0
Your Καλαθι
Η ακτή των ψιθύρων
Περιγραφή
Αρχές της δεκαετίας του '70. Ένα πλούσιο γαμήλιο τραπέζι στις όχθες του Ινδικού Ωκεανού, στην ταράτσα ενός επιταγμένου ξενοδοχείου στο οποίο διαμένουν οι οικογένεις των πορτογάλων αξιωματικών που πολεμούν τους εξεγερμένους Αφρικανούς.
Η νύφη, η Εβίτα, έχει μόλις φτάσει από την Πορτογαλία στη Μοζαμβίκη, ειδικά για να παντρευτεί τον αγαπημένο της Λουίς Αλέξ, που υπηρετεί εκεί τη στρατιωτική του θητεία, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στο πρόσωπο όμως του αγαπημένου της δεν αναγνωρίζει πλέον τον ενθουσιώδη φοιτητή των Μαθηματικών που είχε ερωτευτεί στη Λισαβόνα, αλλά έναν στυγνό σφαγέα ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, η ίδια γυναίκα, η Εύα Λόπο, σχολιάζει ένα αφήγημα με θέμα τη νύχτα του γάμου της και ανακαλεί στη μνήμη της την περίοδο εκείνη, σκιαγραφώντας το ανελέητο πορτρέτο του πολέμου και του φόβου, ιδωμένο με τη ματιά μιας γυναίκας που θα 'θελε να φωνάξει για όσα, μέχρι τότε, ακούγονταν μόνον ως ψίθυροι.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας η Λίντια Ζορζ καθιερώθηκε ως η κορυφαία εκπρόσωπος της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας έχοντας στο ενεργητικό της πλήθος μυθιστορημάτων που αγαπήθηκαν πολύ στην πατρίδα της και κέρδισαν τη διεθνή αναγνώριση. Στη χώρα μας πρωτογνωρίσαμε το έργο της με τη μετάφραση του Κήπου δίχως όρια (εκδόσεις Πόλις, 2001, μετάφραση Σπύρος Παντελάκης), βιβλίου που θα χαρακτήριζα μια πορτογαλική εκδοχή του Μιραμάρ του Ναγκίμπ Μαχφούζ. Καθώς ξετυλίγονται οι ιστορίες των ενοίκων μιας πανσιόν στη Λισαβόνα συντίθεται ένα πανόραμα μιας κοινωνίας ηττοπαθούς και παρηκμασμένης, την οποία στοιχειώνει ακόμη το φάντασμα της πολύχρονης δικτατορίας. Μοιραία πολλοί από εμάς εδώ στην Ελλάδα βρήκαμε δικά μας πράγματα σε εκείνες τις σελίδες. Η ακτή των ψιθύρων είναι η δεύτερη πρό(σ)κληση που μας απευθύνει η Ζορζ στη γλώσσα μας, αυτή τη φορά σε ένα ταξίδι μνήμης στην υπερπόντια Πορτογαλία των χαμένων αποικιών και πιο συγκεκριμένα στη Μοζαμβίκη των αρχών της δεκαετίας του '70, όπου μαίνονται ο απελευθερωτικός αγώνας και η βίαιη καταστολή του. Είναι μια ιστορική συγκυρία που η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά επειδή την έχει ζήσει προσωπικά.
Ξεναγός μας και φερέφωνο της Ζορζ είναι η χήρα ενός αξιωματικού του πορτογαλικού στρατού. Η γυναίκα θυμάται τους πρώτους μήνες της στην Αφρική χωρίς ίχνος αναπόλησης και νοσταλγίας. Ξεκινώντας από την παθητική παρατήρηση του πολυτελούς μικρόκοσμου της λέσχης αξιωματικών και περνώντας στην επίμονη αναζήτηση ακόμη και στα πιο κακόφημα σημεία της παραγκούπολης, η αφηγήτρια ανακάλυψε με απέχθεια το πραγματικό πρόσωπο του αποικιοκρατικού καθεστώτος σε όλο το μεγαλείο και τη μικρότητά του. Μέσα από την αποκαλυπτική μαρτυρία της αντηχεί η κραυγή όλων εκείνων των γυναικών που υπέμειναν βουβά τις ηθικές επιλογές μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, φθαρμένης και διεφθαρμένης. Ωστόσο δεν πρόκειται απλά και μόνο για μια φεμινιστική καταγγελία ούτε για μια απόπειρα αποποίησης ευθυνών. Αντιθέτως, η φωνή αυτής της γυναίκας θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η φωνή της συνείδησης του καθενός μας, ανεξαρτήτως φύλου, που δεν θέλει να διαχωρίζει τον εαυτό του από το σύνολο. Είναι η ηθική στάση η οποία εκφράζει ιδιαίτερα όλους εμάς τους νεότερους πολίτες που τώρα αρχίζουμε να γράφουμε τη συνέχεια της Ιστορίας. Είναι το συναίσθημα που νιώθουμε όταν ξεφυλλίζουμε τις μελανές σελίδες της Ιστορίας που παραλάβαμε.
Το ζήτημα της ατομικής στάσης απέναντι στην υποκρισία του απολυταρχισμού αποτελεί βασικό μοτίβο της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας. Πρώτος το προσέγγισε ο Καρδόζο Πίρες στον Δελφίνο, για να εμβαθύνει αργότερα στην Μπαλάντα της αμμουδιάς των σκύλων. Είναι ένα θέμα το οποίο σχεδόν αναπόφευκτα απασχολεί ακόμη και τους αλλοεθνείς συγγραφείς που γράφουν για την Πορτογαλία. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Αντόνιο Ταμπούκι. Το κείμενο της Ζορζ καταπιάνεται με την ίδια προβληματική δίνοντας τον λόγο στο γυναικείο βλέμμα. Με αυτή την έννοια το βιβλίο της εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια να μπολιαστεί το ιστορικοπολιτικό μυθιστόρημα με μια θηλυκή οπτική, όπως την απαντούμε στα έργα ξένων δημιουργών σαν την Γκόρντιμερ, τη Μόρισον και την Αλιέντε και Ελληνίδων όπως η Δούκα και η Καρυστιάνη.
Αυτό που δίνει ιδιαίτερη αξία στη δουλειά της Ζορζ είναι οι τεχνικές καινοτομίες και το πολύτιμο νοηματικό βάθος που διεκδικούν μέσα από τη σύγκριση βιογραφίας και αυτοβιογραφίας. Χάρη σε ένα εύρημα που σίγουρα θα άρεσε πολύ στον Πιραντέλο, η αφηγήτρια σπάει την πολύχρονη σιωπή της σχετικά με το παρελθόν και κάνει ένα εκτενές σχόλιο επάνω σε ένα διήγημα για ένα γαμήλιο γλέντι στην αποικιακή Μοζαμβίκη, όπου η ίδια φιγουράρει στον ρόλο της νύφης. Το σύντομο κείμενο με το οποίο ξεκινάει το βιβλίο παραθέτει συμπυκνωμένα και αλλοιωμένα τα γεγονότα που οδήγησαν στον χαμό του συζύγου της ηρωίδας. Η ολιγοσέλιδη ιστορία αφήνει να εννοηθεί ότι ο άνδρας ίσως αυτοκτόνησε τη νύχτα του γάμου του αρνούμενος να συμμετάσχει στη θηριωδία ενός άδικου πολέμου. Στη σχηματικότητα και στη γραμμικότητα της αρχικής διήγησης η γυναίκα αντιτάσσει έναν πραγματικό χείμαρρο από ανάκατες σκέψεις, εκμυστηρεύσεις, διευκρινίσεις, διαψεύσεις και προπάντων μνήμες που καταλήγουν και πάλι τελικά στον θάνατο του νεαρού αξιωματικού. Ωστόσο έχει γίνει πια σαφές, κυρίως για εκείνη που αφηγείται, ότι η ταύτιση του αγαπημένου της με τη ρατσιστική ιδεολογία και τις απάνθρωπες πρακτικές του αποικιοκρατικού καθεστώτος ήταν πλήρης και μη αναστρέψιμη. Αυτό είναι το πόρισμα των διερευνήσεών της. Και είναι μια αλήθεια που την κάνει να νιώθει πιο μόνη. Μιλώντας για τη σχέση της με τα πρόσωπα εκείνης της εποχής (τον γαμπρό, τους συναδέλφους του, τις άλλες συζύγους, τους νέγρους υπηρέτες, τον δημοσιογράφο εραστή της), η ηρωίδα μιλάει στην ουσία για τη μοναξιά της. Πρόκειται για ένα συμπέρασμα που γίνεται όλο και πιο αμετάκλητο όσο η γυναίκα βυθίζεται λεκτικά μέσα στη μνήμη της. Βλέπει και δείχνει εσωτερικές εικόνες όπου κυριαρχούν τα έντονα χρώματα, οι διαπεραστικές οσμές, η υγρασία και η ζέστη των Τροπικών, εικόνες που ανάβουν λαμπρές για να θολώσουν και να σβήσουν εξαντλημένες, «λέξεις που αποσυνδέονται από τα αντικείμενα, ήχοι που αποσπούνται από τις λέξεις, και από τους ήχους των λέξεων περισσεύουν μόνο οι ψίθυροι, το τελευταίο στάδιο πριν την οριστική εξάλειψη», διαβάζουμε στις τελευταίες αράδες του βιβλίου. Μετά την επώδυνη ανάμνηση μένει μονάχα η επιθυμία της λήθης, η επιστροφή στον δρόμο προς ένα μέλλον όσο γίνεται πιο μακριά από εκείνο το παρελθόν της ντροπής.
Η ακτή των ψιθύρων είναι ένα όμορφο βιβλίο για την ασχήμια μιας αλλοτινής κοινωνίας και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γλώσσα της συγγραφέως, που είναι σε μεγάλο βαθμό εκείνη του Σπύρου Παντελάκη, του μεταφραστή της. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημεία που βρήκα συγκεχυμένα, ιδιαίτερα εκεί όπου η ηρωίδα μιλάει με αφηρημένες έννοιες και σύμβολα για να αποδώσει τον ομολογουμένως μπερδεμένο συχνά συναισθηματικό της κόσμο. Δεν ξέρω αν φταίει ο συγκεκριμένος αναγνώστης, η συγγραφέας ή ο μεταφραστής. Αν πάντως ακολουθήσω πιστά το συνενοχικό πνεύμα του βιβλίου, ίσως πρέπει να συμπεράνω ότι φταίμε και οι τρεις μας.
Παντελής Κοντογιάννης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-01-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις