0
Your Καλαθι
Η ζωή του Δάντη
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Ο Βοκκάκιος (1313-1375) μας είναι γνωστός ως ο συγγραφέας του Δεκαήμερου, αυτής της πλούσιας συναγωγής ερωτικών, κυρίως, ιστοριών, που ενέπνευσαν στον Τσώσερ τους Θρύλους του Καντέρμπουρι. Το βιβλίο του Vita di Dante, γραμμένο περι το 1348, μπορεί ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστεί η πρώτη σύγχρονη λογοτεχνική βιογραφία. Φυσικά, είναι η πρώτη βιογραφία του Δάντη και η πηγή στην οποία βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι βιογράφοι του, ταυτόχρονα όμως είναι η πιο ιδιάζουσα απ' όσες θα ακολουθούσαν: ο Βοκκάκιος δεν επιχειρεί στη Vita του να αποτυπώσει ρεαλιστικά τη ζωή του Δάντη. Ως ποιητής ο ίδιος, συλλαμβάνει διαυγέστατα, έτσι που κανένας σύγχρονος βιογράφος δεν θα μπορούσε, τη μυθιστορηματική διάσταση της ζωής του Δάντη. Δεν αναζητεί, όπως θα έκανε στη θέση του ένας σύγχρονος βιογράφος, τον "πραγματικό" Δάντη στα συρτάρια ανικανοποίητων συζύγων, εγκαταλελειμμένων ερωμένων και παραμελημένων παιδιών. Αντίθετα, η αναζήτησή του επικεντρώνεται στο πιο φανερό μέρος, το έργο του Δάντη.
Το πόνημα του Βοκκάκιου υπενθυμίζει πως ό,τι κυρίως μας ενδιαφέρει, όταν προσεγγίζουμε έναν μεγάλο καλλιτέχνη, δεν είναι οι λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, αλλά η πνευματική ουσία του έργου του. Η Vita di Dante δεν είναι απλώς το πρώτο από τα χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν για τον δημιουργό της Θείας Κωμωδίας, αλλά και ένα φιλολογικό κείμενο σπάνιας αξίας. Από τους πατέρες της ιταλικής λογοτεχνίας, πλάι στον Δάντη και τον Πετράρχη, ο Βοκκάκιος δεν δίστασε να θέσει το φιλολογικό του δαιμόνιο στην υπηρεσία του "μέγιστου". Δεν είναι συχνή αυτή η γενναιοδωρία μεταξύ ομοτέχνων, φανερώνει μεγαλοθυμία και ευγένεια - κάτι που ακόμη και ο ζηλότυπος Πετράρχης, ο τρίτος της παρέας, στην περίφημη επιστολή του προς τον Βοκκάκιο, γραμμένη στο 1359, αισθάνεται την ανάγκη να το ομολογήσει.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν είχαν περάσει ούτε πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Δάντη, το 1320, όταν ξέσπασαν οι πρώτες διαμάχες, ιδιωτικές και δημόσιες, γύρω από τη σημασία και την αξία του «μεγάλου επιτεύγματός» του. Εκτοτε, η Commedia δεν έπαψε να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον φιλολόγων, συγγραφέων, μεταφραστών και κριτικών· και είναι τέτοιος ο όγκος των δημοσιευμάτων -με κάθε νέα γενιά μελετητών να υποστηρίζει ότι έχει εξιχνιάσει επιτέλους και την τελευταία πτυχή του «δαντικού μυστηρίου»- ώστε φτάνει κανείς να σκεφτεί πως όλα όσα ήταν να ειπωθούν για τη Θεία Κωμωδία και τον δημιουργό της έχουν ήδη ειπωθεί, ότι έχει προφερθεί και η τελευταία λέξη που θα μπορούσε να φωτίσει το έργο του. Ωστόσο, ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κάθε εποχή διαβάζει τον Δάντη με τα δικά της εργαλεία και θέτει τα δικά της, νέα ερωτήματα. Οσο για το ποίημα, τη Θεία Κωμωδία, αυτό αποδεικνύεται ένα τέτοιο πλέγμα αλληλοσυνδεόμενων νοημάτων, εικόνων και μορφών, ώστε θα συνεχίσει να δραπετεύει από την πλήρη και οριστική πρόσληψή του. Αν κανείς βυθιστεί στην Κόλαση, για παράδειγμα, το διασημότερο από τα τρία μέρη του έργου, δεν συναντά μόνο άπειρες αναφορές στην κλασική μυθολογία, τη μεσαιωνική φιλοσοφία και θεολογία, αλλά και στις αιμοσταγείς και περίπλοκες συγκρούσεις ανάμεσα στους Γουέλφους και τους Γιβελίνους, αντίπαλες ομάδες στην Ιταλία του 13ου αιώνα. Παλεύοντας, ωστόσο, να θυμηθεί αν ο Δάντης υπήρξε Γουέλφος ή Γιβελίνος, Μαύρος ή Λευκός, πιθανότατα θα λησμονήσει ποιοι ήταν οι Γουέλφοι και οι Γιβελίνοι και τι ακριβώς πρέσβευαν. Και, φυσικά, αλλιώς αντιλαμβάνεται ο σημερινός αναγνώστης το περιεχόμενο των θέσεων του Ακινάτη ή το ηθικό βάρος της αμαρτίας της θρυλικής Φραντσέσκας, όπως αυτά αποτυπώνονται στον Παράδεισο και την Κόλαση, αντίστοιχα, απ' ό,τι ένας σύγχρονος του Δάντη, η ζωή του οποίου βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την καθολική Εκκλησία και τις επιταγές της, καθώς και από τις φιλοδοξίες και ενέργειες του εκάστοτε πάπα.
Η Θεία Κωμωδία είναι μια πλούσια σύνθεση ποικίλων στοιχείων· πάνω απ' όλα, ας μην το ξεχνάμε, ένα αριστουργηματικό ποίημα, ταυτόχρονα όμως και ένα είδος αυτοβιογραφίας. Ο Δάντης βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο, εκδραματίζοντας την προσωπική του συνθήκη. Παράλληλα με την ιστορία της πτώσης του ανθρώπου, της κάθαρσης και της λύτρωσης, εκτυλίσσεται η αφήγηση της κατάρρευσης των προσπαθειών ενός Φλωρεντινού να αποκτήσει πολιτική επιρροή στη γενέτειρά του, όταν το κόμμα που υποστηρίζει χάνει την εξουσία και ο ίδιος εξορίζεται από την αγαπημένη του πόλη-κράτος. Οι περιπλανήσεις του κεντρικού ήρωα και η νοσταλγία του για την πατρίδα γίνονται έμβλημα της ανθρώπινης εξορίας από τον παράδεισο. Στους κύκλους της Κόλασης και του Καθαρτηρίου, ωστόσο, δεν συναντά μόνο τους μεγάλους αμαρτωλούς της μυθολογίας και της ιστορίας, αλλά και όσους γνώρισε εν ζωή, τους δασκάλους, τους συντρόφους ή τους εχθρούς του. Στον Παράδεισο, τέλος, διασταυρώνεται με τον πρόγονό του Cacciaguida (1091-1147), ο οποίος υπερήφανα αναζητεί τα ίχνη της γενιάς του στους Ρωμαίους. Ο Cacciaguida θυμάται την εποχή που η Φλωρεντία ήταν μια ισχυρή δημοκρατική κοινότητα, όπου κυριαρχούσαν τα αριστοκρατικά ιδεώδη της ανδρείας και της τιμής. Η παρακμή της Φλωρεντίας, συντριπτικά πραγματική για τον Δάντη, αντιμετωπίζεται επίσης ως αλληγορία της παρακμής ολόκληρου του κόσμου, εξαιτίας της αμαρτίας και της διαφθοράς.
Φυσικά, το καθετί στην αυτοβιογραφία του Δάντη γίνεται αλληγορία και γενικεύεται. Η μόνη βιογραφική λεπτομέρεια γνωστή τοις πάσι είναι η γνωριμία του, στα εννιά του χρόνια, με ένα κοριτσάκι ονόματι Bice (Βεατρίκη), κόρη του τραπεζίτη Folco Portinari. Συγκλονισμένος από την ομορφιά της, ο μικρός Δάντης θα την ερωτευτεί. Εννιά χρόνια αργότερα θα την ξαναδεί και, με την πρώτη ματιά, ο έρωτας θα ριζώσει μέσα του για πάντα. Ομως, όπως συμβαίνει πάντα στις όμορφες ιστορίες των τροβαδούρων, η Βεατρίκη θα παραμείνει άπιαστο όνειρο· θα παντρευτεί τον πλούσιο ευγενή Φλωρεντινό Simone de Bardi και θα πεθάνει το 1290, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών. Ο θάνατός της στάθηκε καθοριστικό γεγονός στη ζωή του Δάντη και γέννησε αργότερα την ποίηση που γνωρίζουμε. Υστερα από τον θάνατο της Βεατρίκης, ο Δάντης θα βρει προσωρινά ανακούφιση στον ρηχό έρωτα για μια γυναίκα στην οποία αναφέρεται απλώς ως «donna gentile»· με τον καιρό, όμως, θα θεωρήσει το αίσθημά του προδοσία στη μνήμη της Βεατρίκης και, τελικά, η φευγαλέα ερωτική του περιπέτεια απλώς θα επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του και θα μετουσιώσει τον επίγειο έρωτα σε θρησκευτική εμπειρία. Το πνευματικό ταξίδι της Θείας Κωμωδίας θα μπορούσε, κατά μία έννοια, να θεωρηθεί προσπάθεια ανάκτησης του οράματος αυτού του «χαμένου έρωτα», που δεν έχει σεξουαλική χροιά, αλλά αναδεικνύεται ως το βαθύτερο πάθος στη ζωή του ποιητή. Αμφισβητήθηκε βέβαια από πολλούς το αν η Βεατρίκη ήταν πραγματικό πρόσωπο, και συζητήθηκε διά μακρών το πόση σημασία μπορεί να έχει αυτό όσον αφορά τον σχεδιασμό του ποιήματος· ωστόσο, η παρουσία της και μόνο αρκεί για να καταδείξει ότι η ζωή του Δάντη υπήρξε το κεντρικό μοτίβο της ποίησης και της τέχνης του.
2
Οι διαμάχες για το δαντικό έργο -ο απόηχος των οποίων έχει φτάσει ώς τις μέρες μας- άρχισαν στη Φλωρεντία, όταν ο Δήμος προσκάλεσε τον Βοκκάκιο, γέροντα πια, να διαβάσει και να σχολιάσει το έργο του ποιητή που είχε πεθάνει στην εξορία. Και ο Βοκκάκιος δεν ήταν μόνος. Εκείνη η εποχή είδε έξι μελετήματα περί Θείας Κωμωδίας -όχι έργα κριτικής με τη σύγχρονη έννοια, αλλά λεπτομερείς σχολιασμούς, κοιτάσματα ανεκτίμητων πληροφοριών, σχετικά με τα ιστορικά, πολιτικά και γλωσσολογικά υλικά του ποιήματος-, περισσότερα από όσα είχε εισπράξει η Αινειάδα του Βιργίλιου σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Με την εξαίρεση της Βίβλου, κανένα κείμενο της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης δεν είχε γεννήσει περισσότερη φιλολογία απ' ό,τι το «poema sacro» του Δάντη. Είναι γεγονός ότι για ένα διάστημα, κατά τον 15ο και τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, το κύρος του Δάντη είχε κλονιστεί. Οι λόγιοι της ιταλικής Αναγέννησης, βάζοντας στο κέντρο του συστήματός τους τον άνθρωπο, απέρριπταν τις θεοκεντρικές αντιλήψεις τού ποιητή. Για το αναγεννησιακό πνεύμα, ο Δάντης εκπροσωπούσε τον παρωχημένο κόσμο του μεσαιωνικού δογματισμού2. Ωστόσο, η ποίησή του εκτιμήθηκε βαθιά και επηρέασε διάφορους αναγεννησιακούς ποιητές, μεταξύ των οποίων ο Chaucer. Οι 14ος, 15ος και 16ος αιώνες έφεραν αρκετές λόγιες κειμενικές αναλύσεις της Θείας Κωμωδίας, η διασημότερη από τις οποίες ανήκε στον Cristoforo Landino· ο σχολιασμός του εμφανίστηκε το 1482, στην πρώτη φλωρεντινή έκδοση της Commedia, η οποία κυκλοφόρησε εικονογραφημένη από τον Sandro Botticelli. Ο Δάντης αγνοήθηκε τον 17ο αιώνα, την περίοδο του κλασικισμού, επειδή η φλόγα της ποίησής του αψηφούσε την κλασικιστική αρχή της υποταγής της ποιητικής έμπνευσης σε κανόνες στυλιστικής αρμονίας και μορφικής διαύγειας. Οι κριτικοί του 18ου αιώνα, της εποχής του Διαφωτισμού, έβρισκαν τον Δάντη άκρως φρικιαστικό, έως και γκροτέσκο· ο αποκαλυπτικός τόνος της ποίησής του δεν εναρμονιζόταν με την κοσμοαντίληψη που έδινε την πρωτοκαθεδρία στην ανθρώπινη λογική. Για τον Lessing, η Θεία Κωμωδία, και ιδιαίτερα η Κόλαση (με το κανιβαλικών αποχρώσεων επεισόδιο του Ουγκολίνο), ήταν έως και «αηδιαστική». Και ο Βολταίρος, η επιτομή του κομψού ρασιοναλισμού και του πεφωτισμένου σκεπτικισμού, συμπεριέλαβε μια μάλλον κακόγουστη παρωδία της Κόλασης στο Dictionnaire philosophique του. Το 1787 ο Γκαίτε, αμφίθυμος απέναντι στον Δάντη, ονόμασε τη Θεία Κωμωδία «τερατώδη». Αξιοσημείωτη εξαίρεση στην τυπική αντι-δαντική στάση του 18ου αιώνα αποτέλεσε ο Vico, ο πρώτος που χλεύασε την «εκθήλυνση» του γούστου η οποία οδηγούσε σε τέτοιες απόψεις, και κάλεσε σε μια νέα ανάγνωση του παλιού βιβλίου, ονομάζοντας τον Δάντη νέο Ομηρο.
Η αποφασιστική στροφή στην πρόσληψη του Δάντη σημειώθηκε το 1783, με τη γαλλική μετάφραση της Κόλασης από τον Antoine de Rivarol, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια πραγματική αναβίωση του ποιητή κατά την περίοδο του ρομαντισμού. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του κινήματος ανήγαγαν τον Δάντη σε πρότυπο ποιητή. Εκείνη ακριβώς την εποχή δημοσιεύτηκαν και οι πρώτες αγγλικές μεταφράσεις: του Charles Rogers, σε ελεύθερο στίχο, το 1782, και του Henry Boyd, το 1785. Καθώς ποιητές όπως ο Coleridge, ο Shelley και ο Byron προσπαθούσαν να αποστασιοποιηθούν από τη φιλοσοφία και τους αισθητικούς κανόνες της «κλασικής» εποχής, όλα όσα θεωρούνταν ώς τότε αμαρτήματα στον Δάντη -το πάθος, η ανάμειξη των ποιητικών ειδών, ο μυστικισμός του- έγιναν αίφνης οι αρετές του3. Η μεσαιωνική θρησκευτικότητα του Δάντη, από την άλλη πλευρά, άσκησε ισχυρή έλξη στον Chateaubriand, η σύνδεση του οποίου με τον καθολικισμό συνιστά χαρακτηριστική πτυχή του ρομαντικού κινήματος. Ο Victor Hugo συνόψισε τη ρομαντική πρόσληψη της Θείας Κωμωδίας ως εξής: «Ο Δάντης έχει πλάσει στον νου του την απύθμενη άβυσσο. Εχει δημιουργήσει το έπος των φασμάτων. Ξεθεμελιώνει τη Γη· στο τρομερό ρήγμα που απομένει, τοποθετεί τον Σατανά. Κι ύστερα σπρώχνει τον κόσμο, μέσα από το Καθαρτήριο, ψηλά στον Παράδεισο. Εκεί που όλα τα άλλα τελειώνουν, αρχίζει ο Δάντης. Ο Δάντης βρίσκεται πέραν του ανθρώπου». Ο γενικός ενθουσιασμός για τη Θεία Κωμωδία, τον οποίο μαρτυρούν και οι αναφορές φιλοσόφων όπως ο Schelling και ο Hegel, εξασφάλισαν στον Δάντη εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία κατά τον επόμενο αιώνα.
Μολονότι κάθε μέρος της Θείας Κωμωδίας πρέπει να κρίνεται με τους δικούς του όρους και έχει το δικό του ειδικό βάρος στην όλη σύνθεση, τη φαντασία του 20ού αιώνα έχει αιχμαλωτίσει κυρίως η Κόλαση. Και ενώ ο Curtius επισήμανε την παρουσία ιστορικών προσώπων στην Κόλαση, ο Erich Auerbach, ο οποίος όρισε τον Δάντη ως «εκκοσμικευμένο ποιητή», σημείωνε ότι η Κόλαση, μολονότι φαινομενικά πραγματεύεται μια υπερφυσική επικράτεια εποικισμένη με φαντάσματα, κατορθώνει το «εκπληκτικό παράδοξο» να αποτυπώνει τη ζωή σ' όλο της τον πλούτο. Το δαντικό όραμα της Κόλασης άσκησε τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εμπνέοντας αναρίθμητους ποιητές, από τον Rilke έως τον Stefan George, τον Eliot και τον Pound (και τους πιο σύγχρονους Montale, Merrill και Heaney), και παγιώνοντας έναν κανόνα απόλυτης φρίκης για συγγραφείς όπως ο Joyce, ο Beckett και ο Primo Levi, που βάλθηκαν να εξερευνήσουν τις αβύσσους του παραλογισμού και της κακοβουλίας του ανθρώπου. Η αναβίωση του Δάντη στην ευρωπαϊκή ποίηση θα ερχόταν, όπως γνωρίζουμε, από ποιητές εκτός Ευρώπης -κυρίως τον Pound και τον Eliot, τους δύο προφήτες του μοντερνισμού. Η Θεία Κωμωδία χρησίμευσε τόσο σαν πρότυπο όσο και σαν προηγούμενο για τα Cantos του Pound, ενώ οι οφειλές του Eliot στον Ιταλό δάσκαλο εντοπίζονται τόσο στην Ερημη Χώρα (όπου, στον περίφημο στίχο «Ι had not thought that death had undone so many», ο Eliot προσπαθεί να συνδέσει το μεσαιωνικό inferno με τη σύγχρονη ζωή) όσο και στα Τέσσερα κουαρτέτα, και ειδικότερα στην ενότητα «Little Gidding».
3
Ο βίος του Δάντη, στα πενήντα έξι χρόνια που αξιώθηκε να ζήσει, είναι ένα τέτοιο κουβάρι δημόσιων και ιδιωτικών παθών, μια τέτοια διαδοχή δοκιμασιών, ώστε ανέκαθεν συνιστούσε πηγή ανεξάντλητης σαγήνης. Λες και τα πάντα στη ζωή του ανήκουν στη ρομαντική και φευγαλέα επικράτεια του θρύλου: ένας κεραυνοβόλος έρωτας που θα διαρκούσε όλη του τη ζωή και θα ενέπνεε υψηλή ποίηση· η μακρά, σκληρή εξορία από τη γενέτειρά του τη Φλωρεντία, εξαιτίας του εμφυλίου που μαινόταν στην πόλη· το ποίημά του, η Θεία Κω-μόδια, ο θεμέλιος λίθος της ιταλικής λογοτεχνίας· η μεταμόρφωσή του σε αρχετυπικό ήρωα, όπως ο Οδυσσέας, ο Φάουστ, ο Λάνσελοτ, να ταξιδεύει στα βασανιστικά μονοπάτια της πνευματικής αναζήτησης, παλεύοντας με σκοτεινές δυνάμεις και, τελικά, αντικρίζοντας τον Θεό καταπρόσωπο.
Οι ιστορίες των μυθικών ηρώων της λογοτεχνίας μάς συναρπάζουν, επειδή οι ήρωες είναι σπάνια, αν όχι ποτέ, εντελώς ανθρώπινοι (ο Αχιλλέας, ο Αινείας, ο Γιλγαμές), ή γιατί επιδεικνύουν ευγενή, ξεχωριστά χαρίσματα (ο Beowulf, ο Ρολάνδος, ο Σιντ, ο Διγενής) που υπερβαίνουν το μέτρο μιας συνηθισμένης ζωής. Αντιστοίχως, οι πραγματικά μεγάλοι ποιητές έχουν τόσο γρήγορα περάσει στον χώρο του μύθου, ώστε κάνουν τους αναγνώστες τους να αμφιβάλλουν αν πράγματι υπήρξαν. Υπήρξε στ' αλήθεια ο Ομηρος ή ήταν ο φανταστικός συγγραφέας ενός ανώνυμου έπους; Εγραψε όντως ο Σαίξπηρ τα έργα που του αποδίδονται, ή κάποιος άλλος που δανείστηκε το όνομά του;
Ωστόσο, καμιά τέτοια υποψία δεν εγείρεται ως προς την πραγματική ύπαρξη ή την ταυτότητα του Δάντη. Αυτή ακριβώς η αδιαμφισβήτητη γνώση ότι ήταν μέρος της ιστορίας μας, ότι ήταν τόσο όμοιος με μας, ότι η γλώσσα του, όπως έχει γράψει ο Eliot, «είναι κατά κάποιον τρόπο η δική μας γλώσσα», ότι ήταν τόσο ανθρώπινος και ταυτόχρονα τόσο ξεχωριστός όσο είναι μόνο οι μυθιστορηματικοί ήρωες, δικαιολογεί την επίμονη γοητεία που μας ασκεί. Η διαφορά μεταξύ της κανονικότητάς του, από τη μία πλευρά (παντρεύτηκε, απέκτησε τέσσερα παιδιά, ήταν δικομανής, ανίκανος κατά καιρούς να πληρώσει το νοίκι του ή να βρει δανειστές, και συνάμα παθιασμένα φιλόδοξος, διψασμένος για αναγνώριση), και της υπεράνθρωπης ενορατικής του δύναμης, από την άλλη (η άκαμπτη αίσθηση δικαιοσύνης, η μοναδική του ικανότητα να τανύει τα όρια της φαντασίας του και η πεποίθηση, ταπεινή και υπεροπτική ταυτόχρονα, ότι η αποστολή του ήταν προφητική), πυροδότησαν ένα ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπό του που δεν θα έσβηνε ποτέ· ένα πρώιμο, μάλιστα, ενδιαφέρον.
Ο Βοκκάκιος (1313-1375) μας είναι γνωστός ως ο συγγραφέας του Δεκαήμερου, αυτής της πλούσιας συναγωγής ερωτικών, κυρίως, ιστοριών, που ενέπνευσαν στον Chaucer τους Θρύλους του Καντέρμπουρι. (Η μυθιστορία του Φιλόστρατος μεταποιήθηκε από τον Chaucer σε Τρωίλος και Χρυσηίδα). Το βιβλίο του Vita di Dante, γραμμένο περί το 1348, μπορεί ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστεί η πρώτη σύγχρονη λογοτεχνική βιογραφία. Φυσικά, είναι η πρώτη βιογραφία του Δάντη και η πηγή στην οποία βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι βιογράφοι του, από τον Φλωρεντινό ιστορικό Leonardo Bruni (1369-1444) έως τους πλέον σύγχρονους Michele Barbi και Giorgio Pettrocchi. Ταυτόχρονα όμως είναι η πιο ιδιάζουσα απ' όσες θα ακολουθούσαν: ο Βοκκάκιος δεν επιχειρεί στη Vita του να αποτυπώσει ρεαλιστικά τη ζωή του Δάντη. Ελάχιστα είναι τα μη διφορούμενα γεγονότα στη ζωή του ποιητή της Θείας Κωμωδίας. Πήγε πράγματι στο Παρίσι στα χρόνια της εξορίας του; Ηταν στ' αλήθεια δάσκαλός του ο Brunetto Latini; Διετέλεσε ποτέ μοναχός στο τάγμα των Φραγκισκανών; Φοίτησε όντως στις θεολογικές σχολές του Santa Croce και της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία; Και ποια ήταν η «montanina» για την οποία, στα τέλη της ζωής του, έγραψε τόσο αριστουργηματικά ποιήματα; Δεν μπορούμε να αποσπάσουμε αυτά τα ζητήματα από τις εμβληματικές χρήσεις που τους επιφυλάσσει ο Δάντης στην ποίησή του. Και επειδή ο Βοκκάκιος είναι ποιητής ο ίδιος, συλλαμβάνει διαυγέστατα, έτσι που κανένας σύγχρονος βιογράφος δεν θα μπορούσε, τη μυθιστορηματική διάσταση της ζωής του Δάντη. Δεν αναζητεί, όπως θα έκανε στη θέση του ένας σύγχρονος βιογράφος, τον «πραγματικό» Δάντη στα συρτάρια ανικανοποίητων συζύγων, εγκαταλελειμμένων ερωμένων και παραμελημένων παιδιών. Αντίθετα, η αναζήτησή του επικεντρώνεται στο πιο φανερό μέρος, το έργο τού Δάντη.
Είναι αλήθεια ότι στον Βοκκάκιο οφείλουμε βασικές πληροφορίες για τον ποιητή. Ο Βοκκάκιος περιγράφει, για παράδειγμα, την εξωτερική εμφάνιση του Δάντη και το ντύσιμό του, και αναφέρει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την πρώτη συνάντηση του Δάντη με τη Βεατρίκη απ' ό,τι ο ίδιος ο ποιητής στη Vita nuova του, ενώ κάνει κάποιες υποθέσεις για τις πιθανές ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε για τον Δάντη αυτή η συνάντηση. Μας πληροφορεί ώς και για το πώς η σύζυγος του Δάντη κατάφερε να επιβιώσει οικονομικά στη διάρκεια της εξορίας του (προσθέτοντας, ωστόσο, ότι πιθανόν η μόνη γυναίκα στη ζωή του που δεν άξιζε ούτε μία ωδή, πόσο μάλλον ένα όραμα, ήταν αυτή ακριβώς η εξαιρετική διαχειρίστρια των γλίσχρων οικογενειακών πόρων) και εξιστορεί τις μηχανορραφίες της φλωρεντινής πολιτικής, θέλοντας, κυρίως, να αντιπαραβάλει την ακεραιότητα του «chiarissimo uomo» προς τη διαφθορά που λυμαινόταν τη γενέτειρά του και να φέρει έτσι στο φως περισσότερες πλευρές του χαρακτήρα του. Βασικός στόχος του έργου του Βοκκάκιου, ωστόσο, είναι να εξάρει την ποιητική φύση του Δάντη και να επαινέσει το επίτευγμά του (ένας άλλος τίτλος που χρησιμοποιείται για τη συγκεκριμένη βιογραφία είναι Tratatello in laude di Dante - Σύντομο εγκώμιο για τον Δάντη). Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βοκκάκιος ήταν εκείνος που στον αρχικό τίτλο του έργου, Commedia, προσέθεσε τον προσδιορισμό Divina, μία ακόμη ένδειξη του θαυμασμού του για τον Δάντη.
Το κείμενό του έχει τη δομική πολυπλοκότητα τόσο μιας προσωπικής ποιητικής όσο και μιας μυθιστορίας που αφηγείται τη θαυμαστή γέννηση του ποιητή (η οποία συνοδεύεται, όπως στους βίους των αγίων, από έναν οιωνό, το προφητικό όνειρο της μητέρας του). Τα δύο ρητορικά νήματα συναντώνται στην κεντρική αφήγηση, η οποία εστιάζει στο μεγαλείο της φαντασίας του Δάντη, η οποία μένει αλώβητη από την εισβολή των βιοτικών μεριμνών στην άσκηση της τέχνης του. Το πόνημα του Βοκκάκιου υπενθυμίζει πως ό,τι κυρίως μας ενδιαφέρει, όταν προσεγγίζουμε έναν μεγάλο καλλιτέχνη, δεν είναι οι λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, αλλά η πνευματική ουσία του έργου του. Η Vita di Dante δεν είναι απλώς το πρώτο από τα χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν για τον δημιουργό της Θείας Κωμωδίας, αλλά και ένα φιλολογικό κείμενο σπάνιας αξίας. Ενας από τους πατέρες της ιταλικής λογοτεχνίας, πλάι στον Δάντη και τον Πετράρχη, ο Βοκκάκιος δεν δίστασε να θέσει το φιλολογικό του δαιμόνιο στην υπηρεσία του «μέγιστου». Δεν είναι συχνή αυτή η γενναιοδωρία μεταξύ ομοτέχνων· φανερώνει μεγαλοθυμία και ευγένεια -κάτι που ακόμη και ο ζηλότυπος Πετράρχης, ο τρίτος της παρέας, στην περίφημη επιστολή του προς τον Βοκκάκιο, γραμμένη το 1359, αισθάνεται την ανάγκη να το ομολογήσει.
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις