0
Your Καλαθι
Μαύρα γυαλιά
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
"Ο άντρας περπατούσε προς το μέρος τους μ' εκείνο το βήμα το κατά τι επιτηδευμένο και ελάχιστα επιδεικτικό όσων ξέρουν πως τους παρατηρούν. Σκορπούσε βλέμματα δεξιά κι αριστερά, λες κι έψαχνε τα πάντα στα πέριξ, λες κι όλα τα ζύγιαζε με το μάτι. Στα μαύρα γυαλιά του, όλα καθρεφτίζονταν, το 'να πίσω απ' τ' άλλο: η πελούζα σε ζαφειρένιο πράσινο, λεία σαν βελούδο, οι σκάλες σε λευκή πέτρα, η πισίνα εκεί όπου τέλειωνε η σκάλα, οι διάφανες φουσκωτές πολυθρόνες που λικνίζονταν στην επιφάνεια, οι σεζλόνγκ, άδειες κι αυτές, η υπέρτατη αυθάδεια της πολυτέλειας όταν συνδυάζεται με την ανεμελιά -μια ατμόσφαιρα που του πήγαινε κουτί.
Τον γνώριζαν άραγε; Και οι δύο γυναίκες έψαχναν μάταια μιαν απάντηση, μη μπορώντας να υποθέσουν τι τον έφερνε εκεί: ίσως η παραλία· μπορεί και το σκάφος."
Μέσα στο καλοκαιρινό απομεσήμερο καταφθάνει ένας ωραίος, λευκοντυμένος άγνωστος με μοναδική αποσκευή τα Rey-Ban γυαλιά του. Το νησί είναι παραθεριστικός παράδεισος, η οικογένεια μεγαλοαστική, οι κόρες πλήττουν στην πισίνα, ο καύσωνας λιώνει το τοπίο. Ο ωραίος άγνωστος δηλώνει φίλος του -παντελώς αποτυχημένου- γιου της οικογένειας τον οποίον όλοι περιμένουν αλλά δεν βλέπουν να έρχεται. Κάπου, στις ακτές, η αστυνομία ανακαλύπτει ένα πτώμα...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην περίπτωση των «Μαύρων γυαλιών» έχουμε να κάνουμε με ένα noire μυθιστόρημα. Αλλά και εδώ μπορούν να ισχύσουν άνετα οι κανόνες του αστυνομικού είδους. Οπότε ο διάλογος/σύγκρουση ανάμεσα στον αθώο και τον ένοχο, το Καλό και το Κακό, έχει απόλυτη εφαρμογή σε μια ιστορία η οποία, ακριβώς, έχει το συγκεκριμένο προορισμό να μας εισαγάγει σε ένα γοητευτικό, ατμοσφαιρικό παιχνίδι αβεβαιοτήτων γύρω από τις προηγούμενες έννοιες.
Αυτό είναι το στοίχημα του επιδέξιου νέου Γάλλου συγγραφέα Σερζ Ζονκούρ (γεννημένου το 1961), που δηλώνει θαυμαστής του Calaferte και του σπουδαίου Huysmans, δημιουργού του περίφημου μυθιστορήματος ύφους «Ανάποδα». Τούτο θα μπορούσε να σημαίνει εκ προοιμίου ότι ο Ζονκούρ έχει χρησιμοποιήσει το «φτηνό» αστυνομικό/θριλερικό είδος για να προτείνει ένα μυθιστόρημα γλώσσας και περίτεχνης ψυχολογικής άσκησης. Σε ποιο βαθμό, όμως, επιτυγχάνει κάτι τέτοιο; Είναι σε θέση από το βάθρο ενός νέου στιλίστα συγγραφέα στο ύψος παλαιών βιρτουόζων να μπει με κύρος στα χωράφια του Σιμενόν ή κυρίως της Χάισμιθ και να προτείνει με απαιτήσεις την όποια υποψιασμένη ιδιοτυπία του;
Αυτό μας προσκαλεί να κρίνουμε, όχι χωρίς κάποια κρυμμένη μεγαλαυχία, αφού στις ευάριθμες σελίδες του βιβλίου του (που είναι δυνατόν να εκληφθεί τυπικά και ως εκτεταμένη νουβέλα) η αίθηση ότι το ύφος προσπαθεί να υπερβεί το ειδικό ενδιαφέρον της ιστορίας γίνεται αμέσως φανερό στις προθέσεις τής γραφής. Είναι σαν να επαίρεται ο Ζονκούρ για την -αδιαμφισβήτητη- ικανότητά του να ενοφθαλμίζει στην «παραφιλολογία» δόκιμα στοιχεία γραφής. Και αυτό προδίδεται από κάτι πολύ απλό: από το ότι το θέμα του (παρα)είναι του συρμού, τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής υφής, πολύ κοντά στα στερεότυπα που χρησιμοποιεί η παραγωγική και επιδέξια Αμελί Νοτόμπ ή ο οιοσδήποτε σκηνοθέτης εμπορικών φιλμ. Ομως, πριν μιλήσουμε για το στόρι, ας περιγράψω τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνομαι ότι ο παμπόνηρος Ζονκούρ φτιάχνει την εύγευστη, είναι αλήθεια, συνταγή του.
Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας μάς δημιουργεί ένα είδος ψυχολογικής περιδίνησης, η οποία παρασύρει τα πάντα. Η ιχνηλασία του εσωτερικού των πραγμάτων προηγείται ή συμπορεύεται με τη δράση, το αφηρημένο προκαλεί σπινθήρες και ανισορροπίες, καθώς η «ενόχληση» το βγάζει από τον εφησυχασμό του. Ολα παίρνουν χροιά ρευστή καθώς ο Ζονκούρ είναι, από τη μια, γειωμένος στην απλή περιγραφή και από την άλλη, μας υποδεικνύει φυγές από αυτήν με στοιχεία ατμόσφαιρας. Τα πράγματα αποκτούν αποχρώσεις με τη συγκεκριμένη διελκυστίνδα μεταξύ του αχνού περιγράμματος και του ρεαλιστικού μοτίβου.
Διά γυμνού οφθαλμού δεν φαίνεται αμέσως η λεπτή εργασία του Ζονκούρ. Εχουμε μπροστά μας μία τετριμμένη ιστορία, η οποία, όμως, είναι επεξεργασμένη ιδιαίτερα, ούτως ώστε οι ίσκιοι και οι ψίθυροί της να συνθέτουν ένα σώμα με εκτόπισμα. Να προτείνουν μία όψη της πραγματικότητας ανίκανη να υπερασπισθεί τη μοναδικότητά της, επειδή είμαστε υποχρεωμένη να τη συνδυάσουμε με τους ιριδισμούς και τις διαθλάσεις της που συνεχώς μας υποδεικνύουν ένα αόρατο και απροσδιόριστο όλον: δηλαδή το κείμενο μας συνιστά επαγωγικά την αναγκαία όσο και ανέφικτη ανάγνωση μιας πιο ολοκληρωμένης κατάστασης από αυτήν που παρακολουθούμε. Γι' αυτό και στο φινάλε το κλειδί που θα οδηγούσε σε λύση κρύβεται, οι ερμηνείες περισσεύουν, μιας και σε αυτό το στάδιο, μοιάζει να λέει ο Ζονκούρ, δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τίποτε, όλα είναι ανοιχτά. Είμαστε ατελείς μπροστά σε απατηλά φαινόμενα ενός κόσμου προς ανακάλυψη, θύματα μιας πολλαπλότητας ενδείξεων βασανιστικά αλληλοαναιρούμενων.
Αέρινα σχέδια
Ο Ζονκούρ υφαίνει τη σημαντική του με μεθοδικότητα και αέρινα σχέδια σε έναν χοντροκομμένο καμβά, θα 'λεγε κανείς κοινόχρηστο από ένα σωρό αφηγήσεις της κινούμενης εικόνας και του βιβλίου τσέπης. Ξέροντας τον κίνδυνο που διατρέχει, όπως όλοι οι ομότεχνοί του στο είδος που υπηρετεί: να κατηγορηθεί ως καταναλωτικός, αφού αναμειγνύοντας το ευτελές με το ποιοτικό μπορεί να χάσει το έρμα του. Να πέσει θύμα του χθαμαλού, παρά τα λογοτεχνικά ενέσιμα που του χορηγεί. Μα, θα αντιτείνουν άλλοι, αυτό δεν είναι το γνωστό, πλέον, εδώ και χρόνια ολισθηρό έδαφος στο οποίο κινήθηκε το θρίλερ, το «μαύρο» είδος, δίνοντας εξετάσεις, επιτυχημένες σε πάμπολλες περιπτώσεις; Και θα αναγκασθείς να συγκατανεύσεις ...ομολογώντας ότι διά χειρός μεγάλων βιρτουόζων της συγκεκριμένης γραφής παρήχθησαν αδάμαντες. Υποδείγματα ύφους (π.χ. «Η κατάρα των Ντέιν» του Ντάσιελ Χάμετ), αφαίρεσης, υπόγειων κραδασμών, διδασκαλεία τρόπων, στα οποία μακάρι κάποιοι περισπούδαστοι συγγραφείς να είχαν φοιτήσει με όρεξη για γνώση.
Το σκηνικό της δράσης των «Μαύρων γυαλιών» είναι ένα εξοχικό σπίτι κάπου στην παραλιακή Γαλλία. Η αστική οικογένεια που το κατοικεί κάνοντας τις θερινές διακοπές της, αποτελείται από τους ηλικιωμένους γονείς, τις δύο κόρες, το σύζυγο της μιας εξ αυτών και τους δύο μικρούς βλαστούς. Ο γιος που προετοιμάζει από μακριά την επιστροφή του εκείνη την εποχή, ζει εκτός των συντεταγμένων τής φαμίλιας, είναι κάτι σαν τον γνωστό άσωτο. Πλην, όμως, συγκεντρώνει πάνω του και το θαυμασμό των δικών του, κυρίως των κοριτσιών, για τις κάπως αποκλίνουσες, πάντως όχι τόσο επικίνδυνες (μέχρι να αποκαλυφθούν), ιδέες του. Ολα αυτά τα στοιχεία γνωστοποιούνται βαθμιαία, όταν με αφορμή την είσοδο στο σπίτι ενός περίεργου τύπου, ονόματι Μπορίς, ο οποίος συστήνεται ως φίλος του γιου, εκκινεί η δράση. Αρρενωπός και ελκυστικός, ελέω και ενός αέρα βαρβαρότητας που κουβαλάει, το πρόσωπο αυτό γίνεται ένας καταλύτης στην περιπέτεια που θα ακολουθήσει. Το μοτίβο, γνωστό από την αμερικανική σχετική μυθολογία: είναι ο άλλος, ο «ξένος» που εισβάλλει στον οικείο μας χώρο. Ο φόβος του πολιορκεί ιδίως το γαμπρό της οικογένειας, μέσα από τα μάτια του οποίου, κατά ένα μεγάλο μέρος, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα.
Μεθοδικό σασπένς
Ο Ζονκούρ καλλιεργεί μεθοδικά το σασπένς συγκεντρώνοντας το φακό του στην ύποπτη συμπεριφορά τού Μπορίς, ο οποίος και με τον ερωτικό πρωτογονισμό του γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, εκ μέρους των γυναικών της οικογένειας, κυρίως. Βέβαια, κάπου η απειλή βαραίνει τους πάντες. Οπως καταλαβαίνει ο έμπειρος αναγνώστης, το στερεότυπο είναι όχι μόνο επί θύραις αλλά και καταλαμβάνει κεντρική θέση στην αφήγηση. Εντούτοις ταχυδακτυλουργικά η γραφή, μέσα από μια συνεχή τριβή με αυτό, ακολουθεί φυγόκεντρο, η οποία δεν καταλήγει σε κάποια προβλέψιμη ή έστω απλώς έξυπνη ανατροπή, αλλά σε έναν ολοσχερή, «καταστροφικό», για τα δραματουργικά και υφολογικά δεδομένα, αφηγηματικό ελιγμό.
Τόσο με το καλά επεξεργαμένο, συνολικό στιλ γραφής τού μυθιστορήματος, αλλά ιδίως με το διφορούμενο φινάλε, με αυτή την εκκρεμμότητα που αφήνει ως έσχατη γεύση, ο Ζονκούρ υποχρεώνει σε επανανάγνωση του κειμένου του. Σε μια εκ νέου έρευνα των προθέσεών του στο δραματικό και υφολογικό επίπεδο. Μας υποχρεώνει να ξανασκεφθούμε τα υλικά του, να ελέγξουμε εαυτούς όταν στη διάρκεια της ανάγνωσης χαμογελούσαμε συγκαταβατικά και συνωμοτικά, πιάνοντάς τον να κλέπτει οπώρας από τους «Ρίπλεϊ» της Χάισμιθ, ας πούμε, να λεηλατεί, όπως είπαμε, σενάρια και τετριμμένους μύθους της «φτηνής» λογοτεχνίας γενικά.
Το παιχνίδι της αλληλομετάθεσης ενοχών, όπως και ο διάλογος με τη φαινομενικότητα είναι το προσόν ενός βιβλίου που προτείνεται από έναν ικανό συγγραφέα, όχι αλχημιστή πιστεύω, όπως θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί από κάποιους δύσπιστους αναγνώστες. Διότι το αποτέλεσμα, νομίζω, κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η μετάφραση του Βασίλη Νικολαΐδη ακροάστηκε εξαιρετικά τις αναπνοές του έξυπνου ζογκλέρ Ζονκούρ και μας πρόσφερε υπογεύσεις από ένα ταπεινό εκ πρώτης όψεως έδεσμα.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/03/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις