Τα επτά παιδιά του Σιμενόν

129646
Εκδόσεις: Όπερα
Σελίδες:284
Μεταφραστής:ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΡΙΤΩΝ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2001
ISBN:9789607073747


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


«... άκουγα τα απαρηγόρητα νιαουρίσματα που έρχονταν από την κουζίνα. Ο Σιμενόν μού έδειξε το δρόμο και τον ακολούθησα ώς τη γωνία, όπου βρίσκονταν κουλουριασμένα επτά γατάκια.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα.
«Είναι παιδιά μου, Ερέδια. Γεννήθηκαν πριν από μία εβδομάδα.»
«Δηλαδή, τώρα είσαι ανύπαντρος πατέρας;»
«Είμαστε!»
«Είμαστε;»
«Δεν θυμάσαι που σου μίλησα για μια Γκαγέτα που κυκλοφορούσε στις στέγες;»
«Η χοντρή γάτα που έχουν οι συγγραφείς στον τρίτο.»
«Ναι. Η αναθεματισμένη παράτησε τα μικρά της πεταμένα.»
«Να πάρει η οργή. Σιμενόν! Η απελευθέρωση της γυναίκας έχει φτάσει στα άκρα» είπα κι άνοιξα το ψυγείο να βγάλω ένα κουτί γάλα.





ΚΡΙΤΙΚΗ



«...Ο κόσμος άλλαζε γρήγορα μα εγώ αρνιόμουν ν' αλλάξω μαζί του. Έμενα γαντζωμένος σε μια ήσυχη πόλη, με μπαρ που έχουν ξύλινα τραπέζια, αρχαία αυτοκίνητα και τρένα που έρχονται πάντοτε καθυστερημένα. Ο νέος αιώνας έφτανε, κι εγώ αναρωτιόμουν ποια ήταν η θέση η δική μου σε μια πόλη που χωρίζεται, από τη μια σε ολόφωτες συνοικίες που τις φυλάνε ιδιωτικοί φρουροί κι από την άλλη, σε παραγκογειτονιές που ξεβράζουν κάθε πρωί από τις γωνιές τους ένα καραβάνι από υποταγμένους ανθρώπους. Ήμουν ξένος στη δική μου πόλη. Να περπατήσω στους δρόμους του Σαντιάγο απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη άσκηση μνήμης. Η γειτονιά μου άλλαζε. Σηκώνονταν νέα κτίρια, κεραίες και διαφημίσεις με νέον που έκρυβαν το χρώμα του ουρανού... Κάθε μέρα που περνά βγάζουν καλύτερα μηχανήματα επικοινωνίας και ωστόσο ο κόσμος γίνεται πιο μόνος, επικοινωνεί λιγότερο με τους άλλους. Η τελειότητα του καινούργιου περιέχει ένα ανπόφευκτο συναίσθημα απώλειας και οι σημαίες της εξέγερσης διπλώνονται προς όφελος της συμβατικότητας..».

Μ' αυτό τον άμεσο και απαισιόδοξο τρόπο σχολιάζει τη γύρω του πραγματικότητα ο Ερέδια, ο ήρωας του Χιλιανού δημιουργού αστυνομικών μυθιστορημάτων Ραμόν Δίας Ετερόβικ. Ο ντετέκτιβ αυτός είναι μόνιμος πρωταγωνιστής των έργων του γνωστού συγγραφέα: η κύρια περσόνα του δημιουργού του.

Όπως η Καλιφόρνια ως εξωτερικό και εσωτερικό σκηνικό στις νουβέλες του Ρέιμοντ Τσάντλερ, που μοιάζει να θαυμάζει ο Ετερόβικ, προσδιορίζει το κοινωνικό και ψυχικό στίγμα διώκτη (του Φίλιπ Μάρλοου) και διωκομένων, έτσι και η πρωτεύουσα της Χιλής γίνεται ο μοιραίος τόπος για τον Ερέδια και ένα γενικότερο σύμβολο φθοράς κι έκπτωσης του σημερινού κόσμου.

Εάν η Καλιφόρνια είναι κι ένα είδος μυθικού χώρου, όπου ο μεσοπολεμικός ήρωας Μάρλοου προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ιδέα του Καλού, συνεχίζοντας, μέσα στο πολύ ιδιαίτερο noir κλίμα της αστυνομικής παραφιλολογίας, την παράδοση του Αμερικανού «τιμωρού», το Σαντιάγο είναι και αυτό, επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, η θρυλική έδρα ενός πιο σύγχρονου «ιππότη», διαθέσιμου να μιμηθεί τον προκάτοχό του ντετέκτιβ. Και εδώ, σ' αυτή τη γεωγραφία, όπως στην άλλη του Τσάντλερ, συμπυκνώνονται τα χαρακτηριστικά μιας κατάστασης κοινωνικών πραγμάτων, μοντέρνων πλέον. Όχι τόσο διαφορετικών με την ηθική, βαθύτερα, έννοια, αλλά οπωσδήποτε εγγύτερων σε ένα αίσθημα απώλειας αξιών από ποτέ άλλοτε. Όταν, μάλιστα, το συγκεκριμένο χάρτη για μελέτη εκδιπλώνει μια χώρα σαν τη Χιλή, ένα σχεδόν τραυματικό σύμβολο συλλογικών πόθων, μετά την τραγωδία της στη δεκαετία του '70, τότε το περιβάλλον αυτό φορτίζεται από αρνητικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά με ιδιαίτερη σημασία. Ο Μάρλοου, πενήντα τόσα χρόνια πριν, στη βόρεια πολιτεία του είχε να αντιμετωπίσει το βίαιο μηχανισμό ενός «οργανισμού» που με ορισμένα από τα συστατικά/σύνδρομα του αναπτυγμένου καπιταλισμού (άνιση κατανομή πλούτου, αλλοτρίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας με τις νέες συνθήκες εργασίας που επέβαλαν οι κολοσσιαίες επιχειρήσεις, αργή, αλλά σταθερή καταστροφή της Φύσης κ.λπ) προοικονομούσε το σημερινό κοινωνικό εφιάλτη, καθώς, παράλληλα, ωθούσε στην κατά μόνας διαβίωση με το φόβο του «άλλου» και καλλιεργούσε την ανασφάλεια για το μέλλον.

Ο Ετερόβικ (γεννημένος το 1956) έρχεται να συμπληρώσει τον ενδιαφέροντα κατάλογο των πολύ παραγωγικών ισπανόφωνων συγγραφέων αστυνομικών βιβλίων, που εδώ και μερικές δεκαετίες εισφέρουν τα μάλα σε αυτό το τόσο υποψιασμένο είδος λογοτεχνίας (ακόμα, οφείλει να πει κάποιος, υποτιμημένο) από πλευράς θέματος και στιλ: στο βαθμό που η αφηγηματική λογοτεχνία είναι ικανή πλέον να προωθήσει τη γραφή... Να θυμίσω ότι η λατινοαμερικανική γραμματεία είχε εμπλουτιστεί σχετικά νωρίς (από τη δεκαετία του '40 ήδη) με μια παρωδιακή εκδοχή των «ιστοριών με ντετέκτιβς» μέσα από την ευφυΐα των Μπόρχες και Καζάρες, οι οποίοι με το κοινό ψευδώνυμο Μπούστος Ντομέκ είχαν δημιουργήσει τις περιπέτειες του ήρωά τους Ισίντορο Παρόντι. Αργότερα, και από τον Αργεντινό, επίσης, Οσβάλντο Σοριάνο μέχρι τους πιο σύγχρονους, π.χ. τον Ουρουγουανό Τσαβαρία και τον παρουσιαζόμενο, το είδος εμπλουτίζεται με διαστάσεις έντονα πολιτικές. Η τελευταία αυτή παράμετρος αποτελεί και το ειδικό γνώρισμα της σχετικά πρόσφατης παραγωγής λατινοαμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, χωρίς απαραίτητα να αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της: όπως, νόμιμα, θα μπορούσαν να ισχυριστούν πολλοί, το επαναλαμβάνω.

Όσοι, δηλαδή, πιστεύουν ότι η γραφή της συγκεκριμένης πρόζας, παρ' ότι αφηγηματική, ρεαλιστική, είναι σε θέση, αν μη τι άλλο, να διδάξει αφαίρεση, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη «σχολή Χεμινγουέι», που (επί τη ευκαιρία να πω ότι) υπήρξε πρότυπο για τον Ετερόβικ.

Ο τελευταίος, όπως και άλλοι ομότεχνοί του ισπανόφωνοι, εκμεταλλεύεται άριστα τις ευκαιρίες που του προσφέρουν τα αρχέτυπα και βαθαίνει το μαύρο του φόντο με τη δέουσα απελπισμένη χάρη. Μπορεί να μην έχει απαλλαγεί από το συναισθηματικό φορτίο, βαρύ στις πλάτες των προγόνων τού Τσάντλερ και το οποίο φρόντισε ο τελευταίος να απορρίψει. Όμως, ο έλεγχος της γλώσσας υπάρχει εδώ εν πολλοίς, οι διάλογοι είναι ευθύβολοι (ένα μεγάλο ατού του είδους), η περιγραφικότητα υποχωρεί μπροστά στις σύντομες πινελιές με τις οποίες παραχρήμα το οικείο προσλαμβάνεται ως ανοίκειο και η φαντασία υποκαθιστά τα τετριμμένα κόλπα της ανιαρής, σχοινοτενούς αναπαράστασης.

Ο Ερέδια μας εισάγει εύκολα και ευκίνητα στον κόσμο τον οποίο οι περιστάσεις απαιτούν να αντιμετωπίσει, θύμα και θύτης ταυτόχρονα. Ναι, μπορεί εξωτερικά να κερδίζει τελικά, αλλά, όπως συνέβαινε πάντα στις ιστορίες των «ιδιωτικών βλεμμάτων», που πρέπει να εισχωρήσουν στα μπουντουάρ και στις διάφορες έκνομες φωλεές, όμως το τίμημα δεν είναι ευκαταφρόνητο. Ο ντετέκτιβ μας, αποκαλύπτοντας τη συνωμοσία για τη δημιουργία ενός παράνομου αγωγού φυσικού αερίου, με συνεργούς μια πολυεθνική εταιρεία και μέλη μιας μεταπινοσετικής κυβέρνησης, έχει και ο ίδιος «μολυνθεί» από τη σήψη που τον περιβάλλει. Σ' αυτήν, όμως, εκτίθεται, συνηθισμένος από τα ανακλαστικά τής πάλαι ποτέ ιδεολογικοποιημένης του συνείδησης. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή τού Ερέδια είναι παρηκμασμένη: ο ντετέκτιβ, με σημάδια γήρανσης, σε κατάσταση προχωρημένου αλκοολισμού, ερωτικά τραυματισμένος εξαιτίας της εγκατάλειψής του από νεαρά ύπαρξη και στερημένος οικονομικά, αρνείται εντούτοις να ενώσει το δράμα του με τον κοινωνικό μαρασμό γύρω του, σε μια ενορχήστρωση, αν θέλετε, σωτήρια για έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Μπορεί βαθύτερα να βιώνει το κενό που έρχεται στην επιφάνεια με τη μορφή μιας γαλήνιας αποδοχής του τέλους όλων των ψευδαισθήσεων. Όμως, με μόνη συντροφιά το γάτο του Σιμενόν και τα επτά τέκνα του τελευταίου, δεν επιτρέπει την υπεραναπλήρωση του Εγώ του από τη συλλογική ιλύ.

Υπακούοντας στις επιταγές του Τσάντλερ προς τους ομότεχνούς του («Να μιμείστε, είναι ο μόνος δυνατός τρόπος για να μάθετε να γράφετε»), ο Χιλιανός συγγραφέας όντως μας δίνει την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε καλά αφομοιωμένους τρόπους γραφής κλασικών και μη του αστυνομικού είδους. Με άρτια τεχνική και την ικανότητά του να μας μεταφέρει ακαριαία την αύρα των χώρων που επισκέπτεται ο μοναχικός του ήρωας, ο Ετερόβικ κερδίζει το στοίχημα. Έτσι, κλείνοντας το βιβλίο δεν έχεις την εντύπωση ότι «πέρασες την ώρα σου με ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα»... Και κάτι ακόμα: οι «μαύρες ταινίες » του Χόλιγουντ των δεκαετιών '40 και '50, «δεύτερης κατηγορίας» δήθεν, βασισμένες οι περισσότερες στην «αστυνομική παραφιλολογία», κατάφεραν με τα μικρά τους μέσα να αναδείξουν καλύτερα από τις μεγαλεπήβολες παραγωγές τον ατομικό και συλλογικό τρόμο.

Ο Κρίτων Ηλιόπουλος με ασφάλεια μας οδήγησε στο σκληρό όσο και μελαγχολικό τοπίο ηρώων, οι οποίοι κάποτε προσπάθησαν να αλλάξουν τον κόσμο και τώρα αντιστέκονται στο να τους αλλάξει ο κόσμος.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/01/2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η Λατινική Αμερική συνεχίζει να στέλνει στον κόσμο ονόματα σημαντικών, αξιανάγνωστων ή απλώς ενδιαφερόντων συγγραφέων, οι οποίοι επιχειρούν να πάρουν τις χηρεύουσες θέσεις κάποιων από τους μεγάλους του «μπουμ» των περασμένων δεκαετιών. Έτσι επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η ρήση του Κάρλος Φουέντες, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια υποστήριξε ότι οι νέοι λατινοαμερικανοί αφηγητές, η γενιά του «μπούμερανγκ», αποτελούν την πιο ποικίλη, πολυάριθμη και πλούσια γενιά συγγραφέων που γνώρισε ποτέ αλλά «τους λείπει ένα καλό σύστημα διανομής» (βλ. «Newsweek», 6 Μαΐου 1996). Στην Ελλάδα, όπου γνωρίζουμε τους Χιλιανούς Χοσέ Δονόσο, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Λουίς Σεπούλβεδα, Φρανσίσκο Κολοάνε, έκανε πρόσφατα την εμφάνισή του - χάρη στις εκδόσεις Opera -, ένας ακόμη συγγραφέας της Χιλής, ο Ραμόν Δίας Ετερόβικ (Πούντα Αρένας, 1956).

Τα Επτά παιδιά του Σιμενόν είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο πάνω στ' αχνάρια του σκληρού αμερικανικού αφηγήματος, του hard-boiled, το οποίο επινόησε ο Ντάσιελ Χάμετ μα τελειοποίησε και διέδωσε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Έχει κεντρικό ήρωα τον Ερέδια, έναν μοναχικό ιδιωτικό ντετέκτιβ (αντίγραφο του Φίλιπ Μάρλοου), εν πολλοίς αποτυχημένο, έντιμο και δυναμικό, που έχει εγκαταλειφθεί από μια γυναίκα και προσπαθεί να την ξεχάσει (να ξεχάσει επίσης την καθημερινή του μιζέρια) πίνοντας οτιδήποτε περιέχει αλκοόλ: ουίσκι, βότκα, ρούμι, μπίρες. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας Λατινοαμερικανός καταπιάνεται με παρόμοιο θέμα, με παρόμοιο ήρωα. Προηγήθηκε το 1974 ο πρόωρα χαμένος Αργεντινός Οσβάλντο Σοριάνο με το Θλιμμένος, τελευταίος και μόνος (κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Opera), ο οποίος «δανείζεται» τον Μάρλοου και τον κάνει ήρωα του δικού του μυθιστορήματος. Παραδόξως ο Ετερόβικ δεν κάνει την παραμικρή μνεία στον Τσάντλερ, ως όφειλε, μολονότι αναφέρεται συχνά σε άλλους συγγραφείς, τον Χέμινγκγουεϊ, από όπου παίρνει τη λιτότητα των διαλόγων, λόγου χάρη, ή τον Γκράχαμ Γκριν.

Ο Ερέδια λοιπόν, ο οποίος συνηθίζει να συνομιλεί, μεθυσμένος και ξεμέθυστος, με τον γάτο του ονόματι Σιμενόν, αρχίζει μια έρευνα (χωρίς να του την αναθέσει κανένας, έτσι, για ένα φιλότιμο), για να αποκαλύψει τον δράστη της δολοφονίας του Φεδερίκο Γκόρντον Ιτούριαγα, ορκωτού λογιστή και δικηγόρου, κρατικού υπαλλήλου. Το έγκλημα έγινε σε μια άθλια πανσιόν όπου είχε καταλύσει και ο ίδιος ο ήρωας, ο οποίος εξαιτίας αυτού του γεγονότος ενοχοποιείται από την αστυνομία. Οι αναγνώστες του είδους γνωρίζουν πολύ καλά ότι στο τέλος ο δράστης αποκαλύπτεται, η δολοφονία εξιχνιάζεται και ο ήρωας γυρίζει ξανά στη μοναξιά του, δηλαδή σε ένα έρημο σπίτι ή σε ένα σκοτεινό μπαρ, προσπαθώντας να την πνίξει σε μερικά ποτήρια αλκοόλ. Όπως όλα τα νουάρ αφηγήματα έτσι και αυτό του Ετερόβικ περιγράφει έναν κόσμο αθλίων ανθρώπων του περιθωρίου, ταπεινών και καταφρονεμένων, που ζουν στις παρυφές της κοινωνίας μιας μεγαλούπολης. Εδώ ο χώρος δράσης δεν είναι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι, η Μασσαλία αλλά το Σαντιάγο, η πρωτεύουσα της Χιλής. Πρόκειται για μια πόλη άκρως ζοφερή, απολύτως ταιριαστή με μοναχικούς ήρωες τύπου Φίλιπ Μάρλοου, και επομένως κατάλληλη να χρησιμεύσει ως σκηνικό μιας νουάρ ιστορίας.

Και όπως θα ανέμενε κανείς, το μυθιστόρημα είναι πολιτικό, με αναφορές στη Χιλή, χώρα που τόσα υπέφερε από την πολύχρονη δικτατορία του Πινοτσέτ. Πολιτικό, με την έννοια ότι θίγει την πρόσφατη ιστορία, τα κόμματα, τους ακτιβιστές, την οικολογική καταστροφή, τους απογοητευμένους πολίτες, σχολιάζει τα δρώμενα της κοινωνικής ζωής και ψέγει εκείνους που εγκατέλειψαν ιδέες και αγώνες για χάρη της καριέρας και της καλοπέρασης.

Τα Επτά παιδιά του Σιμενόν δεν είναι βεβαίως κανένα λογοτεχνικό αριστούργημα. Είναι ένα χαμηλών τόνων μυθιστόρημα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, καθώς τον εγκλιματίζει στην ατμόσφαιρα του Σαντιάγο. Διαποτισμένο από την αρχή ως το τέλος με το πνεύμα του Τσάντλερ (αλλά και το χιούμορ του), σε κάνει να στοχάζεσαι πάνω στο νόημα της ζωής, στον έρωτα, στην προσωπική ήττα, στη συλλογική ευθύνη για τη γενικότερη μιζέρια και όχι, ασφαλώς, στο ποιος είναι ο δολοφόνος. Αυτό το τελευταίο το χειρίστηκε άριστα και το έλυσε δεξιοτεχνικά η Αγκαθα Κρίστι πριν από αρκετές δεκαετίες και έτσι μόνο ως ευχάριστο παιχνίδι μπορεί να επαναλαμβάνεται από τους σύγχρονους συγγραφείς.

Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας), ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-01-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!