0
Your Καλαθι
Διηγήματα Βιζυηνού - Ποιός ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
Ο Μοσκώβ Σελήμ
Το αμάρτημα της μητρός μου
Το μόνον της ζωής του ταξίδιον
Ποιός ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Περιεχόμενα:
Ο Μοσκώβ Σελήμ
Το αμάρτημα της μητρός μου
Το μόνον της ζωής του ταξίδιον
Ποιός ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
Έγραψαν:
«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού — και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η κεντρική μορφή της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του Βιζυηνού), που άθελά της επλάκωσε στον ύπνο της τη μικρή της κόρη και που το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει για όλη της τη ζωή, είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα. Και τα άλλα διηγήματα αναφέρονται στις αναμνήσεις του συγγραφέα και αποδίδουν το περιβάλλον του θρακιώτικου χωριού, όπου έναν ιδιαίτερο χρωματισμό δίνει η συνύπαρξη του ελληνικού με το τουρκικό στοιχείο, ακόμα και η θερμή ανθρώπινη σχέση που συνδέει πολλές φορές πρόσωπα από τις δύο φυλές. Λιγοστά σε αριθμό, είναι αρκετά εκτεταμένα και ξεπερνούν πολλές φορές τα όρια του απλού διηγήματος. Έξοχη είναι στα περισσότερα η ψυχολογική διαγραφή των προσώπων, ισχυρότατη η συνθετική ικανότητα και η αφηγηματική χάρη. Η γλώσσα μένει πάντα η καθιερωμένη ακόμη για την πεζογραφία καθαρεύουσα, αλλά ο δημοτικός διάλογος, διανθισμένος μάλιστα με πολλά στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, δίνει μια ιδιαίτερη ζωντάνια.
Στο «Μόνον της ζωής του ταξίδιον» μας παρουσιάζεται η συμπαθέστατη μορφή του παππού, δοσμένη μέσα από τα γεμάτα θαυμασμό μάτια του εγγονού-αφηγητή —του πάππου που ήξερε να λέει τόσες ιστορίες για τόπους απόμακρους και παράξενους, και που ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται, δεν είχε ταξιδέψει πέρα από την κοντινή «τούμπα» του χωριού. Αλλά το αριστούργημα του Βιζυηνού είναι δίχως αμφιβολία η εκτενής ιστορία του «Μοσκώβ Σελήμ», ενός γενναίου Τούρκου, που οι δικοί του (η οικογένεια και οι συμπατριώτες του) τον έχουν ποτίσει μόνο με πικρίες και απογοητεύσεις, και που ανακαλύπτει την ανθρωπιά και την καλοσύνη στους εχθρούς του ίσια ίσια, τους Ρώσους, όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο. Ο συγγραφέας μάς τον παρουσιάζει να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που τον θεωρεί μισότρελο και του έχει δώσει, για τη ρωσοφιλία του, το κοροϊδευτικό παρατσούκλι Μοσκώβ Σελήμ. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 202-203.
Μελέτη θανάτου λοιπόν «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»; Κάτι περισσότερο ίσως: μελέτη της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της ακρωτηριασμένης ζωής. Όσοι θέλουν μπορούν να βλέπουν φολκλορικές γραφικότητες με καλοκάγαθους γέροντες και ονειροπαρμένα ραφτόπουλα. Το δράμα εδώ παραμονεύει πίσω από το όνειρο, μέσα στο παραμύθι, ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Χωρίς κραυγές, δείχνει την απύθμενη άβυσσο. Γιατί το επίτευγμα του Βιζυηνού, ένα από τα σημαντικότερα της διηγηματογραφικής του προσπάθειας, βρίσκεται σ’ αυτό το τραγικό «ονειρόδραμα» όπου, μέσα σε μια ειρηνική ατμόσφαιρα ποιητικής νοσταλγίας, γέροντες και παιδιά μοιάζουν να ονειροπολούν μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, ενώ καταβάθος έχουν εμπλακεί, χωρίς να ξέρουν τις αιτίες ή τις δυνατότητες διαφυγής, σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα ζωής και θανάτου.
Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996.
Ο Βιζυηνός ήταν από τους λίγους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονταν συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία. Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, εξακολουθώντας να ενισχύεται οικονομικά από τον Γ. Ζαρίφη, έζησε στις κυριότερες πόλεις της Γερμανίας (Γοττίγγη, Λειψία, Βερολίνο) και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Αν οι γερμανικές αυτές πόλεις συνδέονται με τις σπουδές στη φιλοσοφία, σε συναφείς επιστήμες της αγωγής και ιδίως στην ψυχολογία, και επίσης με την ποιητική του δημιουργία, το Παρίσι έχει ταυτιστεί αποκλειστικά με τον αφηγηματικό λόγο, αφού, κατά την περίοδο της διαμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα εκδηλώθηκε έμπρακτα η πρόθεσή του να ασχοληθεί με το νέο, για κείνον λογοτεχνικό είδος, το διήγημα. Ας σημειωθεί ότι το πρώτο του διήγημα [Το αμάρτημα της μητρός μου] δημοσιεύτηκε σε παρισινό περιοδικό και στη συνέχεια σε αθηναϊκό.
Είναι η περίοδος που ο ποιητής, έως τότε, Βιζυηνός στρέφεται προς τη συγγραφή διηγημάτων, για να αναδειχθεί έτσι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους. Παράλληλα, ερευνά ή ολοκληρώνει επιστημονικές μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει μερικά χρόνια πριν και πάντως μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, τον Φεβρουάριο του 1881.
Έχει, κατ’ επανάληψη και από παλαιά, διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός παροτρύνθηκε να ασχοληθεί με το διήγημα από τον Δημ. Βικέλα. Η παρότρυνση, βέβαια, δεν θα ήταν αρκετή, αν ο ίδιος ο Βιζυηνός δεν ήταν έτοιμος να στραφεί προς την πεζογραφία. Με τη στροφή αυτή γίνονται αντικείμενο λογοτεχνικής μετάπλασης οι παιδικές του αναμνήσεις, οι σπουδές του στην ψυχολογία και τις παρεμφερείς επιστήμες, παράγοντες που τον οδηγούν προς την ψυχογραφία, και βέβαια τα διαβάσματά του από την ξένη λογοτεχνία και ιδίως τη γερμανική. Είναι ωστόσο γεγονός ότι η αναστροφή του Βιζυηνού με τον Βικέλα ήρθε στην πιο κατάλληλη στιγμή, με θαυμαστά για κείνον και τη νεοελληνική λογοτεχνία αποτελέσματα.
Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Γεώργιος Βιζυηνός, Επιστολές, εισ.-σημ.-σχόλια Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, 16-18.
Ο Μοσκώβ Σελήμ
Το αμάρτημα της μητρός μου
Το μόνον της ζωής του ταξίδιον
Ποιός ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
Έγραψαν:
«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού — και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η κεντρική μορφή της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του Βιζυηνού), που άθελά της επλάκωσε στον ύπνο της τη μικρή της κόρη και που το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει για όλη της τη ζωή, είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα. Και τα άλλα διηγήματα αναφέρονται στις αναμνήσεις του συγγραφέα και αποδίδουν το περιβάλλον του θρακιώτικου χωριού, όπου έναν ιδιαίτερο χρωματισμό δίνει η συνύπαρξη του ελληνικού με το τουρκικό στοιχείο, ακόμα και η θερμή ανθρώπινη σχέση που συνδέει πολλές φορές πρόσωπα από τις δύο φυλές. Λιγοστά σε αριθμό, είναι αρκετά εκτεταμένα και ξεπερνούν πολλές φορές τα όρια του απλού διηγήματος. Έξοχη είναι στα περισσότερα η ψυχολογική διαγραφή των προσώπων, ισχυρότατη η συνθετική ικανότητα και η αφηγηματική χάρη. Η γλώσσα μένει πάντα η καθιερωμένη ακόμη για την πεζογραφία καθαρεύουσα, αλλά ο δημοτικός διάλογος, διανθισμένος μάλιστα με πολλά στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, δίνει μια ιδιαίτερη ζωντάνια.
Στο «Μόνον της ζωής του ταξίδιον» μας παρουσιάζεται η συμπαθέστατη μορφή του παππού, δοσμένη μέσα από τα γεμάτα θαυμασμό μάτια του εγγονού-αφηγητή —του πάππου που ήξερε να λέει τόσες ιστορίες για τόπους απόμακρους και παράξενους, και που ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται, δεν είχε ταξιδέψει πέρα από την κοντινή «τούμπα» του χωριού. Αλλά το αριστούργημα του Βιζυηνού είναι δίχως αμφιβολία η εκτενής ιστορία του «Μοσκώβ Σελήμ», ενός γενναίου Τούρκου, που οι δικοί του (η οικογένεια και οι συμπατριώτες του) τον έχουν ποτίσει μόνο με πικρίες και απογοητεύσεις, και που ανακαλύπτει την ανθρωπιά και την καλοσύνη στους εχθρούς του ίσια ίσια, τους Ρώσους, όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο. Ο συγγραφέας μάς τον παρουσιάζει να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που τον θεωρεί μισότρελο και του έχει δώσει, για τη ρωσοφιλία του, το κοροϊδευτικό παρατσούκλι Μοσκώβ Σελήμ. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 202-203.
Μελέτη θανάτου λοιπόν «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»; Κάτι περισσότερο ίσως: μελέτη της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της ακρωτηριασμένης ζωής. Όσοι θέλουν μπορούν να βλέπουν φολκλορικές γραφικότητες με καλοκάγαθους γέροντες και ονειροπαρμένα ραφτόπουλα. Το δράμα εδώ παραμονεύει πίσω από το όνειρο, μέσα στο παραμύθι, ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Χωρίς κραυγές, δείχνει την απύθμενη άβυσσο. Γιατί το επίτευγμα του Βιζυηνού, ένα από τα σημαντικότερα της διηγηματογραφικής του προσπάθειας, βρίσκεται σ’ αυτό το τραγικό «ονειρόδραμα» όπου, μέσα σε μια ειρηνική ατμόσφαιρα ποιητικής νοσταλγίας, γέροντες και παιδιά μοιάζουν να ονειροπολούν μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, ενώ καταβάθος έχουν εμπλακεί, χωρίς να ξέρουν τις αιτίες ή τις δυνατότητες διαφυγής, σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα ζωής και θανάτου.
Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996.
Ο Βιζυηνός ήταν από τους λίγους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονταν συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία. Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, εξακολουθώντας να ενισχύεται οικονομικά από τον Γ. Ζαρίφη, έζησε στις κυριότερες πόλεις της Γερμανίας (Γοττίγγη, Λειψία, Βερολίνο) και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Αν οι γερμανικές αυτές πόλεις συνδέονται με τις σπουδές στη φιλοσοφία, σε συναφείς επιστήμες της αγωγής και ιδίως στην ψυχολογία, και επίσης με την ποιητική του δημιουργία, το Παρίσι έχει ταυτιστεί αποκλειστικά με τον αφηγηματικό λόγο, αφού, κατά την περίοδο της διαμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα εκδηλώθηκε έμπρακτα η πρόθεσή του να ασχοληθεί με το νέο, για κείνον λογοτεχνικό είδος, το διήγημα. Ας σημειωθεί ότι το πρώτο του διήγημα [Το αμάρτημα της μητρός μου] δημοσιεύτηκε σε παρισινό περιοδικό και στη συνέχεια σε αθηναϊκό.
Είναι η περίοδος που ο ποιητής, έως τότε, Βιζυηνός στρέφεται προς τη συγγραφή διηγημάτων, για να αναδειχθεί έτσι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους. Παράλληλα, ερευνά ή ολοκληρώνει επιστημονικές μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει μερικά χρόνια πριν και πάντως μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, τον Φεβρουάριο του 1881.
Έχει, κατ’ επανάληψη και από παλαιά, διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός παροτρύνθηκε να ασχοληθεί με το διήγημα από τον Δημ. Βικέλα. Η παρότρυνση, βέβαια, δεν θα ήταν αρκετή, αν ο ίδιος ο Βιζυηνός δεν ήταν έτοιμος να στραφεί προς την πεζογραφία. Με τη στροφή αυτή γίνονται αντικείμενο λογοτεχνικής μετάπλασης οι παιδικές του αναμνήσεις, οι σπουδές του στην ψυχολογία και τις παρεμφερείς επιστήμες, παράγοντες που τον οδηγούν προς την ψυχογραφία, και βέβαια τα διαβάσματά του από την ξένη λογοτεχνία και ιδίως τη γερμανική. Είναι ωστόσο γεγονός ότι η αναστροφή του Βιζυηνού με τον Βικέλα ήρθε στην πιο κατάλληλη στιγμή, με θαυμαστά για κείνον και τη νεοελληνική λογοτεχνία αποτελέσματα.
Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Γεώργιος Βιζυηνός, Επιστολές, εισ.-σημ.-σχόλια Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, 16-18.
Κριτικές
17/04/2024, 14:38