0
Your Καλαθι
Εξομολογήσεις Ι
Βιβλία I - VII
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Οι "Εξομολογήσεις", έργο κλασικό που γνώρισε τεράστια απήχηση στον δυτικό κόσμο, είναι η ιστορία της νεότητας του Αυγουστίνου και η μαρτυρία της πνευματικής του περιπλάνησης και της μεταστροφής του. Με το έργο αυτό ο Αυγουστίνος θεωρείται ότι εγκαινιάζει την παράδοση του εξομολογητικού λόγου, που επιχειρεί να διερευνήσει αυτό που ο ίδιος ονόμασε "άβυσσο της ανθρώπινης συνείδησης"».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ας λησμονήσουμε ότι ο Αυγουστίνος (354-430) είναι άγιος, Πατέρας της Εκκλησίας, ότι υπήρξε επίσκοπος. Ας ανοίξουμε και ας διαβάσουμε τα βιβλία του: η αίσθηση της ζωντάνιας, η αμεσότητα και η ένταση που αποπνέουν θαρρείς πως καταργούν τους 16 αιώνες που μας χωρίζουν και πως η μελάνη είναι ακόμη νωπή στις σελίδες τους, πως ακούμε μια σημερινή ομιλία και μια ποιητική προσευχή, ότι διαβάζουμε μια ανοιχτή επιστολή στον Θεό. Τα ερωτήματα πέφτουν βροχηδόν: Ποιος είμαι; Προς τι ήλθα στον κόσμο τούτο; Είμαι ριγμένος εδώ κάτω σε μια ζωή θνήσκουσα ή σε έναν ζώντα θάνατο; Οι Εξομολογήσεις διατρέχουν τους αιώνες, την ιστορία της μεταφυσικής και της λογοτεχνίας ως μαρτυρία μιας πυρετώδους αναζήτησης, μέθης, απώλειας και επανεύρεσης του Εγώ. Βρίσκουμε το κόκκινο νήμα τους σχεδόν στο σύνολο της δυτικής σκέψης, στον Δάντη, στον Πασκάλ και στον Ρουσό, στον Ρεμπό, στον Ρενάν και στον Προυστ, στον Κλοντέλ, στον Ελιοτ και στον Μπατάιγ, στον Χάιντεγκερ, στον Καμύ. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να ξεκίνησε να γράψει απομνημονεύματα χωρίς να ακουμπήσει στην αυτοβιογραφία των Εξομολογήσεων, όπου τα πάντα δορυφορούν γύρω από την καρδιά (κατ' εξοχήν αυγουστίνεια λέξη).
Είναι αξιοπρόσεκτο που ο Αυγουστίνος θεμελιώνει την πίστη του στην ανάγνωση: πρόκειται για σημαντική δραστηριότητα και φαίνεται πως ο Διάβολος με την κοσμική εξουσία του, τον φθόνο και τον θάνατο προσπαθούσε συνεχώς να την παρεμποδίσει, να την ακυρώσει. Να διαβάζεις σημαίνει να είσαι εν εγρηγόρσει, να γνωρίζεις τα βάθη του εαυτού σου, να μπορείς να αντιμετωπίσεις έναν κόσμο σημείων και κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Η περίφημη σκηνή της μεταστροφής στον Κήπο του Μιλάνου (Βιβλίο 8) συνοψίζεται στην παιδική προσταγή: «Πάρε, διάβασε!» («Tolle, lege»). Ο Αυγουστίνος, μαγνητισμένος, ανοίγει τυχαία το Βιβλίο των Γραφών και τα μάτια του πέφτουν σε μια σελίδα του Παύλου: «Μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις...». Είναι η φράση που θα του δείξει οριστικά τον ορθό δρόμο μέσα από την ειλικρινή μετάνοια. Είναι η προϋπόθεση που θα τον εντάξει, με τη σειρά του, στο μέγα βιβλίο της καρδιάς, στις Εξομολογήσεις.
Γεννημένος στην Ταγάστη της ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής (το σημερινό Σουκ Αράς της Αλγερίας) από τον Πατρίκιο, παγανιστή που βαπτίστηκε χριστιανός λίγο προτού πεθάνει, και τη Μόνικα, ένθερμη και αφοσιωμένη χριστιανή που λάτρευε τον γιο της και αφιέρωσε τον βίο της στη μεταστροφή του και στην εν Χριστώ ορθοπραξία του, ο Αυγουστίνος σπούδασε ρητορική στα Μάδαυρα και στην Καρχηδόνα, μητροπολιτικό κέντρο της ρωμαϊκής Αφρικής και μεγαλύτερη πόλη της λατινικής Δύσης μετά τη Ρώμη. Άσκησε με ανεγνωρισμένη επιτυχία το επάγγελμα του ρητοροδιδασκάλου, του «εμπόρου λέξεων», τόσο στην Αφρική όσο και στη Ρώμη και στο Μιλάνο. Μετά τη βάπτισή του στα 33 του χρόνια (387) από τον Αμβρόσιο στο Μιλάνο και τον θάνατο της μητέρας του την ίδια χρονιά, επανακάμπτει στη γενέθλια Αφρική, όπου περνά τα τελευταία 34 χρόνια της ζωής του ως επίσκοπος, «ποιμένας ψυχών», στην Ιππώνα, πολυσύχναστο λιμάνι (την Άνναμπα της σημερινής Αλγερίας). Οι ημέρες του είναι πλέον μια σύνθεση του «φιλοσοφικού βίου» των Ελλήνων, του «otium liberale» του Κικέρωνα και του χριστιανικού αναχωρητισμού, ένα είδος μοναστικής κοινότητας που αναζητεί τη μακαριότητα (beata vita): ζει περιτριγυρισμένος από πιστούς μαθητές-συντρόφους.
Οι Εξομολογήσεις, γραμμένες στην τριετία μεταξύ 397 και 400 από τον επίσκοπο Αυγουστίνο, αποτελούν μια εις βάθος κατάδυση στο αλλοτινό, το νεανικό εγώ, το αμαρτωλό και φιλόδοξο, είναι το οδοιπορικό μιας ατάσθαλης ζωής, περιπλάνηση στις κοσμικές ανησυχίες και τους πειρασμούς (peregrinatio), όπως περιγράφονται από μια καρδιά που δονείται από κύματα μετάνοιας, σε ώρες προσευχής και δακρύων.
Είναι το ιδρυτικό κείμενο του δυτικού αυτοβιογραφικού λόγου, μονολογική γραφή που κάνει απολογισμό του προγενέστερου βίου από ένα εδώ και τώρα σύνεσης, γνώσης, μυστικής συνομιλίας με τον Θεό. Ο προορισμός αυτού του εμπνευσμένου και δραματικού μηνύματος είναι διπλός: με τρόπο άμεσο, παραλήπτης είναι ο Θεός, ο οποίος, ως παντογνώστης και παντεπόπτης, δέχεται την οιονεί πολυτέλεια αυτής της λυρικής διάχυσης, της ρητορικής εκζήτησης και της εκ βαθέων εξομολόγησης και ομολογίας πίστεως· με τρόπο έμμεσο, αποδέκτες είναι οι αναγνώστες αυτού του αληθευτικού κειμένου, τους οποίους θα βοηθήσει να μεταστραφούν, με τη σειρά τους, ή θα ενισχύσει την πίστη τους. Και ήδη σε αυτό το κείμενο-μήτρα που εγκαινιάζει το ανθηρό αυτοβιογραφικό είδος μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξής του αν στην εξιστόρηση του βίου δεν σημειωνόταν μια ρήξη, μια αποφασιστική τομή, μια ριζική αλλαγή που διαμορφώνει ένα τροποποιημένο τώρα και ένα διαφορετικό άλλοτε, δύο ιστορίες που τις χωρίζει μια κρίση και η επέμβαση της Χάρης. Η περίφημη κλοπή των αχλαδιών, ο συγχρωτισμός με τους μανιχαϊστές, η παράνομη συμβίωση με μια γυναίκα επί δεκαπενταετία σχεδόν, η γέννηση του Αδεοδάτου, νόθου τέκνου, καρπού αυτής της «αμαρτωλής» σχέσης, ο εν γένει φιλήδονος βίος του πρότερου Αυγουστίνου, η δίψα του για κοινωνική διάκριση και η επίμονη ενασχόληση με ελευθέρια κείμενα και θεάματα ιχνογραφούν ένα «παιδί φανατικό για γράμματα» και έκδοτο στις πάσης φύσεως ηδονές.
Με κάποια υπερβολή ο ύστερος Αυγουστίνος αυτομαστιγώνεται, μετανοεί για την έκπτωτη ζωή του και αποκηρύσσει με βδελυγμία τα «άσωτα νιάτα» του: το ζήτημα πλέον είναι η αναζήτηση του Εγώ εντός και όχι εκτός, η θύραθεν φιλοσοφία μετατρέπεται σε θεολογία μέσω της μυστικής εμπειρίας. Είναι σαφής, άλλωστε, πέρα από τον απολογητικό της χαρακτήρα, η θεραπευτική λειτουργία της αυγουστίνειας, όπως και κάθε εξομολόγησης, είδος ψυχαναλυτικής «ανάμνησης» και αγωγής (εν προκειμένω αναλυτής γίνεται ο deus curator). Το Εγώ απογυμνώνεται, αποκαθαίρεται και συνάμα μεταμορφώνεται και αυθεντικοποιείται οδηγούμενο σε λελογισμένη αυτογνωσία.
Από τα 13 βιβλία των Εξομολογήσεων τα εννέα πρώτα καλύπτουν το αυτοβιογραφικό μέρος ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα κινούνται σε στοχαστικότερη, φιλοσοφική διάσταση, στα όρια σχεδόν της θεολογίας. Από αυτά ξεχωρίζουν για την καινοτομία τους το δέκατο βιβλίο (περί μνήμης), το ενδέκατο (περί χρόνου) καθώς και το δέκατο τρίτο (περί αλληγορικής ερμηνείας της δημιουργίας). Τόσο η μεγάλη αυτοβιογραφική ενότητα όσο και η δεύτερη είναι διάσπαρτες από εδάφια ψαλμών, επικλήσεις ή προσευχές υψηλού λυρισμού. Το σύνολο έργο βρίθει ρητορικών σχημάτων: πλήθος τα οξύμωρα, οι αντιθέσεις, τα λογοπαίγνια, οι αντιμεταβολές και οι αναδιπλώσεις, οι κλίμακες και οι παραλληλισμοί, δηλαδή ολόκληρο το οπλοστάσιο της ρητορικής τέχνης, της οποίας ο Αυγουστίνος είναι δεινός χειριστής, παρά το γεγονός ότι, κατά σημεία, ασκεί κριτική στη ρητορική εκζήτηση των κειμένων, στην «τέχνη της φλυαρίας».
Η μετάφραση της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, καρπός πολύχρονης τριβής με τον αυγουστίνειο λόγο, κατορθώνει να αποδώσει σε ρέουσα δημοτική, εμπνευσμένη και καλλιεπή γλώσσα όλο το ρητορικό μπαρόκ του σχεδόν θεατρικού, ηλεκτρισμένου και πυρετικού αυτού μονολόγου. Και το κατόρθωμα αυτό, συνοδευόμενο από την εμβριθή και εκτενή εισαγωγή της, ανανεώνει και στη χώρα μας το ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από τούτο το καταστατικό κείμενο του αυτοβιογραφισμού αποδεικνύοντας, ακόμη μία φορά, την επικαιρότητα των κλασικών στις ημέρες μας.
Λίζυ Τσιριμώκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-07-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις