0
Your Καλαθι
Ο κήπος δίχως όρια
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Η Λίντια Ζορζ θεωρείται κορυφαία Πορτογαλίδα συγγραφέας της εποχής της. Οι ήρωές της είναι συνήθως γυναίκες που αφηγούνται τις μεγάλες στιγμές της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας: τον Πόλεμο των Αποικιών, την Επανάσταση των Γαρυφάλλων...
Στο Ο κήπος δίχως όρια μια συγγραφέας, alter ego της Ζορζ, αποσύρεται σε μια πανσιόν στην καρδιά της παλιάς Λισαβόνας για να γράψει ένα βιβλίο. Εκεί συναντά νέους ανθρώπους, χωρίς ιστορική μνήμη που προσπαθούν μάταια να ξεφύγουν από την ανωνυμία της καθημερινότητας και ονειρεύονται σπουδαίους ρόλους σε συναρπαστικές ιστορίες. Εκεί κατοικεί κι ένας παλιός αντιστασιακός, αντίπαλος της δικτατορίας του Σαλαζάρ, που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αναμνήσεις του αγωνιστικού παρελθόντος του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η συγγραφέας Λίντια Ζορζ (γεννημένη του 1946), είναι η επιφανέστερη γυναικεία μορφή των πορτογαλικών γραμμάτων. Εν προκειμένω μέσα από μια πολυσέλιδη παραβολή προσπαθεί να ακτινογραφήσει τη μεταφασιστική κοινωνία του τόπου της. Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν διάφοροι χαρακτήρες, εκπρόσωποι ποικίλων ιδεολογιών και ψυχισμών, οι οποίοι, κατά την Ζορζ, έχουν «προκύψει» από τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων ενός ιδιόμορφου πολιτισμού όπως είναι ο πορτογαλικός.
Εάν, λοιπόν, θα έπρεπε οπωσδήποτε κανείς να επικεντρωθεί στο στοιχείο που απασχολεί ιδιαίτερα την πεζογράφο, η οποία δεξιοτεχνικά φιλτράρει την απαισιοδοξία της για τη συγκυρία μέσα από τη ρεαλιστική -πλην απογειωμένη-αφήγηση της ιστορίας της, είναι η παρατηρούμενη και πανθομολογούμενη γύρω μας αδράνεια: τα σχεδόν νεκρά κοινωνικά και ηθικά αντανακλαστικά του σημερινού ανθρώπου.
Το σκηνικό του μύθου που χειρίζεται η Ζορζ θυμίζει κατ' αρχάς το χώρο του μπαλζακικού «Περ Γκοριό»: σε μια συνοικία της σύγχρονης Λισαβόνας -κατ' αναλογίαν ενός παρισινού μικρόκοσμου του 19ου αιώνα- υπάρχει μια πανσιόν, ένα συμβολικό είδος κοινωνικού πυρήνα. Εκεί είναι εγκατεστημένη η συγγραφέας, ο οφθαλμός που τα πανθ' ορά, με άλλα λόγια ο παντογνώστης αφηγητής. Η περσόνα της Ζορζ δεν κατονομάζεται, και όταν αυτό πρέπει να γίνει, η γραφομηχανή της, μια Ρέμινγκτον, αναφέρεται αντ' αυτής. Όλα όσα συμβαίνουν στους ενοίκους καταγράφονται στις σελίδες ενός υπό δημιουργίαν βιβλίου καθώς και στους τοίχους του δωματίου της συγγραφέως: εκεί υπό μορφήν μιας γενεαλογίας, ας πούμε, της πορτογαλικής κοινωνίας. Η πρόθεση της Ζορζ να περιγράψει την πανσιόν συμβολικά ως μία «κιβωτό», νομίζω ότι προδίδεται από το περιστατικό που παρακολουθούμε στην αρχή της αφήγησης, όταν από απροσεξία μιας ενοίκου το οίκημα πλημμυρίζει.
Συγκάτοικοι της συγγραφέως είναι: ο Φαλκάουν, ένας φιλόδοξος, νέος κινηματογραφιστής, που έχει ως πρότυπο τον συγγενικό στο δέμας Όρσον Γουέλς, ο κομμωτής Γκαμίτο και ο μπάρμαν Σέζαρ, δύο νεαροί με φιλοδοξίες να παίξουν στο σινεμά. Την πινακοθήκη αυτή συμπληρώνουν ο Ζουάν Λαβίνια, ένας οργανωμένος κληρικαλιστής, που κάνει θρησκευτικούς εράνους ή κούφια κηρύγματα, και η δυναμική Παουλίνα, ερωτευμένη με τον Λιουνάρντο, έναν performer σε παράστάσεις δρόμου, «αθλητή της ακινησίας». Ο τελευταίος, δηλαδή, ασκείται εσωτερικά και εξωτερικά, με μεθόδους γιόγκα, στο δύσκολο ρόλο του static man: εκείνου που μπορεί να μείνει ακίνητος επί ώρες με τις λειτουργίες του σώματος και της διάνοιας, αν θέλετε, σε αναστολή, με μειωμένη στο ελάχιστο κάθε εκδήλωση ζωής. Το θέαμα που προσφέρει ο νεαρός στηρίζεται σε βαθύτερες πεποιθήσεις και μορφοποιεί μια στάση ζωής. Ιδού πώς παρουσιάζει τις ιδέες του Λιουνάρντο η αφηγήτρια: «Θέλω να σου πω ότι εγώ έκανα εδώ και πολύ καιρό μια επιλογή, και η επιλογή μου αυτή ήταν να ζω χωρίς πατέρα και χωρίς θεό. Αλλωστε, αν θέλεις να ξέρεις, άρχισα τις στατικές περφόρμανς ακριβώς για να πάω κόντρα στον πατέρα μου πρώτ' απ' όλα και μετά σε όλα στόχος μου ήταν να γίνω ένα με το τίποτα, το τίποτα που ισοδυναμεί με το άπαν. Εγώ είμαι το άπαν, εγώ είμαι και το τίποτα...».
Καθώς εύκολα καταλαβαίνει κανείς, η Ζορζ με μικρή ειρωνεία τονίζει τις απόψεις του ήρωά της, ο οποίος θέλει να ενώσει τον εαυτό του με το αστρικό σύμπαν, με ένα μεγάλο Τίποτα, σε μια απελπισμένη χειρονομία αυτοπροβολής του, ελλείψει άλλων ιδεολογικών στοιχημάτων.
Αυτή η απουσία κινήτρων επισημαίνεται και στους άλλους χαρακτήρες: ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας, ο Λανουί, είναι ένας παλιός αντικαθεστωτικός, που δεν θέλει να πιστέψει ότι ζει υπό νέους όρους, στη μετασαλαζαρική εποχή. Κλεισμένος σε μία παράγκα στην άκρη της αυλής, μαζεύει αρχεία με τα οποία προσπαθεί να βοηθήσει όσους ζητούν να μάθουν για το παρελθόν τους. Τα οικονομικά βάρη τα έχει επωμισθεί η γυναίκα του, μια πρώην λαϊκή καλλονή, η οποία ονειρεύεται τον άντρα της συμβιβασμένο με το σύστημα και τον εαυτό της αναβαθμισμένο κοινωνικά. Ο Λανουί, τελικά, υποχωρεί και δέχεται να πουληθεί έναντι αργυρίων. Ο σωσίας του Γουέλς, Φαλκάουν, με μια κάμερα και με τη βοήθεια των νεαρών συγκατοίκων του επιζητεί να φιλμάρει τη δράση ενός-δύο serial killers, που έχουν αρχίσει να διαπράττουν φόνους στα πέριξ, επειδή πιστεύει (πέφτοντας έξω στις αναλογίες) ότι μέσα από αυτά τα «μεγάλα» θέματα θα συγκλονίσει και θα επιβληθεί, όπως έκανε το αμερικανικό ίνδαλμά του στην ίδια ηλικία μ' αυτόν. Παράλληλα παρακολουθούμε την Παουλίνα η οποία πιέζει τον Λιουνάρντο να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ ακινησίας, να μην μπορεί να καταλάβει τις βαθύτερες ανησυχίες του και να συγκρούεται μαζί του. Ο performer ζει στον κόσμο του και βαθμιαία εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Στις παραστάσεις του σε κεντρικό σημείο του λιμανιού, εκτός των άλλων παρευρίσκεται και ένα χοντρό κορίτσι Η Σουζάνα Μαρίνα, που θέλει να αρχίσει μια ρηξικέλευθη δίαιτα, η οποία μπορεί να της στοιχίσει τη ζωή, και παραδειγματισμένη από τη θέληση του Λιουνάρντο προσπαθεί να τον μιμηθεί. Ερωτευμένη μαζί του τον πολιορκεί μάταια: εκείνος, ένα φάντασμα υπό αναστολή, έχει ήδη ξεχάσει τα εγκόσμια, δοσμένος στο στόχο του... Η Ζορζ με υποδόριο πικρό χιούμορ και αίσθηση του ομούσιου γελοίου και δραματικού οδηγεί τον Λιουνάρντο και τη Σουζάνα Μαρίνα στο θάνατο: εκείνη αυτοκτονεί με τη δίαιτα και ο ακροβάτης ...εξαϋλώνεται στο Σύμπαν.
Προηγουμένως, ο τελευταίος είχε μια συζήτηση με τον Ρικάρντο Ας, ένα γηραιό και καταξιωμένο ποιητή, που θαυμάζει την προσπάθεια του νεαρού. Η συνομιλία τους ή μάλλον ο μονόλογος του συγγραφέα είναι ένας ύμνος στο θάνατο. Εδώ η Ζορζ με σαρκασμό υπογραμμίζει την πνευματική σχέση των δύο προσώπων και ιδιαίτερα ειρωνικά προβάλλει τις ιδέες του λογοτέχνη πρεσβύτη.
Πολλές φορές δόθηκε η ευκαιρία στο γράφοντα να τονίσει την αξία του πολιτισμικού φόντου που καθοδηγεί το χέρι του συγγραφέα. Η Ζορζ έχει πίσω της μία σημαίνουσα αστική πνευματική παρακαταθήκη και (χωρίς να κινδυνεύεις να αυθαιρετήσεις σκέπτεσαι ότι η πεζογράφος μας) δημιουργεί με ασφάλεια. Ο ενήμερος αναγνώστης μπορεί και ψηλαφίζει στο βιβλίο της τις «υποστηλώσεις», τη βοήθεια που της έχουν παράσχει οι προγενέστερες μορφές της λογοτεχνίας του τόπου της αλλά και η ευρύτερη κουλτούρα μιας χώρας, ναι μεν υποβαθμισμένης τις τελευταίες δεκαετίες αλλά κόμβου πάντα αξιοσημείωτων πνευματικών διαδρομών (είναι ανάγκη να αναφέρω την «κυκλοφορία» μέσα σ' αυτόν του μεγάλου Πεσόα ή του εξαιρετικού Σαραμάγκου;)
Ο κ. Σπύρος Παντελάκης μάς «ξενάγησε» άριστα σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να προσομοιάζει με ό,τι, τέλος πάντων, θεωρούσαν κάποτε οι ρομαντικοί τύπου Ζορζ ως αληθινό.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη γενιά της Επανάστασης των Γαριφάλων, όπως εμείς λέμε στη γενιά του Πολυτεχνείου, ανήκει η Λίντια Ζορζ. Είκοσι οκτώ χρόνων τον Απρίλιο του 1974, μεγάλωσε στις δεκαετίες της σαλαζαρικής δικτατορίας και έζησε εκ του σύνεγγυς τους αποικιακούς πολέμους στο κάποτε μαλακό υπογάστριο της χώρας της, στην αφρικανική ήπειρο. Αν θέλαμε να μεταφέρουμε τη Λίντια Ζορζ στα καθ' ημάς, θα λέγαμε ότι πρόκειται, τηρουμένων των αναλογιών, για μια Πορτογαλίδα Μάρω Δούκα, με οκτώ μυθιστορήματα στο ενεργητικό της μέσα σε μία εικοσαετία, η οποία ενδιαφέρεται κυρίως για τη μνήμη μιας μικρής χώρας με ένδοξο παρελθόν και παρόν μάλλον παρακμιακό, αν και καθόλου στάσιμο χάρη στον ευρωπαϊκό εναγκαλισμό.
Αν δεν σφάλλουμε, Ο κήπος δίχως όρια συνιστά την παρθενική εμφάνιση της Λίντιας Ζορζ στη χώρα μας. Αλλωστε, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα γνωρίζουμε την πορτογαλική λογοτεχνία, πλην βεβαίως του Ζοζέ Σαραμάγκου, κυρίως από το 1998 και εδώθε, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ, το πρώτο της χώρας του. Παρά τα δύο ελληνικά Νομπέλ, τα οποία και προηγήθηκαν κατά πολύ, η λογοτεχνία της Πορτογαλίας, ιδίως το μυθιστόρημα, καταλαμβάνει μεγαλύτερη θέση στα ευρωπαϊκά γράμματα, πιθανώς και χάρη στη γειτνίαση της Ιβηρικής χερσονήσου με τη Γαλλία που λειτουργεί ως μεταφραστικός δίαυλος. Υστερα, έχουν και οι Πορτογάλοι τον Καβάφη τους: ο Φερνάντο Πεσόα είναι ένας ποιητής διεθνούς εμβέλειας, με τον οποίον αρέσκονται να συνομιλούν οι συμπατριώτες του μυθιστοριογράφοι. Το 1987 εκδόθηκε Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις του Ζοζέ Σαραμάγκου, το 1995 Ο κήπος δίχως όρια της Λίντιας Ζορζ, όπου εμπλέκεται ένας επιφανής ηλικιωμένος ποιητής ονόματι Ρικάρντο Ας. Παρά τον αναχρονισμό (το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 1988), υποθέτουμε ότι ο Ρικάρντο Ας, όπως και ο Ρικάρντο Ρέις, είναι το όνομα ανύπαρκτου ποιητή, ακόμη μία έμμεση αναφορά στον Πεσόα, τον ποιητή της Λισαβόνας, ο οποίος διασκέδαζε εφ' όρου ζωής με το παιχνίδι της ψευδωνυμίας.
Γιατί όμως επιλέγεται για μια πρώτη γνωριμία με τη Λίντια Ζορζ το πέμπτο μυθιστόρημά της; Το πιθανότερο, χάρη στην επιτυχημένη πορεία του εντός και εκτός Πορτογαλίας. Το 1997 η γερμανική μετάφραση τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος, ενώ το 1998 ο παρισινός Τύπος υποδέχθηκε μετά φανών και λαμπάδων τη γαλλική μετάφραση, ήδη το πέμπτο μυθιστόρημα στα γαλλικά αυτής της μεγάλης κυρίας των πορτογαλικών γραμμάτων, όπως την αποκαλούν. Δεν αποκλείεται όμως να προτιμήθηκε και για την προβληματική του, συγγενική με ενός έλληνα συγγραφέα αντίστοιχης γενιάς και ενδιαφέρουσα για τον έλληνα αναγνώστη και λόγω των παράλληλων πορειών που ακολούθησαν αυτές οι δύο μεσογειακές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα της Λίντιας Ζορζ φαίνεται σαν μια παραβολή ευρηματικής σύλληψης, με δύο χαρακτηριστικά συχνά απαντώμενα και στην ελληνική μυθιστοριογραφία των τελευταίων ετών. Η αλληγορική αφήγηση δεν είναι καθόλου κρυπτική και ούτε κατά το ελάχιστο συμπυκνωμένη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται, καλοκαίρι του 1988, σε μια οικογενειακή πανσιόν της παλιάς πόλης της Λισαβόνας. Ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι προς κατεδάφιση το οποίο κάποιοι υπεύθυνοι του δήμου παρεχώρησαν σε μια πρώην μις Παραλία του Καζίνου στο Εσκοριάλ, πιθανώς και ενδίδοντας στα κάλλη της. Το «Σπίτι του Παπαγάλου», όπως το αποκαλούν οι ένοικοι της πανσιόν. Μια ομάδα νεαρών γύρω στα 20, παιδιά καλών οικογενειών που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και την επαγγελματική σταδιοδρομία που αρμόζει στην τάξη τους. Κάνουν δουλειές του ποδαριού, κομμωτής ή μπάρμαν, ελευθεριάζουν ερωτικώς, ενδίδοντας κάποτε και στα ναρκωτικά. Ως ψιττακοί αντιγράφουν αμερικανικούς τρόπους και βαυκαλίζονται με το αμερικανικό όνειρο. Με χολιγουντιανά παρατσούκλια και ένα φτωχό λεξιλόγιο που στηρίζεται σε αμερικανικές εκφράσεις και βωμολοχίες ο ένας θέλει να γίνει ο Όρσον Γουέλς σε μια Λισαβόνα του εγκλήματος και ο άλλος να δώσει παράσταση στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν, το αλλοτινό σήμα κατατεθέν της Νέας Υόρκης.
Το κοινόβιο των νέων καταλαμβάνει τον πρώτο όροφο, ενώ στο ισόγειο μένει η οικογένεια της σπιτονοικοκυράς, ο σύζυγος, αντιστασιακός επί Σαλαζάρ, και τα δύο παιδιά τους. Σχηματικά ο μικρόκοσμος μιας κοινωνίας όπου η γενιά των αντιστασιακών μόλις που επιζεί, γέροντες και ξοφλημένοι, σε αντιπαράθεση με τους ανερμάτιστους νέους. Ένας αδιέξοδος κόσμος όπως ο ορίζοντας της Λισαβόνας τον οποίο κλείνουν ασφυκτικά τα πλοία των Ενωμένων Ωκεάνιων Δυνάμεων, σε περίπολο, έτοιμα για επέμβαση στη Μεσόγειο. Ένοικος του πρώτου ορόφου και η συγγραφέας, ταυτίζεται με τη γραφομηχανή της, μια παλιά Ρέμινγκτον, και απεικονίζει στους τοίχους του δωματίου της τη μυθοπλαστική διαδικασία, άναρχη και αυθαίρετη, ως κήπο δίχως όρια. Ένας αντεστραμμένος κήπος της Εδέμ, καθώς η ιστορία αρχίζει με μια κατακλυσμιαία πλημμύρα και καταλήγει με μια πυρκαϊά σε πολυκατάστημα της πόλης, δανεισμένη από τη φωτιά που κατέστρεψε τη νύχτα της 25ης Αυγούστου 1988 το κέντρο της Λισαβόνας.
Κορμός του μυθιστορήματος, η παραλληλία των άθλων δύο ηρώων, του αντιστασιακού και ενός από τους νεαρούς. Προσφιλές βασανιστήριο της ασφάλειας του Σαλαζάρ, γνωστό ως το άγαλμα, η πολύωρη ορθοστασία των κρατουμένων. Το άγαλμα παριστάνει και ο νεαρός στημένος σε κεντρικό σημείο της πόλης προσπαθώντας να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ ακινησίας. Σε παλαιότερους καιρούς, όταν η πολιτική στράτευση είχε νόημα, ο φυλακισμένος άντεχε υπερασπιζόμενος τις ιδέες του· ενώ για τον νεαρό το οικειοθελές μαρτύριο συνιστά αυτοσκοπό. Και αυτή όμως η μέχρις εσχάτων προσήλωση σε ένα στόχο, στη σύγχρονη εποχή του θεάματος, χειραγωγείται από πάσης φύσεως χορηγούς και τελικά χρησιμοποιείται για τις ανάγκες μιας ταινίας.
Κάπως παραξενεύει ο ρόλος που επιφυλάσσει η Λίντια Ζορζ σε αυτό το μυθιστόρημά της στις ηρωίδες της, οι οποίες υπάρχουν και πραγματώνονται μέσα από τις επιδόσεις των συντρόφων τους, επιδεικνύοντας, ανεξαρτήτως ηλικίας, μικρότητα, άγνοια, ως και ηλιθιότητα. Με απόγειο επιπολαιότητας το παχύσαρκο κορίτσι που καταφεύγει σε μια δίαιτα όχι σουρεαλιστική όπως «η δίαιτα της ύαινας» που επενόησε η Β. Κάππα αλλά θανατηφόρα ρεαλιστική. Τελικά πρόκειται για μια μυθοπλασία δίχως όρια, όπου η συγγραφέας εμπνέεται από την καθημερινότητα και διατηρεί το σασπένς αναμειγνύοντας παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και κρυφούς θιασώτες του παλαιού καθεστώτος.
Κατ' εξαίρεσιν απευθείας από τα πορτογαλικά η μετάφραση και όχι, ως είθισται, με δεκανίκι μια «μεγάλη» γλώσσα. Βατή, μόνο που σε ορισμένα σημεία οι μεταφραστικές λύσεις, στην προσπάθεια να καταστεί το κείμενο οικείο στον έλληνα αναγνώστη, προκαλούν θυμηδία, όπως λ.χ. η μειωτική προσφώνηση «βλάχος» για τον επαρχιώτη Πορτογάλο.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 07-04-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις