0
Your Καλαθι
Ο μικρός Νικόλας
Περιγραφή
Ο μικρός Νικόλας είναι ένα ευτυχισμένο αγόρι που θέλει να τα καταφέρει όλα. Κινείται με την ίδια διάθεση για συμμετοχή και επιτυχία τόσο στα μαθήματα όσο και στις αταξίες και στις καθημερινές αψιμαχίες με τους συμμαθητές του μέσα ή έξω από το σχολείο. Στη συνείδηση του αναγνώστη προσλαμβάνεται η εικόνα ενός μαθητή έξυπνου, εργατικού, δυναμικού, αλλά και φλύαρου στην τάξη. Έτοιμος να υπερασπίσει τον εαυτό του και τους άλλους με γενναιότητα, αλλά και έτοιμος να βάλει τα κλάματα όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Είναι μέσα σε όλα, σχολιάζει τα πάντα, είναι περίεργος για όλα εκτός από τα κορίτσια για τα οποία έχει μια αθώα ματιά.
Mαζί του κινούνται κι αναπνέουν οι φίλοι του με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στους ήρωες του διασημότερου έργου του Γκοσινί που θα ακολουθήσει (Αστερίξ και Οβελίξ, 1959). Δίπλα στον μικρό Νικόλα στο ίδιο θρανίο κάθεται ο Αλσέστ, ο χοντρός της παρέας, ίσως και μια πρώτη σύλληψη του Οβελίξ. Καταβροχθίζει με την ίδια ευκολία και ταχύτητα τα σάντουιτς και τα κρουασάν με σοκολάτα, όπως ο Οβελίξ τα ψητά γουρουνάκια. Πίσω του ο Εντ, που μοιράζει δεξιά κι αριστερά φάπες με τον τρόπο που ο Οβελίξ αποδεκατίζει τους Ρωμαίους. Μπροστά του είναι ο Ανιάν, το χαϊδεμένο της δασκάλας κι ο πρώτος μαθητής, που θέλει να λέει το μάθημα και να απαντάει πρώτος σε όλες τις ερωτήσεις της δασκάλας, αλλά ποτέ δεν προλαβαίνει, όπως δεν προλαβαίνει και ο Κακοφωνίξ (Αστερίξ και Οβελίξ), όταν θέλει να τραγουδήσει. Ο Ανιάν, δεν είναι φίλος αλλά είναι ο πρώτος μαθητής στην τάξη, ο Μεξάν απαιτεί σεβασμό, γιατί είναι ο πιο ψηλός. Υπάρχει ακόμα κι ο Ζοφρουά, που "...έχει ένα πολύ πλούσιο μπαμπά και του αγοράζει ότι θέλει...". Και ο Κλοτέρ, ο τελευταίος μαθητής στην τάξη, ο πιο κωμικός χαρακτήρας των ιστοριών, που θυμίζει έντονα κάτι από τους αδελφούς Ντάλτον.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η αναμνηστική φωτογραφία
Σήμερα το πρωί, πήγαμε όλοι στο σχολείο πολύ χαρούμενοι, γιατί θα βγαίναμε φωτογραφίες όλη η τάξη και θα ήταν για μας, όπως μας είπε η δασκάλα μας, ένα αγαπημένο ενθύμιο για όλη μας τη ζωή. Μας συμβούλεψε επίσης, να έρθουμε όλοι στο σχολείο, φορώντας τα καλά μας ρούχα, καθαροί και καλοχτενισμένοι.
Έφτασα στην αυλή του σχολείου με μπόλικη μπριγιαντίνη (ζελέ) στα μαλλιά μου. Όλοι οι φίλοι μου βρίσκονταν ήδη εκεί κι η δασκάλα μας μάλωνε το Ζοφρουά, που είχε έρθει ντυμένος Αρειανός. Ο Ζοφρουά έχει έναν πολύ πλούσιο μπαμπά, που του αγοράζει όλα τα παιγνίδια που θέλει. Ο Ζοφρουά έλεγε στη δασκάλα μας πως τρελαίνονταν να φωτογραφηθεί ντυμένος Αρειανός και διαφορετικά θα έφευγε.
Ο φωτογράφος επίσης ήταν εκεί με τη φωτογραφική του μηχανή και η δασκάλα τού έλεγε να βιαστεί, γιατί διαφορετικά κινδυνεύαμε να χάσουμε το μάθημα της Αριθμητικής. Ο Ανιάν, που είναι ο πρώτος μαθητής στην τάξη και ο χαϊδεμένος της δασκάλας, είπε ότι θα ήταν κρίμα να χάσουμε το μάθημα της Αριθμητικής, γιατί το λάτρευε το μάθημα κι είχε λύσει όλες τις ασκήσεις. Ο Εντ, ένας φίλος πολύ χειροδύναμος, πολύ θα ήθελε να αστράψει μια γροθιά στη μύτη του Ανιάν, μα ο Ανιάν φοράει γυαλιά και δεν μπορούμε να του τις βρέξουμε τόσο συχνά όσο θα θέλαμε. Η δασκάλα άρχισε να φωνάζει πως είμαστε ανυπόφοροι και πως, εάν συνεχιζόταν αυτό το πανηγύρι, θα αφήναμε τη φωτογραφία και θα μπαίναμε στην τάξη για μάθημα. Τότε ο φωτογράφος φώναξε:
- Παιδιά, παιδιά! Ελάτε, ελάτε τώρα και ήρεμα! Ε, ξέρω πώς να μιλάω στα παιδιά κι όλα θα κυλήσουν πολύ ήρεμα.
Ο φωτογράφος αποφάσισε να στηθούμε σε τρεις σειρές. Στην πρώτη σειρά θα κάθονταν όλοι κάτω οκλαδόν, στη δεύτερη θα ήταν όλοι όρθιοι γύρω από τη δασκάλα, καθισμένη σε μια καρέκλα, και στην τρίτη θα ήταν όρθιοι πάνω σε κιβώτια. Α, έχει πράγματι ωραίες ιδέες ο φωτογράφος!
Τα κιβώτια πήγαμε να τα πάρουμε από το υπόγειο του σχολείου. Το γλεντήσαμε για τα καλά εκεί κάτω, γιατί δεν είχε αρκετό φως και ο Ρούφους έβαλε ένα παλιό σακί στο κεφάλι του κι ούρλιαζε:
- Ου, ου... είμαι ένα φάντασμα.
Σε λίγο, όμως, κατέφθασε κι η δασκάλα. Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένη και φύγαμε γρήγορα γρήγορα με τα κιβώτια στα χέρια. Ο μόνος που είχε μείνει ήταν βέβαια ο Ρούφους. Με το σακί στο κεφάλι, δεν έβλεπε τι γινόταν και συνέχιζε να ουρλιάζει: "Ου, ου... είμαι ένα φάντασμα" και τότε η δασκάλα ήρθε δίπλα του και του έβγαλε το σακί. Ο Ρούφους μαρμάρωσε κυριολεκτικά από τη σαστιμάρα.
Μόνον όταν έφτασε στην αυλή, άφησε το αυτί του Ρούφους η δασκάλα, που έπιασε το μέτωπό της μόλις μας είδε από κοντά.
- Μα είστε όλοι κατάμαυροι είπε.
Είναι αλήθεια ότι παίζοντας σαν τρελοί στο υπόγειο, είχαμε λερωθεί λίγο. Η δασκάλα ήταν όλο νεύρα, αλλά ο φωτογράφος τής εξήγησε πως δεν ήταν και τόσο σοβαρό, θα μπορούσαμε να πλυθούμε, όσο αυτός θα τακτοποιούσε τα κιβώτια και την καρέκλα για τη φωτογράφηση. Εκτός από τον Ανιάν που δεν είχε λερωθεί καθόλου, καθαρός ήταν κι ο Ζοφρουά, γιατί φορούσε στο κεφάλι του την κάσκα του Αρειανού, που έμοιαζε σαν βάζο.
- Βλέπετε, είπε στη δασκάλα, αν είχαν έρθει όλοι ντυμένοι όπως εγώ, δε θα είχαμε τώρα προβλήματα". Πρόσεξα πως η δασκάλα ήθελε πολύ να του τραβήξει κι εκείνου το αυτί, μα δεν μπορούσε εξαιτίας της κάσκας. Α, αυτή η στολή του Αρειανού είναι μια καταπληκτική κομπίνα!
Ξαναμαζευτήκαμε όλοι, αφού πλυθήκαμε και χτενιστήκαμε. Είμαστε βέβαια λίγο βρεγμένοι, μα ο φωτογράφος είπε πως δεν πειράζει και πως στη φωτογραφία δε θα φαινόταν καθόλου.
- Ωραία, μας είπε ο φωτογράφος, θέλετε τώρα να ευχαριστήσετε τη δασκάλα σας; Απαντήσαμε όλοι με μια φωνή ναι, γιατί την αγαπάμε τη δασκάλα μας, είναι πολύ καλή μαζί μας, όταν δεν τη νευριάζουμε.
- Τότε, λοιπόν, είπε ο φωτογράφος, θα πάτε φρόνιμα να πάρετε θέσεις για τη φωτογραφία. Οι πιο ψηλοί πίσω στα κιβώτια, οι μεσαίοι όρθιοι κι οι κοντοί καθιστοί.
Εμείς ξεκινήσαμε, ενώ την ίδια ώρα ο φωτογράφος εξηγούσε στη δασκάλα πως με την υπομονή παίρνεις τα πάντα από τα παιδιά, αλλά η δασκάλα δεν τον άκουσε μέχρι το τέλος, γιατί χρειάστηκε να έρθει να μας ξεχωρίσει, μια κι όλοι μας θέλαμε να ανεβούμε στα κιβώτια.
- Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα ψηλός εδώ, κι είμαι εγώ! ούρλιαζε ο Εντ κι έσπρωχνε όποιον ήθελε να ανεβεί στα κασόνια. Και καθώς ο Ζοφρουά επέμενε, ο Εντ του έδωσε μια ξεγυρισμένη γροθιά στην κάσκα και ο Ζοφρουά τσίριξε από τον πόνο. Εν τω μεταξύ, χρειάστηκε να βοηθήσουμε όλοι να βγάλουμε την κάσκα από του κεφάλι του Ζοφρουά, που είχε πια στραβώσει και σφηνωθεί.
Η δασκάλα μας έδωσε μια τελευταία προειδοποίηση, διαφορετικά, είπε, θα πηγαίναμε όλοι για το μάθημα της Αριθμητικής κι όλοι μας συμφωνήσαμε ότι πρέπει να κάτσουμε φρόνιμα κι αρχίσαμε να παίρνουμε τις θέσεις μας.
Ο Ζοφρουά πλησίασε το φωτογράφο:
- Τι είναι αυτή η μηχανή; ρώτησε.
Ο φωτογράφος γέλασε και του απάντησε:
- Είναι ένα κουτί, απ' όπου θα βγει ένα πουλάκι, αγόρι μου.
- Είναι πολύ παλιό μοντέλο η μηχανή σου, είπε ο Ζοφρουά, ο μπαμπάς μου μου αγόρασε μια που παίρνει κόντρα στον ήλιο, έχει φακό για ζουμ, τηλεφακό και φυσικά οθόνη...
Ο φωτογράφος ξαφνιάστηκε, το χαμόγελο έσβησε στα χείλη του κι είπε στον Ζοφρουά να γυρίσει πίσω στη θέση του.
- Έχετε τουλάχιστον φωτόμετρο; ρώτησε ο Ζοφρουά.
- Για τελευταία φορά! Γύρνα στη θέση σου! ούρλιαξε ο φωτογράφος, που από τη μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει νευρικός.
Πήραμε τις θέσεις μας. Εγώ κάθισα κάτω, δίπλα στον Αλσέστ. Ο Αλσέστ είναι φίλος μου, πολύ χοντρός κι όλη την ώρα κάτι μασουλάει. Εκείνη τη στιγμή έτρωγε μια φέτα με μαρμελάδα κι ο φωτογράφος του είπε να σταματήσει να μασουλάει, αλλά ο Αλσέστ του απάντησε ότι πρέπει να τρώει για να τρέφεται.
- 'Ασε αυτή τη φέτα ψωμί! του φώναξε η δασκάλα, που καθόταν ακριβώς πίσω του.
Αυτό τον τρόμαξε τόσο, που η φέτα τού έπεσε από τα χέρια και κύλησε πάνω στο πουκάμισό του.
- Τώρα μάλιστα! είπε ο Αλσέστ και προσπάθησε να μαζέψει με τη φέτα τη μαρμελάδα από το πουκάμισό του.
Η δασκάλα είπε πως δεν έμεινε τίποτε άλλο από το να πάει να σταθεί στην τρίτη σειρά, για να μη φαίνεται ο λεκές στο πουκάμισό του.
- Εντ, είπε η δασκάλα, άλλαξε θέση με το συμμαθητή σου.
- Δεν είναι φίλος μου, απάντησε ο Εντ, δεν του δίνω τη θέση μου και δεν έχει παρά να γυρίσει την πλάτη στο φακό κι έτσι δε θα φανεί ο λεκές, αλλά ούτε κι η χοντροκεφάλα του.
Η δασκάλα θύμωσε και τον τιμώρησε να γράψει εκατό φορές τη φράση: "Δεν πρέπει να αρνούμαι να παραχωρώ τη θέση μου σε ένα φίλο που έριξε στο πουκάμισό του μια φέτα με μαρμελάδα".
Ο Εντ, χωρίς να πει τίποτα, κατέβηκε από το κασόνι κι ερχόταν στην πρώτη σειρά, ενώ ο Αλσέστ ξεκίνησε για την τρίτη σειρά. Έγινε μια μικρή ανακατωσούρα, κυρίως όταν ο Εντ διασταυρώθηκε με τον Αλσέστ και του 'ριξε μια γροθιά στη μύτη. Ο Αλσέστ θέλησε να του ρίξει μια κλοτσιά, αλλά ο Εντ είναι πολύ γρήγορος, απέφυγε την κλοτσιά κι έτσι την έφαγε ο Ανιάν, που ευτυχώς εκείνη τη στιγμή δε φορούσε τα γυαλιά του. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τον Ανιάν να βάλει τα κλάματα, να ουρλιάζει πως δε βλέπει τίποτα πια και πως κανένας δεν τον αγαπάει και πως θα προτιμούσε να πεθάνει. Η δασκάλα τον παρηγόρησε, του σκούπισε τη μύτη με το μαντίλι, τον ξαναχτένισε και τιμώρησε τον Αλσέστ, να γράψει εκατό φορές τη φράση: "Δεν πρέπει να χτυπάω ένα συμμαθητή μου, που δεν πάει γυρεύοντας και φοράει επιπλέον γυαλιά".
- Καλά σου 'κανε, είπε ο Ανιάν.
Τότε η δασκάλα τον τιμώρησε κι αυτόν με την ίδια τιμωρία. Ο Ανιάν ξαφνιάστηκε τόσο, που ούτε καν έκλαψε. Η δασκάλα άρχισε να μοιράζει τιμωρίες δεξιά κι αριστερά κι είχαμε όλοι να γράψουμε ένα σωρό φράσεις και στο τέλος η δασκάλα μας είπε:
- Τώρα προσπαθήστε να είστε φρόνιμοι. Εάν είστε καλά παιδιά, θα σας χαρίσω όλες τις τιμωρίες. Λοιπόν, πάρτε στάση, σκάστε ένα μικρό χαμόγελο κι ο κύριος θα μας βγάλει μια όμορφη φωτογραφία!
Μια και δε θέλαμε να χαλάσουμε το χατίρι στη δασκάλα, φρονιμέψαμε όλοι μας. Πήραμε όλοι πόζα και χαμογελάσαμε.
Αλλά το μονάκριβο και πολυαγαπημένο ενθύμιο για όλη μας τη ζωή, η αναμνηστική φωτογραφία της τάξης μας, δε βγήκε ποτέ. Κοιτάζοντας προς τη φωτογραφική μηχανή, είδαμε ότι ο φωτογράφος δεν ήταν πια στη θέση του. Είχε φύγει χωρίς να πει ούτε μια λέξη.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις