0
Your Καλαθι
Η γυναίκα που περίμενε
Περιγραφή
Η διήγηση της μοίρας μιας μεσήλικης γυναίκας, που την γέρασαν πριν της ώρα της η Ιστορία και τα αλλόκοτα παιχνίδια της. Σ' ένα μικρό, παγωμένο ρώσικο χωριό, η Βέρα, υποψήφια διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ στη δεκαετία του '60, δουλεύει τώρα ως δασκάλα περιμένοντας την επιστροφή του αγαπημένου της, που έφυγε για το μέτωπο στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ακόμα και η εισβολή στη ζωή της ενός δημοσιογράφου απ' την πόλη, ενός αντιφρονούντα διανοούμενου λογοτέχνη, ο υπαινιγμός ενός νέου έρωτα δεν θα μπορέσει να την κάνει να αθετήσει εκείνη τη νεανική της υπόσχεση: Να περιμένει.
Ένα βιβλίο γεμάτο γλυκύτητα και ποίηση, με γραφή απλή αλλά γεμάτη "υπόρρητα" συναισθήματα, ψυχολογικές ανατροπές, υπαρκτά και φανταστικά τοπία, χρώματα και μυρωδιές. Μια γραφή δυνατή και συγκινητική στην απλότητά της, από έναν μεγάλο Ρώσο συγγραφέα της διασποράς, τον Αντρέι Μακίν.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ρώσος πεζογράφος Αντρέι Μακίν ( γεννημένος το 1958), πολιτογραφημένος Γάλλος, είναι ένας τυπικός Ρώσος εμιγκρέ. Δεν είναι υποτιμητικό το επίθετο τυπικός, όταν κανείς αναφέρεται στα διασπαρμένα ανά την υφήλιο τέκνα της πατρίδας τού Τολστόι και του Τσέχοφ. Ως γνωστόν, το σύνδρομο του ξενιτεμένου Ρώσου έχει γίνει θρύλος ανά τους αιώνες και τροφή, πολλάκις, για την Τέχνη.
Πλην των Εβραίων και των αρχαίων Ελλήνων κανείς άλλος λαός δεν τροφοδότησε το φαντασιακό του με την ιδέα του νόστου όσο ο ρωσικός.
Στα καλλιτεχνικά έργα των Ρώσων της διασποράς η εικόνα της «μητέρας» πατρίδας είναι εξαιρετικά έντονη, φωταγωγημένη από τις ποικιλίες των τρόπων για να διατηρηθεί ζωντανή και ομιλούσα. Ο Μακίν έχει εισέλθει επάξια στη σειρά των χαρισματικών εκείνων Ρώσων περιπλανώμενων ( άλλοτε τους ονομάζαμε φυγάδες), οι οποίοι συνέθεσαν σημαντικούς νοσταλγικούς πίνακες, αναπολώντας με αίσθημα και εσωτερικότητα το «φάντασμα» της Ιθάκης τους.
Από τον Μπούνιν και τον Ναμπόκοφ μέχρι τον Σολτζενίτσιν και τους νεότερους πεζογράφους, που έζησαν στο εξωτερικό στα χρόνια των Σοβιετικών, οι ύμνοι για τη «μητερούλα» ακούστηκαν μελωδικότατοι, δεμένοι, φυσικότατα, με τον κριτικό λόγο όσον αφορά τα τότε καθεστωτικά. Πάντα οι μη Ρώσοι ένιωθαν αμηχανία και απορία γι' αυτή την ψυχική πρόσδεση με την πατρίδα των απογόνων τού επίσης παθιασμένου, μεταξύ άλλων, ρωσόφιλου Ντοστογιέφσκι.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν, χωρίς ωστόσο να έχουν μεταμορφωθεί πλήρως σε κάτι αντίθετο. Εν πάση περιπτώσει, ο Μακίν, που βρέθηκε στη Γαλλία λίγο πριν από την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γράφει στα γαλλικά ως άλλος Κούντερα, ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Με λίγα λόγια, από τις σελίδες του ξεφεύγει η αίσθηση μιας απόλυτης πρόσδεσης με το γενέθλιο τόπο, η εντύπωση ότι ο δημιουργός τους δεν απομακρύνθηκε στο ελάχιστο από τα εξωτερικά και βαθύτερα τοπία της Ρωσίας. Οι «φωτογραφίσεις» του νομίζεις ότι έγιναν εν θερμώ, τα σύμβολά του σε πείθουν ότι προτείνονται από κάποιον που δεν έσπασε τους δεσμούς του ποτέ με το συλλογικό ασυνείδητο της πατρίδας του.
Ο Μακίν μπορεί να ζει και να γράφει στο εξωτερικό αλλά η πρόζα του είναι συγγενική ( για να θυμηθούμε πρόχειρα) π.χ. με του Βλαντιμίρ Μακάνιν, του Μιχαήλ Κουράγιεφ, της Τατιάνα Τολστάγια και άλλων ομοτέχνων του που βρίσκονται στη Ρωσία: τουλάχιστον όσον αφορά το εσωτερικό πάθος, το αίσθημα και τη θερμότητα της αφήγησης, ό,τι τέλος πάντων θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σχηματικά ρωσικό ιδίωμα. Κατά τ' άλλα, στο ύφος του Μακίν αντιλαμβάνεσαι τις γαλλικές επιρροές: αυτό το ποιητικό και μαζί διανοητικό παιχνίδι που απεμπολεί κάθε ρεαλιστική μονογραμμικότητα.
Μια πρώτη, αυθόρμητη εκτίμηση για το τελευταίο του μυθιστόρημα Η γυναίκα που περίμενε (2004) θα ήταν γενική, συσχετισμένη με το σύνολο σχεδόν της σύγχρονης ρωσικής παραγωγής, σύμφωνα με όσα μπορεί να ξέρει ο ενήμερος αναγνώστης: δηλαδή θα συνέδεε το αποτέλεσμα με τις κλασικές αξίες μιας μεγάλης παράδοσης. Ο υπαρξιακός προσανατολισμός, το βάθος πεδίου σε όλες τις αναφορές και τα εύφορα, εννοιολογικά κοιτάσματα του έργου παίρνουν τη σκυτάλη από την παλιά, κλασική ρωσική λογοτεχνία, χωρίς, όμως, να ξεχνά τους νέους εκφραστικούς τρόπους. Και όταν μιλάμε για τους τελευταίους εννοούμε τόσο τα επιτεύγματα της μετεπαναστατικής αβάν γκαρντ όσο και τα αποθέματα της νεότερης πεζογραφικής παραγωγής.
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Βέρα, μια γλωσσολόγος που ετοιμάζει τη διατριβή της, έχει εγκατασταθεί σε μια ερημική περιοχή, κάπου στη Βόρεια θάλασσα, παραδίδει μαθήματα σε ένα μικρό σχολείο και ζει σαν αγρότισσα. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '70 και η σκηνογραφία μάς είναι οικεία από τις πάμπολλες, σχετικές εικόνες και αφηγήσεις περί σοβιετικής επαρχίας εκείνης της «ηρωικής» περιόδου. Η μεσήλικη αλλά ελκυστική γυναίκα έχει γίνει ένα είδος θρύλου στην περιοχή εξαιτίας της εμμονής της στην ιδέα της επιστροφής του αγαπημένου της, ο οποίος εξαφανίστηκε στο μέτωπο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στρατιώτης με την πάροδο του χρόνου γίνεται ένα φάντασμα, μία χίμαιρα που τρέφει τις ψευδαισθήσεις τής αναμένουσας. Ταυτόχρονα, η ψύχωση ή μάλλον η πεισματική πρόσδεση της Βέρα στο γεγονός που μεταβάλλεται σε κάτι άυλο, μπορεί να εκληφθεί ως μια πίστη σε ένα σταθερό κέντρο, χαμένο και γι' αυτό ποθητό. Ταυτόχρονα, ως δράμα βιώνεται από την οιονεί ρωσική, χριστιανική ψυχή ως ένα αγώγιμο μέσο προς την ομορφιά.
Δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε σε περαιτέρω ερμηνείες τού τόσο προφανούς συμβόλου, το οποίο για οποιαδήποτε ένθεη, ρωσική συνείδηση έχει ξεκάθαρη υφή.
Η Βέρα θα μπορούσε -κάθε κλοπή είναι νόμιμη- να θυμίζει την ομόλογή της ηρωίδα του Φόουλς από το Η ερωμένη του Γάλλου υπολοχαγού. Και εδώ, σε ένα άλλο εξωτερικό περιβάλλον, βρίσκουμε την ίδια παράλογη σχεδόν προσήλωση της ηρωίδας σε κάτι που υπερβαίνει το πραγματικό και γίνεται τυραννικά, έως σωτήρια, δεσμευτικό.
Παράλληλα, η γήινη συμπεριφορά τής Βέρα ( η ερωτική της ελευθεριότητα), η οποία σε πρώτη ματιά δεν συνάδει με την αγγελικότητα της «θυσίας» της, δίνει μια παράξενη διάσταση στην ιστορία. Ο αφηγητής, που βρίσκεται σε δημοσιογραφική αποστολή στα μέρη της Βέρα, βρίσκεται σε δύσκολη θέση απέναντι στην περίεργα ποθητή εικόνα τής τελευταίας. Η γυναίκα, την οποία ερωτεύεται και προσπαθεί να καταλάβει, είναι μια απίστευτη διασταύρωση αντανακλαστικών. Οι αναλύσεις του σχετικά μ' αυτήν πέφτουν στο κενό, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η τελευταία τον αφοπλίζει «ιδεολογικά». Γι' αυτό θα σημειώσει στο ημερολόγιό του: « εν αγνοία μου, ο χαρακτήρας της γυναίκας αυτής ενεργοποιούσε ακόμα στη σκέψη μου έννοιες που επιχειρούσαν να τον αναλύσουν. Αλλά αποτύγχαναν όλα, μπροστά στην ελάχιστα συνετή απλότητα με την οποία ενεργούσε η Βέρα. Κατέληξα στη σκέψη πως το καλό -το Καλό!- ήταν ένα πράγμα σύνθετο και πρόσφορο στις μεγαλοστομίες, από τη στιγμή που το κάναμε ηθικό πρόβλημα ή αντικείμενο συζήτησης. Ομως γινόταν ταπεινό και καθαρό, από τη στιγμή που κάναμε το πρώτο βήμα προσέγγισής του...»
Ναι, η ιδέα του κεντρικού γυναικείου χαρακτήρα και του βασικού προβληματισμού είναι δάνεια από τον Φόουλς. Μόνο που εν προκειμένω, όπως υπαινίχθηκα ήδη, το γενικότερο κλίμα και η ανάδειξη των ψυχισμών, μαζί με το «γαλλικό» στιλ διατύπωσης, χάρη στη δεξιοτεχνία του Μακίν, τροφοδοτείται με στοιχεία ιδιαίτερα, που οφείλουν τις αποχρώσεις τους σε ένα ύφος προσωπικό. Ο πεζογράφος μάς εισάγει και το σαρκαστικό συντελεστή, διακωμωδώντας τα τότε καθεστωτικά. Δηλαδή, ξέροντας να αποδραματοποιεί, εκμεταλλεύεται με οικονομία και ευφυΐα τη συγκυρία ( οι αναφορές του στο σοβιετικό καθεστώς και την εν γένει ζωή έρχονται από τον καλύτερο Σολτζενίτσιν ). Ετσι αποσοβείται κάθε κίνδυνος δημαγωγίας και ενός είδους πολιτικού φολκλόρ, που θα συγκινούσε τους Δυτικούς.
Η μετάφραση της Μαρίας Κράλλη πέτυχε να αναπλάσει μιαν ατμόσφαιρα γήινη και μαζί υπερβατική, κατορθώνοντας να κάνει άμεση την επικοινωνία μας με έναν κόσμο θαμπό, παράξενα στρεβλό όσο και επικλητικό μιας άλλης ζωής.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/05/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις