η σκέψη του Ζίζεκ, όπως είπα, το ύφος της γραφής του επιτρέπει ένα πλήθος από δευτερεύουσες πραγματεύσεις και παρατηρήσεις μεγάλης αξίας, τις οποίες, δυστυχώς, είναι αδύνατο να μεταφέρω στον περιορισμένο χώρο αυτού του σημειώματος.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/01/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις