0
Your Καλαθι
Ο γέρος μου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Καλοκαίρι του 2003. Ο πρωτοφανής για τα δεδομένα της Γαλλίας καύσωνας, προκαλεί το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως ηλικιωμένων.
Ο Αλαίν Κολμόν είναι ένας πενηντάχρονος χήρος με πολλά προβλήματα: μια κόρη παραμορφωμένη από ατύχημα, έναν πατέρα που πάσχει από Αλτσχάιμερ, ένα επάγγελμα που δεν τον ικανοποιεί
πλέον, σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. Για τον Αλαίν, ο καύσωνας θα μετατραπεί σε σκέτο εφιάλτη, όταν η μοίρα του θα διασταυρωθεί με τον Ντανιέλ, έναν άστεγο επαίτη που για να επιβιώσει αποφασίζει να ληστεύει ανύποπτους πολίτες. Οι ζωές των δύο κεντρικών ηρώων, που έχουν κοινό παρονομαστή την κακοτυχία, θα διασταυρωθούν με απρόσμενο τρόπο, λες και κάποιο σαρκαστικό πεπρωμένο θέλει να αποδείξει πως η ζωή μπορεί να ξεπεράσει κάθε φαντασία.
Ο Τιερύ Ζονκέ, με απαράμιλλη αφηγηματική τέχνη, συνεπαίρνει τον αναγνώστη σ' ένα νουάρ μυθιστόρημα γεμάτο απρόσμενες ανατροπές ως την τελευταία σελίδα. Σκληρό, ωμό ενίοτε, αλλά αντικρίζει την πραγματικότητα ως έχει, αγγίζοντας τα όρια της κοινωνικής μελέτης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γάλλος Τιερί Ζονκέ -γνωστός για τα σενάριά του και τα αστυνομικά, νουάρ μυθιστορήματά του, δύο εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά- περνάει στο «Ο γέρος μου» σε ένα καινούριο είδος κρατώντας ελάχιστες από τις συμβάσεις του αστυνομικού. Το είδος αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί αυθαίρετα «μητροπολιτικό θρίλερ» και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τη νέα χιλιετία, αποτυπώνοντας τον «αστικό τρόμο» που δυναστεύει τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, μετά το σαρωτικό κύμα της άφιξης των οικονομικών μεταναστών, την κρίση της πυρηνικής οικογένειας, την ανεργία και τη δυσκολία επιβίωσης στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού.
Οι ήρωες του Ζονκέ αλλά και ενός αριθμού σύγχρονων Ευρωπαίων μυθιστοριογράφων, είτε βρίσκονται ήδη στον δρόμο και βιώνουν την κατάσταση της εξαθλίωσης, εξαρτώμενοι από το έλεος των περαστικών ή το πενιχρό επίδομα απορίας, είτε κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, από κάποιο καπρίτσιο της τύχης, να μείνουν άστεγοι, χρεοκοπημένοι ή ακόμα και κάτω από τη γη. Ο ρόλος και η επένδυση στην «τύχη» δεν είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνικής παθολογίας, αλλά αποτελεί αναγκαιότητα καθώς δεν υπάρχει τίποτε άλλο να στηριχθούν: Σε μια κοινωνία όπου η θεσμική προστασία είναι περιορισμένη και η κοινωνική αλληλεγγύη φθίνει είναι αναπόφευκτο όσοι βρίσκονται σε αδύναμη θέση να εναποθέτουν όλες τις προοπτικές της ζωής τους στην εύνοιά της.
Εχει παρατηρηθεί πως σε πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα το θέμα της τύχης επανέρχεται και όλο και συχνότερα απασχολεί τους μυθιστοριογράφους, ίσως γιατί οι όμηροί της αυξάνονται δραματικά. Και φυσικά πρόκειται για τις ευπαθείς ομάδες που εξαρτώνται από απρόβλεπτους παράγοντες για την επιβίωσή τους. Οι άστεγοι, οι μετανάστες και οι απόκληροι που συνωστίζονται στα σύγχρονα μητροπολιτικά κέντρα, μια καινούρια τάξη νεόπτωχων που αποτελούν μια ιδιαίτερη, εν μέρει ταξική, κοινότητα, η οποία με τον καιρό αναπτύσσει συνήθειες, κώδικες, ιεραρχίες, δικαιώματα, ενώ δεν αποφεύγεται η αναπαραγωγή δοκιμασμένων στερεοτύπων. Ο ρόλος της τύχης ανάμεσα στις τάξεις τους είναι κεντρικός, γιατί είναι θέμα τύχης αν θα φάνε, αν δεν θα ξεπαγιάσουν από το κρύο ή αν αντέξουν μία ακόμα νύχτα στον δρόμο. Οπως και για τον πορτοφολά είναι θέμα τύχης αν θα τον πιάσουν ή αν θα ξημερωθεί στη φυλακή. Από μια σύμπτωση μπορεί να επιβιώσουν και από μια άλλη να χαθούν, καθώς η διαχείριση της ζωής τους έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους.
Ατυχοι και άποροι
Ο Τ. Ζ. αρχίζει το μυθιστόρημά του σαν μια άσκηση πιθανών συγκλίσεων. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει έναν αριθμό από ανόμοιους σε ηλικία, φύλο και καταβολές χαρακτήρες και επιστρατεύει τον παράγοντα τύχη, παραθέτοντας τον ορισμό του λεξικού -παράγοντας που καθορίζει ευνοϊκά την εξέλιξη των γεγονότων- επινοώντας καταστάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν κατά τη διασταύρωση τους, με άξονα δύο άγνωστους μεταξύ τους άντρες που βρίσκονται και οι δύο σε μια οριακά κρίσιμη στιγμή της ζωής τους: τον Ντανιέλ και τον Αλέν που υπό την απειλή μιας καταστροφής να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους αποδεικνύονται και οι δύο ηθικά ευάλωτοι.
Ο Ντανιέλ Τεσαντιέ, που ζει με τα ελάχιστα χρήματα του επιδόματος απορίας, πληροφορείται από την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του δωματίου που νοικιάζει στο κέντρο του Παρισιού πως εντός των προσεχών ημερών πρέπει να το αδειάσει γιατί πρόκειται να το παραχωρήσει στη φοιτήτρια εγγονή της. Το ποσόν του επιδόματος είναι μηδαμινό και δεν αρκεί για να επιβιώσει, αλλά δεν μπαίνει στον κόπο να ψάξει για δουλειά, αποθαρρημένος από τη δυσκολία εύρεσης εργασίας λόγω του πλήθους των μεταναστών που παίρνουν τις δουλειές που θα μπορούσε ο ίδιος να κάνει. Κι έτσι περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του παρακολουθώντας από απόσταση τις παρέες των αστέγων. Εχοντας μάθει πλέον καλά τη δομή αυτής της κοινωνίας και τις συνήθειες των μελών της, προτιμά να κάνει οτιδήποτε παρά να αναγκαστεί να καταφύγει στις τάξεις τους.
Ο Ντανιέλ περνάει όλον αυτόν τον μικρόκοσμο από επιθεώρηση, τους ξέρει ήδη όλους με τα παρατσούκλια τους και παρά την αδελφική ατμόσφαιρα της ομάδας διακρίνει τον ανταγωνισμό, την εκμετάλλευση, την ιεράρχηση αλλά και κάποιους που βρίσκουν εκεί πρόσφορο έδαφος για να ξεδιπλώσουν τις αρχηγικές τους τάσεις.
Κάποτε η παρατήρηση των αστέγων τον γέμιζε με σαδιστική χαιρεκακία, απολαμβάνοντας το θέαμα της ανθρώπινης κακοτυχίας, όπως τα πλήθη που άλλοτε συνωστίζονταν για να μπει σε λειτουργία η γκιλοτίνα. Τώρα, με την επικείμενη απειλή να βρεθεί ανάμεσά τους, είναι αποφασισμένος να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγει αυτή την προοπτική.
Η πρώτη του «δουλειά» είναι πορτοφολάς. Ο Ντανιέλ αρπάζει πορτοφόλια από ηλικιωμένες και σύντομα με τη βοήθεια ενός λοστού που σκοπεύει να το αντικαταστήσει με περίστροφο αναβαθμίζεται και πλευρίζει τα υποψήφια θύματά του όταν πάνε για ανάληψη μετρητών στα μηχανήματα. Στέκεται, όμως, άτυχος καθώς στην πρώτη του απόπειρα τον παίρνουν στο κυνήγι και τρέχοντας να ξεφύγει σπάει τον αστράγαλό του. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 2003, με το θερμόμετρο να ανεβαίνει κατακόρυφα και ο Ντανιέλ καταφεύγει σε μια δροσερή αυλή ανάμεσα σε κάποιες παλιές κατοικίες όπου και κρύβεται.
Φονικός καύσωνας
Στην αυλή αυτή ο Αλέν Κολμόν, μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, με τον κατά πολύ νεότερο φίλο και γείτονά του Ζακ Μπρεβάρ που δουλεύει στο τηλεφωνικό κέντρο κάποιου νοσοκομείου, συναντώνται τα βράδια, τρώνε και συζητούν τα σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα του Αλέν, τα οποία ο κρυμμένος Ντανιέλ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τον Αλέν Κολμόν τον κυνηγάει μια συνεχής ατυχία σαν κατάρα, παρότι ο ίδιος έχει επιδείξει παραδειγματική υπομονή και στωικότητα, η έμπνευσή του έχει πάρει την κατιούσα και πάσχει από έλλειψη συγκέντρωσης, ενώ τα έξοδά του και οι οικονομικές υποχρεώσεις του αυξάνονται. Ο Αλέν έχει μια κόρη σε κλινική, τη Σεσίλ, η οποία ύστερα από ένα τροχαίο ατύχημα χρειάζεται πολλά χρήματα για τις πλαστικές επεμβάσεις που πρέπει να γίνουν στο πρόσωπό της και που πρέπει ο ίδιος να πληρώσει καθώς η μητέρα της σκοτώθηκε σε ένα άλλο τροχαίο με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος. Ο Αλέν βρίσκεται ήδη σε δύσκολη θέση όταν τον πληροφορούν πως ο από δεκαετίες εξαφανισμένος πατέρας του νοσηλεύεται εδώ και τρία χρόνια σε ιδιωτική κλινική και πάσχει από Αλτσχάιμερ, και πως πρέπει ως μοναδικός του συγγενής να καλύψει τα νοσήλια για να μην καταφύγουν στα δικαστήρια. Ο παρατεταμένος καύσωνας θερίζει τους γέρους, εκτός από τον γέρο τού Αλέν και ο φίλος του Ζακ, ένας προλετάριος του λεγόμενου μοντέλου της τρίτης χιλιετίας, προσφέρεται να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από την απειλή και να διαθέσει τα χρήματά του στην κόρη του που τα χρειάζεται περισσότερο. Στις δεδομένες συνθήκες είναι δύσκολο να τους υποψιαστεί κανείς, γιατί λόγω καύσωνα η πόλη έχει μετατραπεί σε κατακόμβη των ευπαθών ομάδων. Μόνο που και οι δύο αγνοούν την παρουσία τού κρυμμένου πίσω από τον πλάτανο Ντανιέλ, ο οποίος δεν θα διστάσει να επωφεληθεί από την ήδη μπλεγμένη ζωή και τα ηθικά αδιέξοδα του Αλέν και να προβεί σε εκβιασμούς.
Ολοι οι χαρακτήρες του Ζονκέ βρίσκονται σε κρίση και ο τρόπος αντιμετώπισής της είναι να πετάξουν στον Καιάδα τις όποιες ηθικές αρχές τους, προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους, εξάλλου αυτές οι αρχές αποδείχτηκαν άχρηστες και τους δυσκόλεψαν τη ζωή. Σε μια πόλη όπου, παρά την εξωτερική αναβάθμιση, την αναπαλαίωση των ερειπίων, τις αρχιτεκτονικές καινοτομίες, φωλιάζουν η ένδεια, η απελπισία και η σήψη, αποδεικνύεται πως δεν υπάρχουν περιθώρια συμπόνιας.
Ο «γέρος μου» είναι ένα μυθιστόρημα «ωμού ρεαλισμού» που διαβάζεται με ενδιαφέρον τόσο για τους πειστικούς χαρακτήρες και την πλοκή του αλλά κυρίως για τα καίρια σχόλιά του. Οι ήρωές του, κάτοικοι της μητρόπολης, μαστίζονται όχι μόνο από την έλλειψη χρημάτων, τις άγριες κλιματικές συνθήκες, την αδιαφορία, αλλά και από τον μεταξύ τους θανατηφόρο ανταγωνισμό, σαν τα άγρια ζώα που κάνουν τα πάντα προκειμένου να επιβιώσουν στη ζούγκλα -δηλαδή το «ο θάνατός σου η ζωή μου» σε εφαρμογή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/12/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις